Όταν παρακινούσα την Πόπη να εκδώσει ποιητική συλλογή και με ρώτησε «Μα πώς θα μπορέσω;», της απάντησα: «Με ανάλογο τρόπο που εκφράζεσαι και ως ζωγράφος». Άλλωστε η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση, η ποίηση ομιλούσα ζωγραφική, σημειώνει ο Πλάτων. Πόσω μάλλον όταν ένας υπηρετεί και τις δύο μορφές Τέχνης. Και αυτό είναι το πλεονέκτημά της Πόπης. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που η παρουσίαση αυτή θα εστιάσει στη διττή ιδιότητα της, φαινόμενο πρωτότυπο και για πολλούς αξιοζήλευτο. Ναι, δεν είναι μόνο οι ενέργειες των ανθρώπων αλληλοεξαρτώμενες, αλλά και των καλλιτεχνών! Αναλογιστείτε πόσοι ζωγράφοι έχουν εμπνευστεί από την πολυσύνθετη Φύση, από την πολύμορφη Μυθολογία, την πολυδαίδαλη Ιστορία, από κάθε πολύτροπο. Όπως λέει η μεγάλη στιχουργός, φίλη Λίνα Νικολακοπούλου, σημασία έχει να υπάρχει στενή σύνδεση των συντελεστών ενός έργου π.χ. ο Μίκης Θεοδωράκης να νιώσει βαθιά τον δόνηση του ποιήματος «Άρνηση» (Στο περιγιάλι το κρυφό) του Σεφέρη, ο δε Μπιθικώτσης να τον κατανοήσει πλήρως και με στεντόρεια φωνή να το αποδώσει καλά. Τέτοιο πρόβλημα δεν έχει η Πόπη. Ότι νιώθει το γράφει ή/και το ζωγραφίζει. Η ίδια ομιλεί με τον εαυτό της, με αρμονική συνέργεια. Λέει: «Γράφω για να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου/ Ξεγράφω ό, τι δεν χρειάζομαι/ Κρατάω όσα μιλούν σ’ εμένα.» Αυτόνομη !
Βιωματικά, η ζωγραφική υπήρξε πάντα το καταφύγιο της ποιήτριας. Μέσα από αυτήν αναζητεί την αυτογνωσία, τις βαθύτερες σκέψεις της, ακόμα και τις ανασφάλειές της. «Στ’ όνειρό μου που δεν παράτησα… Εκεί λιμνάζω / Ψάχνοντας διέξοδο στο φως», γράφει. Παλεύει να ξεδιαλύνει την εικόνα της έμπνευσης και να την αποτυπώσει στον καμβά. Κάτι ανάλογο κάνει και ένας ποιητής στο χαρτί, γι’ αυτό όταν η Πόπη στιχουργεί, η πάλη αυτή δεν της είναι πρωτόφαντη. Έτσι, η ιδέα οδηγεί στην ατραπό της δημιουργίας! Η ζωγραφική τής δίδαξε ότι η συνεχής και επίμονη προσπάθεια να αποδώσει το καλύτερο γεννά μέσα της ένα είδος αυτόνομης ελευθερίας. Το ένιωσε και μετά, γράφοντας ποίηση. Μιλάμε για μια ελευθερία που την ανακαλύπτουμε στην ψυχή μας, όχι στον έξω κόσμο. Συναφώς, η ζωγραφική, και εφεξής η ποίηση, είναι τα δύο ημισφαίρια του δικού της πλανήτη που φέρει επωνυμία ‘Εσωτερική ελευθερία’. Οι Διόσκουροι της δημιουργίας. Και ιδού! Ζωγραφίζοντας, η Πόπη άκουγε μέσα της λέξεις που αναδύονταν στο μυαλό της και συνεχώς πλήθαιναν. Ακούγονταν όλο και πιο ηχηρές. Της χτυπούσε την πόρτα η Ποίηση! Έπρεπε όμως να βαδίζει με τα δύο της πόδια σε δύο πεζοδρόμια, το πρώτο πεζοδρόμιο, αυτό της ζωγραφικής όπου νιώθεις μια ψυχική ανάταση, ταξιδεύεις με τα χρώματα και τη σιωπή σου. Το δε δεύτερο πεζοδρόμιο αυτό της ποίησης, όπου η καρδιά χτυπά δυνατά και παλεύεις με τα γράμματα, τους ήχους και περνάς δυνατά μηνύματα.
