Θα ήθελα εξ’ αρχής ν’ αναφερθώ σ’ ένα βιβλίο το οποίο είχα την τιμή να διαβάσω από έναν Ελληνο-Αμερικανό συγγραφέα με το όνομα Ιωάννης Μπούρας και τίτλο «Αι Εθνικαί Θερμοπύλαι» που εκδόθηκε το 1911 (USLibraryofCongress). Στο βιβλίο και στον Πρόλογο, μεταξύ άλλων ο συγγραφέας απευθυνόμενος προς τον Ελληνισμό της Αμερικής της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, γράφει εν κατακλείδι:
«Μην ερίζετε δια τα κοινοτικά και μη διαιρείσθε διότι όπου ένωσις και συνεργασία εκεί δύναμις και πρόοδος και όπου διαίρεσις, εκεί διάλυσις και καταστροφή. Ιδρύετε Σχολεία, Σχολεία διαρκώς, όσα ημπορείτε. Αυτό το ετόνισα πολλάκις επί έτη… και δια τελευταίαν φοράν σας το υπενθυμίζω. Σώσατε τα παιδιά μας….»
Πόσο επίκαιρα μπορούν να θεωρηθούν τα γραφόμενα για κάθε Ελληνική παροικία σε όλα τα διαμερίσματα του κόσμου σήμερα. Ο Ελληνισμός έχει επείγουσα ανάγκη, όσο και στο παρελθόν, να συσπειρωθεί πίσω από τη γλώσσα και την ιστορία του. Η γλώσσα η Ελληνική εμπεριέχει μεγάλο μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελλήνων.

Επικεντρώνοντας την προσοχή τώρα στην ντόπια κατάσταση και στον αριθμό μαθητών που διδάσκονται την Ελληνική σε όλα τα σχολεία της Βικτωρίας βλέπουμε ότι στις αρχές του 2020, 5845 μαθητές και μαθήτριες σχολικής ηλικίας, σε 37 αναγνωρισμένα σχολεία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Κοινοτικών Σχολείων Αυστραλίας (Community Language Schools Australia). Με μια απλή μαθηματική πράξη μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί ότι αναλογούν 487 παιδιά Ελληνικής γλώσσας περίπου στην κάθε τάξη σε όλη τη Βικτώρια, εάν όλες οι τάξεις ήταν ισοδύναμες σε αριθμό μαθητών. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών ελληνικής καταγωγής ζουν στη Βικτώρια; Απ’ όλους αυτούς μόνον 5845 θεωρούν την Ελληνική ως άξια εκμάθησης; Επίσης θα ήταν μεγάλη επιτυχία αν ξεκινούσαν 487 μαθητές στην Α’ Δημοτικού και αποφοιτούσε ο ίδιος αριθμός από την ΣΤ’ Γυμνασίου (ή Γ’ Λυκείου). Όλοι όσοι παρακολουθούν ή βρίσκονται στην εκπαίδευση όμως γνωρίζουμε ότι ο αριθμός μαθητών δεν διαχωρίζεται έτσι. Στο Δημοτικό σχολείο ο αριθμός μαθητών είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν στις τάξεις του Γυμνασίου. Αποτέλεσμα να έχουμε περίπου 260 μαθητές σύνολο που συμμετέχουν στις εξετάσεις VCE ετησίως, με μια φθίνουσα πορεία, ενώ οι υπόλοιποι να φεύγουν από τα Ελληνικά μετά το πέρας μερικών τάξεων του Δημοτικού.
