Η ποιητική συλλογή της Σίλιας Χριστοδούλου η Ένατη νότα έφτασε στα χέρια μου σαν πασχαλινό δώρο, λίγο πριν το Πάσχα του 2022. Ήθελα να διαβάσω τη συλλογή της, πιο πολύ για να γνωρίσω τον άνθρωπο μέσα από τη δουλειά της, παρά για να αποτιμήσω την ποιητική της τέχνη. Όταν όμως άρχισα να τη διαβάζω, ένας κόσμος άρχισε να κινείται μέσα μου: βαθύ, ουσιαστικό, απλωμένο και στους άλλους ανθρώπους, με ένα πλούτο λεκτικό, εκφραστικό, οπτικό, ενδοσκοπικό, συναισθηματικό και ευέλικτο ως προς το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της, πώς συν-αισθάνεται και εισχωρεί στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, πώς σχεδόν διαρρηγνύει τα όρια του τι είναι οι άλλοι σε σχέση με την ίδια και η ίδια σε σχέση με αυτούς, τότε η εσωτερική μου κίνηση έγινε ανακίνηση, ταραχή, με άλλα λόγια γνήσια συγκίνηση και αναλαμπή. Ρωμαλέα γραφή. Ακαριαίος λόγος. Με γύρισε πίσω, τότε που πρωτοδιάβασα το Άξιον εστί του Ελύτη. Λόγος συμπαντικός, που συμπεριέχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Οραματίζεται όπως εκείνος, όταν σπαρακτικά επικαλείται τον Ποιητή λέγοντάς του «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε τι βλέπεις;» Ο «εξόριστος ποιητής» του Ελύτη σπαρακτικός και μεγαλειώδης στα οράματά του, παρών στο παρόν που τον ξεσκίζει, διορατικός στο μέλλον που θα ‘ρθει, περήφανος για το παρελθόν που υπήρξε και που εμπεριέχεται στο παρόν και γονιμοποιεί το μέλλον που κυοφορεί, όπως ο ποιητής το φαντάζεται.
Κάτι ανάλογο στην ποίηση της Σίλιας: «Ποια είσαι;», «Είμαι πιο πολλά απ’ ό,τι αντικρύζεις. Πολλά παραπάνω απ’ ό,τι νομίζεις ότι κατάλαβες. Είμαι το τίναγμα της πιρουέτας την στιγμή που αποχωρίζεται το πάτωμα. Ένα μικρό καρυδότσουφλο καμωμένο σε παιχνιδιάρικο καραβάκι που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του. Είμαι η στίξη στον χρόνο που σου θυμίζει την κίνησή του. Είμαι μια δίποδη μορφή της τυχαιότητας. Ένα τσαλίμι της φύσης. Με συνείδηση για την αυθαιρεσία της ζωής. Με συνείδηση για τη σημασία των άλλων. Η έκλειψη μιας νότας μέσα σε μια μελωδία που σωπαίνει σταδιακά. Ένα βιολί ορφανό από δοξάρι. Ποτέ δε φεύγω, αλλά είμαι απούσα. Έσχατη αποξένωση του ανήκειν. Είμαι αυτή που ξεστρατεύει πραγματικότητες για να τις κάνει όνειρα. Είμαι λόγος. Σε πολλές γλώσσες, πάντα με τους ίδιους κωδικούς που επέλεξα να χρησιμοποιώ μεγαλώνοντας. Είμαι μνήμη. Είμαι μια καταγραφή των άλλων. Είμαι γνώση μέσα στην άγνοιά μου. Είμαι ερώτημα. Αέναη απελευθέρωση των ιδιοτήτων που καλύπτουν την διαφάνεια της ύπαρξής μου. Ένα ερωτηματικό που σε κοιτάει. Όρισέ με και θα σου πω πάλι: Είμαι πιο πολλά απ’ ό,τι αντικρύζεις. Πολλά παραπάνω απ’ όσα νομίζεις ότι κατάλαβες.» ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ (σελ. 21-28)