Να λοιπόν, που τα καταφέρνει, με την πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή της, και βρίσκει διπλή γαλήνη και αυτοεπιβεβαίωση. Βαδίζει τον ενιαίο δρόμο της Τέχνης, και ασφαλής, με το ένα πόδι στο ένα πεζοδρόμιο, αυτό της ζωγραφικής, και το άλλο πόδι στο άλλο πεζοδρόμιο, αυτό της ποίησης. Πανδύσκολο, και όμως κατορθωτό. Γιατί η αξία του έργου του Θερβάντες, «Δον Κιχώτης» είναι: να πιστεύουμε αληθινά και δυνατά, στην υλοποίηση του ακατόρθωτου κι ας φαίνεται πράξη τρελή για όλους τους άλλους γύρω. Στην περίπτωση της Πόπης το καινοτόμο στη σύζευξη ποίησης και ζωγραφικής είναι ότι πασχίζει να βρει τις λέξεις ενώ σαν ακούσει έναν νέο ήχο, που συνδυάζει την εικαστική έμπνευση με τη μορφή της λέξης, την καταγράφει, έστω κι αν αμφιβάλλει κάπως για την ύπαρξη της λέξης. Σε κάποιους στίχους είναι γλωσσοπλάστρια. Ανάλογα ενεργούσε και ο Ελύτης, με τα ακούσματα της θάλασσας και της Φύσης. Μπορεί αυτός να μην ήταν ζωγράφος, αλλά δοκίμασε και πέτυχε θαυμάσια κολάζ που συνόδευαν στίχους του. «Κράτησα τον ήλιο/ κι ελευθερώθηκα» γράφει η ποιήτρια. Αυτό δα είναι το αποτέλεσμα. «Μ΄ένα κοτσάνι για χαλινάρι» γίνεται η αφέντρα του βασιλείου τής δικής της ελευθερίας.
Ένα πλεονέκτημα της ποιήτριας είναι και το ότι ως ζωγράφος ασκείται στην εστιασμένη παρατήρηση, βλέπει εικαστικά ένα άνθος, το κάλλος του, συγκινείται και ως ποιήτρια εμπνέεται αυτοστιγμεί. Ένας το κάνει αν έχει ευαισθησία σε Φύση και Τέχνη, όπως ο Ν. Βρεττάκος που γράφει «Μια μυγδαλιά και δίπλα της,/ εσύ. Μα πότε ανθίσατε;» Έτσι η Πόπη βλέπει με άνεση το θαύμα της ζωής, και ακροάζεται αυτά που η χλωρίδα και η πανίδα δεν λαλούν με λέξεις για να το επιβεβαιώσουν, αλλά στέλνουν εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές. Γράφει η Πόπη «Ένα θαύμα η ζωή / Αν ακούσεις τη σιωπή της». Ένα από τα διπλά κεντρίσματά της, εικαστικό και μαζί ποιητικό, είναι η θάλασσα. Αγναντεύοντας τη νιώθει εικόνες, αισιόδοξες κι αληθινές. Με τη φαντασία της καταδύεται στον βυθό της και βλέπει, μόνη αυτή, κοράλλια, ναυάγια, γοργόνες και άλλα. Να λοιπόν ακόμα ένα καταφύγιο της ποιήτριας και ζωγράφου, για έμπνευση, δημιουργία. Εκεί δεν υπάρχει ‘η συνάφεια του κόσμου και η καθημερινή ανοησία’, όπως γράφει ο Καβάφης. Ο δημιουργός θέλει η ζωή του να μην ορίζεται από άλλους, γιατί γίνεται ξένη και φορτική! “Δεν είναι εδώ κι εκεί η καρδιά, / κλείνει την πόρτα στο άπειρο / αψηφά γνώμες, ιδέες, αισθήματα θολά / Θέλει ν’ αδράξει τον νοτιά / για τ’ άλλα / σε χίμαιρες, στεριά, / με χρώμα τη θωριά του ονείρου / Κι όλο πιο μακριά / για τ’ άλλα / Μονάχα γι’ αυτά.”