Στην περίπτωση αυτή τίθεται το εύλογο ερώτημα. Γιατί τόσο πολλοί μαθητές και μαθήτριες σταματούν την εκμάθηση της Ελληνικής μετά τις Δημοτικές σπουδές τους; Έχουν εκφραστεί στο παρελθόν διάφορες γνώμες επί του θέματος, πολλές από τις οποίες διαφέρουν ριζικά. Κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, ένα άτομο που δίδαξε την Ελληνική στην παροικία της Μελβούρνης από το 1978, παρ’ όλο που αναγνωρίζω πως υπάρχουν ακόμη εκπαιδευτικοί με περισσότερη εμπειρία από τον γράφοντα, παρατηρώ μερικές από τις εξής αιτίες:
- Οι μαθητές στην πλειοψηφία τους μαθαίνουν την Ελληνική ως ξένη γλώσσα την οποία δεν πιστεύουν ότι θα τη χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Οιγονείς δεύτερης, τρίτης, ακόμη και τέταρτης γενιάς δεν θεωρούν την εκμάθηση της Ελληνικής αναγκαία στη μόρφωση των παιδιών τους, αφαιρώντας έτσι όλη την ιστορία εξέλιξης και ανάπτυξης του Δυτικού πολιτισμού από τις γνώσεις των παιδιών και όχι μόνον. Κατά τον ίδιο τρόπο προξενούν κενά στη διάπλαση της ταυτότητας των παιδιών, πολλά από τα οποία όταν ενηλικιωθούν ίσως αναζητήσουν τις ρίζες τους, αλλά η ευκαιρία εύκολης εκμάθησης της γλώσσας βρίσκεται στη σχολική ηλικία ενώ η ταυτότητά τους έχει ήδη ολοκληρωθεί.
- Μεγάλο μέρος της πρώτης γενιάς των ελληνικής καταγωγής συμπολιτών μας, η οποία πριν 20 και 30 χρόνια πρωτοστατούσε στην εκμάθηση της γλώσσας στο συγγενικό περίγυρο, είτε έχει φύγει από τη ζωή είτε πολλές φορές επικοινωνεί με τα εγγόνια στην Αγγλική με τη δικαιολογία ότι «δεν μας καταλαβαίνουν»! Μ’ εκείνα δηλαδή τα περιορισμένα Αγγλικά προξενούν διπλό κακό στα εγγόνια, εφόσον από τη μια χάνουν την ευκαιρία τα παιδιά να διδαχτούν την Ελληνική γλώσσα σωστάκαι ακούν πολλές φορές την Αγγλική λανθασμένη. Είναι ευρέως γνωστόότι η έλλειψη χρήσης της ελληνικής στον οικογενειακό περίγυρο, δεν επανορθώνεται με τις τρεις ή τέσσερις ώρες την εβδομάδα στο ελληνικό σχολείο.Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Εκπαιδευτικών Υπηρεσιών (US Department of State’s Foreign ServiceInstitute) δηλώνει ότι για να μάθει κάποιος σωστά μια γλώσσα χρειάζεται περίπου 4400 ώρες εκπαίδευσης που συμπεριλαμβάνει διδασκαλία και πρακτική. Οι μαθητές που παρακολουθούν τα Ελληνικά σεπαροικιακό σχολείο διδάσκονται τη γλώσσα περί τις 100 ώρες το χρόνο. Κατά συνέπεια στα έξι χρόνια του Δημοτικού Σχολείου θα βρεθούν κοντά στη γλώσσα 600 ώρες συνολικά, με τα σημερινά δεδομένα, δηλαδή αν τα θυμούνται όλα αυτά που διδάχτηκαν θα γνωρίζουν περί τα 13% των απαραιτήτων της γλώσσας όταν αποφοιτήσουν του Δημοτικού. Σε λίγα χρόνια ίσως να ενθυμούνται λιγότερο από 10% αυτών, κάτι που δεν τους προσφέρει τα βασικά για μια απλή επικοινωνία στην Ελληνική.Δηλαδή αν αυτές οι 600 ώρες δεν συμπληρώνονται και στο σπίτι, θα το πω απλά, το παιχνίδι είναι χαμένο. Αυτά είναι γνωστάσε όλους τους εκπαιδευτικούς της γλώσσας. Απλά δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε τις ελληνικές οικογένειες να εγγράφουν τα παιδιά στο ελληνικό σχολείο και να μιλούν τη γλώσσα στο σπίτι. Απτό παράδειγμα και το ποίημα του Κ. Καβάφη «Ποσειδωνιάται».