Συμπαντικοί στίχοι! Γιατί… ποιος θα έλεγε ότι δεν του ταιριάζουν; Ποιος θα έλεγε ότι δε χωράει σ’ αυτή τη περιγραφή; Μια βαρύθυμη χελώνα ίσως, κλεισμένη στο καβούκι της; Δεν είναι αυτοαναφορική/ομφαλοσκοπική η ποίηση της Σίλιας, και ας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Δεν είναι το είδος της ποίησης που ναρκισσεύεται, γιατί νοιάζεται για τον άλλο: Γερνάνε σε λιβάδια άδεια από εραστές οι πόθοι. Μέρωσε ο καιρός και καρποφόρησε. Μητρικό σκίρτημα στον κόρφο για να βυζάξει το παιδί. Κλαίει η μάνα κάθε πρωί στο κρεβάτι καθηλωμένη. Στην αιώρα της Λύπης άπραγη κοιτάζει το ταβάνι. Κι εκείνο το νεογνό να κλαίει βουβά σαν γατί, στον απόκρυφο κόσμο που έπλασε δίπλα στην καρδιά του. Μη στοιχειώσει το κενό που άφησες αύριο φοβάται. Σιωπές γεμάτες θλίψη. Στάζει σαν υγρασία το χτες. «Είχες δίκιο» μου είπες «ο βιασμός ο δικός μου Δε θα βλάψει το παιδί, δε θα το βλάψει.» «Αγάπη είναι η αρρώστια αυτή» σου είπα. «Έτσι είπαν κάποιοι γνωστικοί» και μέλωσαν οι μέρες χάδι. ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΛΕΧΩΝΑ (σελ. 43-44)
Ένας πόνος υπάρχει, θαρρείς, πίσω από κάθε στίχο (όχι μόνο σε αυτό το ποίημα). Και ένας δοξασμός. Ο ανείπωτος πόνος που σωπαίνει – συγγένεια με κάθε υποφέροντα. Και ο πόνος που μεταλλάσσεται, καθώς ο σιωπών και υπομένων μεταλλάσσει τον πόνο σε ηρωισμό, όχι σε πίκρα. Είναι η θλίψη που αναζητά μετάλλαξη, είναι η πληγή που γυρεύει την επούλωση. Αυτού του είδους ο ηρωισμός. Και ενσυναίσθηση πολλή: Ένα πέτρινο μονοπάτι, σπασμένη ωλένη, θρύψαλα η κερκίδα. «γλίστρησε το παιδί». Μια εφημερία που τελείωσε νωρίς κι ένας μισοτελειωμένος κεσές γιαούρτι στο σπίτι μούχλιασε με τόση αναμονή. ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ (σελ. 45-46)
Πόση αισθαντικότητα πίσω από το ζωγράφισμα ενός σκηνικού! Και πόσα εννοούμενα/ζητούμενα: τι ένιωσε αυτός που άφησε τον μισοτελειωμένο κεσέ; Τι αυτός που ζωγράφισε το σκηνικό; Τι αυτός που «αντικρίζει» το σκηνικό; … «Όταν το φθινόπωρο έβλεπα τα φύλλα να πέφτουν, ήξερα ότι πλησιάζουν Χριστούγεννα» μου είπες, και χαιρόσουν ότι θα ‘ρθει η μητέρα να σε πάρει. Προδομένες της νιότης αγκαλιές. Οι κραυγές σου ακούστηκαν πολύ αργά σε κείνο το υπόγειο. Έφυγες πριν χρόνια κι απέμεινε ένα ετοιμόρροπο αστέρι στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. LUCRECE (σελ. 47)
… Βουλιάζουν βάρκες και ζωές. Δε φτάνεις τον ωκεανό. Πνίγονται παιδιά στα δώρα και άλλα στα κύματα. ΜΗ ΜΕ ΛΗΣΜΟΝΕΙ (σελ. 48 – 49)
