«Έκαστος εφ’ ω ετάχθη» αναφέρει ο Ηρόδοτος. Αλλά και όσα ο καθένας δημιουργεί και οφείλει να συντονίζει έτσι ώστε να πορεύονται συνολικά και θετικά κατ’ ευχή και αρμονία. Χτίζοντας σωστά τις σχέσεις που εμείς επιλέγουμε να καταλήγουμε σε σωστές κρίσεις και διαπιστώσεις. Κάθε επικοινωνιακή σχέση απαιτεί αρκετά στοιχεία προσωπικής ικανότητας, υπομονής, πίστης, αυτοσυγκράτησης και σίγουρα ψυχραιμίας. Σε όλους τους τύπους σχέσεων διαπρέπει η διαπροσωπική επαφή και η πραγματική διάθεση για στήριξη και εξέλιξη σε μια δημιουργική σχέση.
Έτσι και στις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά υπάρχει η δυσκολία θεμελίωσης ειλικρινούς και εποικοδομητικής προσέγγισης μεταξύ τους. Μια κοινωνία επαφίεται στη καλή ανατροφή, στη μελετημένη ανάπτυξη αλλά και στο κατάλληλο μορφωτικό επίπεδο που διέπει τους διάφορους χαρακτήρες. Είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη αυτή βασίζεται στην αξία της ευθύνης και της πνευματικής καλλιέργειας των γονέων και η αδιάλειπτη αυτοκριτική με βάση πάντα την Αγάπη και το πνεύμα αντίληψης και κατανόησης αναφορικά με τα προβλήματα που αναδύονται και ταλανίζουν τους νέους.
Η εισήγηση για προγονεïκή προετοιμασία που θα είναι επιβεβλημένη με θεσμικό τρόπο είναι μια παράμετρος που πρέπει να προσεχθεί. Για να γίνει κάποιος γονέας, σε ηλικία τεκνοποίησης πρέπει να παίρνει μαθήματα γονικής συμπεριφοράς και διαχείρισης οικογενειακών καταστάσεων. Το σχολείο θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε τέτοιες ενημερώσεις και πρακτικές που θα ωρίμαζε τους νέους στη στάση ζωής αλλά και την αντιμετώπιση δυσχερειών. Αναμφισβήτητα συντελούνται πολλές ψυχικές διεργασίες σε όλη την αναπτυξιακή διαδρομή των παιδιών κι εκεί είναι που η διαχείριση τους δεν είναι μια απλουστευμένη υπόθεση. Είμαστε μπροστά σε μια κρίση που επιβάλλεται να την αναλύσουμε και να προδιαγράψουμε μεθόδους συμπεριφοράς και στάσης ζωής απέναντι σε όλο αυτό που συμβαίνει.
Όλοι οι γονείς περνούν μέσα από πολύπλοκες και πρωτόγνωρες διαδικασίες, ενδοιασμούς και διλήμματα προκειμένου και οι ίδιοι να «εκπαιδευτούν» ως γονείς. Η ευθύνη για διαμόρφωση ήθους και καλής πνευματικής ανάπτυξης των παιδιών τους προϋποθέτει και γνώση διαχείρισης αντιδράσεων και ψυχολογικών προβλημάτων που μπορεί να ανακύψουν. Φυσικά υπάρχει και η ενστικτώδης , αυθόρμητη γονική αντίδραση και καμιά φορά σκοντάφτει κι αυτή στην αντίδραση των παιδιών από τη μεγάλη επιρροή του περιβάλλοντος αλλά και από κάθε εξωγενή παράγοντα.
Για να χτιστεί μια υγιής σχέση με τα παιδιά προαπαιτείται δύναμη, υπομονή αλλά πιο πολλή αγάπη. Δεν φτάνει να γεννήσεις ένα παιδί και να το φροντίσεις. Η σχέση πρέπει να επεκταθεί και στη καλλιέργεια όλων εκείνων των αξιών που φαίνονται να ξεθωριάζουν και να οδηγούν τις σχέσεις των γονέων και παιδιών σε αδιέξοδα και προστριβές ατελείωτες. Είναι απαραίτητο το παιδί να συναισθανθεί ότι ο γονέας ενδιαφέρεται και συνοδοιπορεί μαζί του. Να εκτιμά και να εμπιστεύεται τους ανθρώπους που ζει μαζί και επικοινωνεί. Δυστυχώς τα θεμέλια για το χτίσιμο ενός χαρακτήρα δεν είναι συμπαγή και ακλόνητα ώστε να υποστηρίξουν ανώδυνα τις ολοένα και πιο ευάλωτες επικοινωνιακές σχέσεις. Η οικογένεια ως ένα δυναμικό σύνολο αποτελείται από άτομα αλληλοεξαρτώμενα και αυτό έχει ως συνέπεια κάθε πράξη να έχει αντίκτυπο σε όλα τα μέλη της.