Ένα θέμα υπαρξιακό που την απασχολεί είναι ο θάνατος, θα έλεγα ο άδικος θάνατος, που προξενεί η απουσία της δικαιοσύνης. Γιατί, η δικαιοσύνη είναι ήλιος αλλά νοητός, κατά τον Ελύτη. Ως ποιήτρια και ζωγράφος, θα την ξεσήκωνε η εικόνα στη Μαριούπολη με τη γυναίκα στο εσωτερικό του σπιτιού της, μπρος στο παράθυρο, με χαμένο βλέμμα, να κλαίει, αλλά και ένα δυνατό φως στο σπίτι να την πλαισιώνει και να σχηματίζει στο κεφάλι της κάτι όμοιο με φωτοστέφανο. Έτσι, η ποιήτρια αναστατώθηκε, εμπνεύστηκε, κλείστηκε στο γραφείο, έγραψε και τελικά ιεροποιεί ή δικαιώνει την άτυχη Ουκρανή. Γι’ αυτό γράφει «Ο άνθρωπος κι ο θάνατος και μαζί τους η γαλήνη συνοδός». Και στοχάζεται: «Κι αν οι άνθρωποι ύψωσαν πάλι τον σταυρό / είναι που έδιωξαν το φως, / είναι που τσιμέντωσε η ψυχή τους, / είναι που σκόρπισαν στα βάθη την πνοή τους». Παρόμοια θα νιώθει κάθε φορά που βλέπει ή ακούει κάτι τραγικό. Κάτι που απειλεί την ύπαρξη του ανθρώπου, που μπορεί να τον αφανίσει, αυτόν ή ολόκληρο τον κόσμο. Είναι υπερευαίσθητος άνθρωπος η Πόπη. Αυτό είναι κέρδος για την ποίησή της. Οι στίχοι χορεύουν μέσα της, πασκίζουν να βγουν, μα ηρεμεί αν γράψει γι’ όσα τη θλίβουν. “Καθάρισα τη σκέψη μου / Με λύτρωσε το πάθος κι η ζωή, / που φέρνουν οι φεγγίτες / Να ’ταν αιώνιες οι στιγμές, / Να ’ταν η χαρά ύλη να τη νιώσω στο κορμί μου. / Κοιτάζω μόνο χαμηλά / Λέω να βουλιάξω στα φώτα των καμβάδων / κι ένα να γίνω με την προβολή / που φέγγει κόκκινα και άσπρα. / Μάτια μου που με φέρατε εδώ / Δείτε μόνο την καρδιά / Δείτε τί γέννησε η ψυχή / σαν βρει αγάπη ν’ αντικρίσει.”