Αλλά, πλάι στα πανέμορφα συν-αισθήματα, πανέμορφες περιγραφές νησιών και όχι μόνο: Σέριφος, Πάρος, Αμφιτρίτη, Γαλάτεια, Αφροδίτη… πανέμορφες λυρικές περιγραφές, σκέψεις και ανατάσεις: … Αφρός και φως. Δίψα κι ερημιά. Ξερό τοπίο. Πάνω στα λευκά μάρμαρα, δυο κοχύλια και πολλές ιδέες. Τα απομεινάρια ενός πολιτισμού. ΝΕΚΡΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ (σελ. 61)
… Νοτισμένος αρμύρα ο Ζέφυρος διαβάζει τις πέτρες πάνω στις πλαγιές. … Αγιασμένος τόπος – μυρίζει λιβάνι κι αν στέρεψαν οι λέξεις, στέκουν οι προσευχές. ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ (σεελ. 64 – 65)
… Ο ουρανός δε χώρεσε την καρδιά μου όταν σε συνάντησα. Οι λέξεις μου μάτωσαν στα ψιθυρίσματα τα μυστικά του Έρωτά σου και πλημμύρισε αίμα η ψυχή μου. ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΩΔΗ (σελ. 66 – 67)
… Όταν οι αισθήσεις ξεπερνούν το δέρμα του κορμιού κι ανήκουν σε υπόσταση που σε υπερβαίνει μένει η αιωνιότητα Το χάος, η Αθανασία, η Ζωή και ο θάνατος. Η άβυσσος κι εγώ. ΚΥΠΡΙΔΟΣ ΒΕΛΟΣ (σελ. 70 – 71)
Κι ύστερα… λυρισμός και θλίψη, θλίψη και ελπίδα: … Σιωπή και μια σφήκα που βουίζει. Όλα τόσο ευάλωτα. Κλώνοι νεοσσοί που για πρώτη φορά δείχνουν τα μπουμπούκια τους στον ήλιο. … Ο γερο-Σειληνός σέρνει χορό σ’ εκστατικές παραστάσεις. Κοινωνούν τα πλήθη δώρα απ’ της Αμάλθειας το κέρας κι ένας αλγόριθμος κάπου επαναστατεί. ΖΩ (σελ. 74 -75)
… Μνημόσυνο της θλίψης που την είπαν «Ελπίδα». Και στεφάνωσαν εντολές σταυροφόρων ν’ αρχίσουν οι σφαγές.… Δεν είναι φίδι που σε έζωσε. Είναι η μέρα που σε περιέφραξε με τον κύκλο της. Καλημέρα Νύχτα! Μια νέα εποχή χαράζει. ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ (σελ.76 – 77)
Και τέλος, δυο ποιήματα για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ρωμαλέα γραφή, ακαριαίος λόγος: … Αδιαπραγμάτευτα τα κύματα στον παφλασμό τους οι ώρες δε γαληνεύουν απόψε με σιωπές. Άργησες και το δωμάτιο κενό απ’ τα βήματά σου να τρέμει η καρδιά στην απουσία. ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ (σελ.102)
Αηδόνια της Παραφροσύνης και χώρεσες τη ματιά σου σε μια πληγή. Είδες το αίμα ν’ αναβλύζει. Πηγή της καρδιάς και κόρη αλαβάστρινη, Αν στέρεψες είναι από Αγάπη. Κι αν στερήθηκες είναι από ντροπή. … Χώρεσε η αιδώς στη Σιωπή. Μα, τι κι αν κρύφτηκε στη σκιά σου, Ακταίωνα, το φως; Η Αλήθεια παραμένει στο τεντωμένο βέλος του Χρόνου. ΕΙΣΒΟΛΗ (σελ. 103)
Κι ένα ποίημα για την ελπίδα του μέλλοντος: … Πίσω το δάκρυ της απογοήτευσης οι σκιές των νεκρών παιδιών. Πίσω η μήτρα η γεμάτης αίμα και αποβολές. Πίσω τα βόλια. Εμπρός το Αύριο να χελιδονίζουν φτερουγίσματα Αλκυονίδας απάνω στα ψηλά βουνά σου, Πενταδάκτυλε! Με τον τουρκικό τίτλο GOZ NURU, που σημαίνει φως, λάμψη των ματιών. (σελ. 106)
Η Σίλια ήρθε στον κόσμο της Ποίησης και θα παραμένει.