Αναμφισβήτητα οι γονείς μεν κρίνονται αν και δεν εκπαιδεύονται. Οι γονείς έχουν την ευκαιρία να μαθαίνουν μέσα από τα λάθη τους και να εξελίσσονται μαζί με τα παιδιά τους βιώνοντας πολύπλοκες διαδικασίες και διλήμματα. Η «δουλειά» των γονέων είναι δύσκολη και απαιτητική αφού πρέπει να μεριμνήσουν για την όλη ψυχοσωματική όσο και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών τους. Η θεραπευτική αγωγή στο να διαχειριστείς και να ελέγξεις ένα παιδί και να το γοητεύσεις, είναι να κερδίσεις την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του. Πως θα γίνει αλήθεια αυτό; Χρειάζεται να μιλάς μαζί του για θέματα που γνωρίζεις ότι αρέσκεται και να το αφήνεις να εκφράζει ελεύθερα την άποψη του.
Η οπτική επαφή και η ζωντανή συζήτηση δημιουργούν μια αίσθηση εμπιστοσύνης για να χειριστούμε μια δύσκολη κατάσταση. Αν χρειαστεί , να φτάσουμε στο ύψος του μεταφορικά και κυριολεκτικά, ακόμη και να γονατίσουμε . Κοιτάζοντας ένα παιδί, ένα νέο, στα μάτια με γλυκειά έκφραση δείχνει ότι φροντίζουμε να το ενθαρρύνουμε να μας ακολουθήσει αλλά και να γαληνέψει. Οι νέοι διακατέχονται από πολύ έντονα, πολλές φορές άγρια, ένστικτα και μπλοκάρουν τη καλή έκβαση μιας κατάστασης. Έχοντας τη πεποίθηση ότι θα υπερισχύσει η άποψη τους οι νέοι αποκτούν μια «φαινομενική» αγριάδα. Μια, επίσης, πολύ αποτελεσματική μέθοδος προσέγγισης των παιδιών είναι και η ίδια η γλώσσα του σώματος. Οι κινήσεις των χεριών, το κούνημα του κεφαλιού, οι διάφοροι μορφασμοί υποβοηθούν στη καλή επικοινωνιακή επαφή. Δίνουμε πολλά μηνύματα με αυτές τις τακτικές που προσγειώνουν αλλά και προβληματίζουν τον κάθε νέο αλλά και το κάθε παιδί. Η αποφασιστικότητα στον λόγο, η σταθερότητα στη φωνή συνηγορούν επίσης στην προκαλούμενη ενσυναίσθηση για τους άλλους.