- Η Αυστραλιανή Κοινωνία και το αρμόδιο υπουργείο έχουν υποβαθμίσει την ανάγκη εκμάθησης Ευρωπαϊκών γλωσσών εν γένεικαι η Ελληνική είναι μία από αυτές. Προτιμούν να διδάσκονται οι ασιατικές γλώσσες για λόγους εγγύτητας των χωρών αυτών στην Αυστραλία, διευκόλυνση εμπορικών συναλλαγών κ.ά. Κατ’ αυτό τον τρόπο μαθητές που δέχονται να συμπεριλάβουν ασιατικές γλώσσες ως ένα από τα μαθήματα γλώσσας στο VCE (απολυτήριο Λυκείου)έχουν καλύτερες προοπτικές στον τελικό βαθμό, πράγμα που τους βοηθάει στην εισαγωγή σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν αποτελεί ευρύ πρόβλημα για την Ελληνική γλώσσα διότι με την ανάλογη συσπείρωση της παροικίας και σχετική καμπάνια τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν (όπως παρατηρήσαμε τις αλλαγές που ανακοινώθηκαν για τις εξετάσεις VCE πρόσφατα) αλλά και από την άλλη τα παιδιά αν είναι εργατικά και δεν απογοητεύονται δεν υπάρχει περιορισμός σε όποιο κλάδο επιθυμούν ν’ ακολουθήσουν.
- Υπάρχει έλλειψη κοινά αποδεκτής διδακτέας ύλης. Τα βιβλία από την Ελλάδα δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του τοπικού επιπέδου.
Πρόσφατα ξεκινήσαμε, μετά από πολλά χρόνια, να συντονίζουμε τις προσπάθειες αρκετών από τα απογευματινά σχολεία με απώτερο σκοπό ν’ αντιμετωπίσουμε ενωμένοι τις προκλήσεις όχι μόνον της Ελληνομάθειας αλλά και να διαδώσουμε το μήνυμα που οι περισσότεροι επιθυμούν να προβάλλουν προς τα έξω μιας ενωμένης εθνικότητας με μελετημένους στόχους και δικαιώματα. Το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξηκαι περιμένουμε όλα τα απογευματινά και ιδιωτικά σχολεία που δεν ανήκουν στην Αρχιεπισκοπή ή σε Κοινότητες να συσπειρωθούν για να λιγοστέψουν τουλάχιστον οι φωνές όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε την κυβέρνηση ή τα πανεπιστήμια που δεν ενδιαφέρονται για τμήματα ελληνικών και ν’ ανταποκριθούμε στους ίδιους αυστηρούς κανονισμούς με μεγαλύτερη ευκολία.
Περιμένουμε να δούμε τη συνεργασία αυτή, παρ’ όλο που διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Κι αυτό είναι φανερό από την πιο πρόσφατη ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Λατρόμπ της Μελβούρνης, το τελευταίο άντρο τριτοβάθμιου τμήματος ελληνικών, να θέλει να κλείσει για λόγους έλλειψης μαθητών, εφόσον δίχως αρκετό αριθμό μαθητών δεν μπορεί να συνεχίσει. Άραγε εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Μπορούμε για ένα χρόνο ή ακόμη και δύο να στηρίξουμε το τμήμα προσφέροντας ως Ελληνισμός καλοπροαίρετα για το σκοπό αυτό; Όταν όμως από το σπίτι κι από την οικογένεια δεν υπάρχει θέληση οι νέοι να συνεχίσουν να μαθαίνουν τη γλώσσα η κίνηση αυτή αποτελεί ένα προσωρινό μπάλωμα, κι όχι λύση.