Αυτές τις δικές της λέξεις, και άλλες πολλές, τις κρατούσε για την ίδια. Το νόημά τους το διέχυε στον καμβά. Μα κάποια στιγμή τούς έδωσε φωνή στο χαρτί της ποίησης. Ακόμη, η φύση ως ζωή είναι ο καμβάς, απ’ όπου αντλεί τον λυρικό και ενίοτε στοχαστικό στίχο της. Και θα της είναι τραγικό το ότι ο άνθρωπος αλαζονικά καταπατά τόσο κάλλος γύρω. Ωστόσο, την προβληματίζουν «Εικόνες τ’ ασυνείδητου / που τρεμοπαίζουν / γεννιούνται / φεύγουν» και καταφεύγει στον αστείρευτο ποιητή, στην πνοή του λογισμού του, για να διαβαίνει στις λέξεις του. Όντως, αρκετοί ποιητές έχουν διακειμενικό διάλογο με άλλους, όπως π.χ. ο Σεφέρης με τον Τ.Σ.Έλιοτ για το θέμα της έρημης χώρας, ο Καβάφης με τον Ανατόλ Φρανς για την ειρωνεία του δευτέρου ως εργαλείο αντίστασης στον ισχυρό. Δεν είναι αντιγραφή. Απλώς, ο νέος ποιητής μελετά θέματα του παλιού και τα επεκτείνει. Φιλοσοφικό στοχασμό έχουν κάποια ποιήματά της που δεν είναι λυρικά. Άλλωστε είναι φιλόλογος και έχει αντλήσει πολλή σοφία από τους αρχαίους προγόνους – ακόμα ένα εφόδιο για την ίδια, σε επόμενες συλλογές της. Εξ’ ου και το παράπονο της σε ποιήματα της συλλογής αυτής πώς «ο άνθρωπος είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του». Ακολουθεί τη ρήση του Πλάτωνος «Το νικάν εαυτόν, πασών νικών πρώτη και αρίστη. Το δε ηττάσθαι αυτόν υφ’ εαυτού, αίσχιστον και κάκιστον.» Γι’ αυτό η ίδια ζητά αυτογνωσία!
Η ταπεινή μου εισήγηση είναι όπως η Πόπη Μπίσσα μάς δώσει νέα δώρα στην επόμενη ποιητική συλλογή της, εμπνεόμενη, αυτή τη νέα φορά, απ’ τον φιλοσοφικό-στοχαστικό πλούτο των αρχαίων. Αυτοί απάντησαν σε όλα σχεδόν τα θέματα, και η ποιήτρια ήδη κληρονόμησε και κατέχει. Κι ας θυμηθούμε τον Πυθαγόρα που έβαζε τους μαθητές του να ερωτούν κάθε βράδυ τον εαυτό τους «Σήμερα, τι έκανες ορθό; Τι πήγε λάθος; Τι παρέλειψες, ενώ μπορούσες να πάρεις εποικοδομητική θέση;». Από τους αρχαίους μας επηρεάστηκαν και μεγάλοι του Γραμμάτων, από τον Μεσαίωνα ως τις μέρες μας, από τον Σέξπηρ ως τον James Joyce και αρκετούς Νομπελίστες. Έτσι, η ποιήτρια θα ηρεμεί σαν ακολουθεί τον Σεφέρη στο «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», και είθε οι πολιτικοί να διαβάζουν τέτοια παραινετική ποίηση, και το Μέτρον Άριστο των αρχαίων. Η γλαφυρή ποιήτρια και ζωγράφος μένει μακριά από άτομα που «φωνασκούν» και προτιμά ανθρώπους ανοιχτόκαρδους, με αυτοσεβασμό, με χαμόγελο αληθινό, χωρίς μάσκα. Έτσι η Μπίσσα μένει μακριά από τη συνάφεια του όχλου, δεν αναλώνεται ως δημιουργός, δρα με διαύγεια εντός. Μου θυμίζει τον Μάρκο Αυρήλιο, Αυτοκράτορα της Ρώμης και στωικό φιλόσοφο, μαθητή του μαθητή του Ζήνωνα Κιτιέα, που τόνιζε: «Ένδον σκάπτε· ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτης». Καλλίστρατη η συλλογή σου, Πόπη. Βάδιζε την οδό Νίκου Εγγονόπουλου που συνέδεσε ποίηση και ζωγραφική. Άλλωστε μας διαβεβαιώνεις στο ποίημα ‘Ρήματα που πετάνε’. Σου εύχομαι υγεία και ν’ αντικρίζει η ψυχή σου την αγάπη για να γεννά, όπως γράφεις. Γιατί η αποστολή μας είναι ν’ ανεβάζουμε τον κόσμο συνεχώς και λίγο ψηλότερα.