Η απλή αναφορά σε άλλα κακά ή καλά παραδείγματα, με τρόπο όχι απειλητικό αλλά ως επισήμανση, πιθανόν να οδηγήσει στη δική τους κατανόηση του προβλήματος που διαισθανόμαστε ότι αντιμετωπίζουν. Η κακή διάθεση τους, η απότομη συμπεριφορά, η αυτοαπομόνωση, η αποφυγή φαγητού αλλά και σύναξης με άλλους θα πρέπει να μας κρατάνε σε μια ανησυχία. Εύκολα μπορεί να γίνει το ερώτημα «τι συμβαίνει» αλλά η διπλωματική ευέλικτη προσέγγιση να μάθουμε είναι προτιμότερη. Επί πλέον η προσεκτική χρήση του λεξιλογίου είναι πολύ σημαντική στο να γαληνέψουμε και να ισορροπήσουμε ένα νέο ή ένα παιδί. Ένα παράδειγμα που θα γινόταν πιο κατανοητό αυτό είναι στη περίπτωση που ενώ μιλάμε μαζί με το παιδί , αυτό κρατάει το κινητό ή ασχολείται με κάτι άλλο, αντί να του πούμε «σταμάτα να μιλάς ή να ασχολείσαι με ……..» ό,τι κι αν είναι αυτό, είναι προτιμότερο να πούμε «μήπως να τελειώσουμε τη κουβέντα μας πρώτα και μετά να ασχοληθείς καλύτερα με αυτό που θέλεις». Αν απευθύνουμε στο παιδί ένα ερώτημα ή κάνουμε ένα σχόλιο αναμένοντας να μας απαντήσει θα πρέπει να του δώσουμε χρόνο χωρίς να μιλάμε και να ακούσουμε με σκεπτικισμό όσα θα μας πει. Αυτό θα του διαμηνύει ότι κάτι σοβαρό είπε και εμείς το μελετάμε. Να δώσουμε χρόνο να ολοκληρώσει τη σκέψη του δίχως να το διακόπτουμε. Σε τελική ανάλυση η επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων σημαίνει την συνομολογία, τη συνθήκη όπου ανταλλάσσονται πληροφορίες, απόψεις, γνώσεις αλλά και συναισθήματα.
Τα παιδιά (τα μεγαλύτερα) από τη μεριά τους οφείλουν να ξέρουν ότι η εμπειρική γνώση τους δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτή των γονέων του και ότι πρέπει να συνυπολογίζουν την άποψη και την εισήγηση τους και να αποφασίσουν μετά για τα επόμενα βήματα τους. Η σχέση γονέα και παιδιού απαιτείται να είναι αμφίδρομη και να ανατροφοδοτείται συνέχεια με νέες εστιάσεις θεμάτων και να μην επαναλαμβάνονται στα ίδια συνέχεια. Η επανάληψη δημιουργεί δυσφορία στους νέους. Δεν είναι, επίσης, αποτελεσματικό να μιλάμε απαξιωτικά, προσβλητικά και υποτιμητικά στους νέους και στα παιδιά. Διεκδικούν ενσυνείδητα τον σεβασμό, την αγάπη και την αξιοπρέπεια. Πρέπει οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, να αισθανθούν ασφάλεια κι εμπιστοσύνη κι όχι πίεση. Αυτό είναι το κλειδί σε κάθε σχέση.
Οι γονείς πρέπει να θωρακιστούν με ψυχραιμία , υπομονή και πολλή κατανόηση ώστε να διαχειριστούν τα παιδιά και τους νέους στα τόσα που τους ταλανίζουν. Και είναι πολλά. Δέχονται βομβαρδισμό από ανατρεπτικές καταστάσεις που ούτε αυτοί οι ίδιοι δεν τις προλαβαίνουν και βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση και πανικό. Συγκρούονται μέσα τους όσα στερεότυπα διδάχτηκαν και πίστεψαν και ονειρεύτηκαν. Το γύρω περιβάλλον τους, οικογενειακό, φιλικό , σχολικό, σπουδαστικό έχει δεχτεί αλλαγές που τους καλεί γρήγορα κι επίμονα να συμβιβαστούν. Κι αν δεν συνεπικουρούνται από ένα ασφαλές, γνωστικό και γεμάτο αγάπη οικογενειακό περιβάλλον τότε θα βρεθούν έρμαιο των τυχαίων αλλά και μελλοντικών αναποδιών και δύσκολων καταστάσεων, όπως είναι το μέλλον, τα οικονομικά, οι σχέσεις τους και τόσα άλλα.
Εν κατακλείδι, όλες οι διαπροσωπικές σχέσεις καθορίζονται από τον τρόπο συμπεριφοράς. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να συντονιστούν στην ίδια ανθρώπινη πλατφόρμα. Αυτής της Αγάπης.
Μαίρη Σταυρινίδου – Ευθυμίου
Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας
Σημείωση: H Mαίρη Σταυρινίδου Ευθυμίου γεννήθηκε στη Λευκωσία αλλά έζησε όλα τα νεανικά της χρόνια στην Πάφο. Αργότερα μετακόμισε στου Ζωγράφου στην Ελλάδα όπου ζει ακόμη. Σπούδασε Ελληνική και Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ψυχολογία.