Δεν είναι όμως τώρα που ο κώδωνας του κινδύνου κτυπάει. Έχει χτυπήσει προ πολλού κι έχουν άνθρωποι με όραμα μιλήσει και συζητήσει το θέμα, αλλά η δυσκολία έγκειται στο να πειστούν οι νέοι γονείς, δεύτερης, τρίτης ακόμη και τέταρτης γενιάς, να μιλάνε στα παιδιά τους Ελληνικά στο σπίτι.
Κατόπιν φοβάμαι ότι δεν έχουμε και την κατάλληλη στήριξη από την κοιτίδα του Ελληνισμού την Ελλάδα. Μην νομίσετε ότι ο ελληνισμός του εξωτερικού έχει ανάγκη από υλική στήριξη, αλλά έχει από ηθική. Ηθική στήριξη σημαίνει ότι η Ελλάδα και οι γηγενείς Έλληνες είναι υπερήφανοι για τη γλώσσα αυτή, που περιέχει όλη την ελληνική ιστορία και τον ηρωισμό των προγόνων. Εφόσον είναι, λοιπόν υπερήφανοι να το δείχνουν έμπρακτα σε όλο τον κόσμο. Όχι να βλέπουμε μόνον αλλόγλωσσες πινακίδες σε όλους του νέους δρόμους που κατασκευάζονται εκεί. Όχι να δείχνουμε ξενικό πολιτισμό για να προσελκύσουμε τον ξένο τουρίστα, αλλά να του δείχνουμε ότι είμαστε άξιοι απόγονοι αυτών που έδωσαν τα πρώτα φώτα στον δυτικό κόσμο. Αν η κοιτίδα του Ελληνισμού απαρνιέται τη γλώσσα μας πώς εμείς στο εξωτερικό θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε το φρενήρη ρυθμό αυτής της παρακμής. Κι όταν χάσουμε τη γλώσσα μας, επόμενο βήμα είναι να χάσουμε και τον πολιτισμό μας.
Μετά λύπης μου, λοιπόν, προβλέπω ότι κατά το 2021 θα έχουμε κλείσιμο Ελληνικών σχολείων γλώσσας και πολιτισμού. Θα έχουμε μια ανεπανάληπτη συρρίκνωση των μαθητών κυρίως λόγω του κωρονοϊού που έπληξε τόσο απρόοπτα την ανθρωπότητα. Είναι κάτι που δεν εύχομαι, είναι κάτι που επιθυμώ να ξεχάσω, όμως στη σκέψη μου και στην καθημερινότητά μου το βλέπω, να πάρει η οργή, το βλέπω.
Κλείνω το πόνημα αυτό προστρέχοντας στο βιβλίο που αναφέρθηκα και στην αρχή, αυτή τη φορά σε άρθρο ενός διαπρεπούς τότε καθηγητού Πανεπιστημίου του κ. Π. Καρολίδου. Ο καθηγητής αναφέρει περί ελληνικών αποικιών ανά τον τότε κόσμο και τα εξής:
«…Η αφοσίωσης των Αρχαίων Ελλήνων αποίκων εις τα πάτρια… είναι τοσού τω αξία θαυμασμού, όσον ουδείς δεσμός πολιτικός, ουδεμία πολιτική εξάρτησις, όχι πρεσβείαι και πρέσβεις, όχι προξενεία και πρόξενοι, αλλά μόνον θεσμοί, ηθικοί και πνευματικοί, συνείδησις πνευματικής και ηθικής ενότητος… Αλλά νυν η υλική ευζωΐα και ο υλισμός ο ηθικός ήρξατο να διαφθείρη και να παραλύη την εν αυταίς πάσαν υψηλοτέραν ηθικήν ιδέαν και παν ιδεώδες εθνικόν, έπαυσαν αύται να λαλώσι την κατ’ οίκον ελληνικήν γλώσσαν και να διατηρώσιν ελληνικάς σχολάς…» («Εθνικαί Θερμοπύλαι», έκδ. 1911, σ. 6).
Ιάκωβος Γαριβάλδης ΟΑΜ
