Αρθρογραφία

Η δύναμη της γλώσσας και της λογοτεχνίας

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ_ΓΛΩΣΣΑ_ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ_ΜΑΚΕΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΑΡΘΡΩΝ ΣΠΕΚ

Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κι εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ’ τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κι έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν τον χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ’ τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι, συμμετέχω
στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα, «Αγαπώ».

Αυτά γράφει στο ποίημά του «Ο αγρός των λέξεων» ο μεγάλος νεοέλληνας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, ο οποίος, με τη δύναμη της ποιητικής του έμπνευσης και γραφίδας, συμπυκνώνει μέσα σε μερικούς στίχους όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την ιστορική συνέχεια αλλά και το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας, όπως αυτή αναδεικνύεται και καταξιώνεται μέσα από τα έργα των μεγάλων λογοτεχνών, από τα πανάρχαια χρόνια ίσαμε σήμερα. Είναι H γλώσσα που την τίμησαν και την καταξίωσαν, μας λέγει ο Βρεττάκος, ένας Όμηρος ένας Αισχύλος και όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί της κλασικής μας λογοτεχνίας, αλλά είναι ταυτόχρονα και η γλώσσα του ευαγγελίου, που αποτελεί το κατ’εξοχήν χαρμόσυνο και πανανθρώπινο μήνυμα της αγάπης, της ειρήνης και της ελπίδας.
Επαίρεται και αγαλλιάται ο ποιητής γιατί με τη δύναμη της γλώσσας, «αυτόν τον χρυσό του χρυσού που βγαίνει απ’ τα βάθη της καρδιάς του», μπορεί να γράψει τη λέξη «αγαπώ» και μπορεί ακόμα να συνδεθεί, να συμμετέχει στον κόσμο και να τον κατακτήσει, ν’ανοίξει δηλαδή τους ορίζοντες του νου και της ψυχής του και να πετάξει στις ατραπούς της χαράς, της γνώσης, των ιδεών, της ομορφιάς και της ζωής, που διάπλατα ξανοίγει μπροστά μας η λογοτεχνία, η οποία, όπως πολύ ορθά έχει λεχθεί, «είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο» κι «ένας ήλιος ειρήνης».

Είναι προφανές λοιπόν ότι ο Βρεττάκος, με το πιο πάνω ποίημά του, καθοσιώνει και αποθεώνει την ελληνική γλώσσα, που είναι για τον ποιητή η γλώσσα των αγγέλων, όπως γράφει, χαρακτηριστικά, σε ένα άλλο ποίημά του, που παραθέτω, χωρίς οποιαδήποτε άλλα σχόλια:

Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
ρυακάκι πού μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους με μουσική.

Είναι προφανές από τις πιο πάνω ποιητικές αναφορές ότι η γλώσσα καταξιώνεται και δικαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο, όταν λαξεύεται μαστορικά από τους μεγάλους συγγραφείς μας, από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα: από τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη, τον Πίνδαρο και τη Σαπφώ ίσαμε τους σύγχρονους, νομπελίστες ποιητές μας, Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Γιάννη Ρίτσο, τους μεγάλους Κύπριους διαλεκτικούς ποιητές Βασίλη Μιχαηλίδη και Δημήτρη Λιπέρτη και τόσους άλλους λογοτέχνες δημιουργούς (χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται η ανεπανάληπτη προσφορά του αρχαιοελληνικού κλασικού πολιτισμού, στη φιλοσοφία με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, στην Ιστορία με τον Θουκυδίδη, στην επιστήμη με τον Αριστοτέλη και σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης σκέψης και διανόησης).

«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου», γράφει ο Ελύτης στο «Άξιον εστί» (Πάθη, Β΄), θέλοντας να αναδείξει την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια της γλώσσας μας, που οι απαρχές της μάς πάνε πίσω στην εποχή του Ομήρου, στον 8ο π.Χ. αιώνα. Η ίδια η λέξη, η γλώσσα, στην οποία σήμερα αναφερόμαστε, είναι λέξη ομηρική, που τη συναντάμε στην Οδύσσεια και στην Ιλιάδα ως γλώττα ή γλώσσα. Και έπεται η γλωσσική μας συνέχεια από την αρχαιότητα, στη μεσαιωνική βυζαντική εποχή, τη νεότερη και τη σύγχρονη. «Μήγαρις έχω στον νου μου τίποτε άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», ομολογεί ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον γνωστό «Διάλογό» του, όπου θεωρεί ταυτόσημες την ελευθερία και τη γλώσσα, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της εθνικής απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, αλλά και της γλωσσικής, που θα επέλθει μόνον όταν γράφεται και μιλιέται παντού, κατά τον ποιητή, η γλώσσα του λαού και όχι η γλώσσα των ολίγων σοφολογιότατων- παραπέμποντάς μας στο γνωστό γλωσσικό ζήτημα, που τόσο πολύ ταλάνισε τον ελληνικό λαό στις αρχές του 20ου αιώνα. Αλλά και ο Ελύτης, αναμφίβολα, όταν γράφει τους γνωστούς στίχους : «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» στο «’Αξιον εστί» την ίδια έγνοια έχει. Κι η έγνοια αυτή έχει σίγουρα να κάνει με την αναγκαιότητα της διατήρησης και της ανάδειξης της ελληνικής γλώσσας, μέσα από τη διαρκή μελέτη και την καταφυγή στα έργα των μεγάλων δημιουργών μας.

Τις ίδιες έγνοιες, αλλά και το παράπονό του και την περηφάνια του για την ελληνική γλώσσα εκφράζει και ο μεγάλος ποιητής μας Κώστας Μόντης στο γνωστό ποίημά του «Έλληνες ποιητές», όπου γράφει με τον γνωστό απέριττο και υπαινιχτικό ποιητικό του τρόπο: Ελάχιστοι μας διαβάζουν,/ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,/μένουμε αδικαίωτοι και αχειροκρότητοι/ σ’αυτή τη μακρινή γωνιά, /όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά.

Ας θυμηθούμε ακόμα σ’αυτό το σημείο και τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον Πατροκοσμά, όπως τον αποκαλούσε ο λαός, που καλούσε τους σκλαβωμένους ραγιάδες σε όλα τα χωριά που επισκεπτόταν, πρώτα απ’ όλα να ιδρύσουν σχολεία για να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα, γιατί όπως έλεγε «τα ελληνικά γράμματα φωτίζουν τον νουν του μαθητού ανθρώπου», του ανοίγουν δηλαδή τα μάτια του νου και της ψυχής, για να γνωρίσει και να κατανοήσει καλύτερα τον κόσμο, για να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και να παλέψει για τη λευτεριά και την αξιοπρέπειά του. Κάτι ανάλογο σημειώνει με τον δικό του ποιητικό τρόπο και ο Κύπριος λαϊκός ποιητής Ανδρέας Μαππούρας στο ποίημά του «Τα γράμματα», όπου διαβάζουμε: Τα γράμματα αννοίουσιν τ’αμμάθκια του πλασμάτου/, δείχνουν του στράταν σίουρην τζιαι παρπατούν μιτά του. /Η μόρφωση στον άνθρωπον έν’μάλιν πον πουλιέται/, έν’ σπίτιν σιερόχτιστον, με λιώννει, με χαλιέται.

Κι αναπόφευκτα, εδώ πια υπεισερχόμασε στον ρόλο της παιδείας και της αγωγής των νέων μέσα από τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας. «Μάθε το πιο απλό…Μάθε την αλφαβήτα. Δεν φτάνει βέβαια, αλλά μάθε την! Άρπαξε το βιβλίο πεινασμένε, είναι όπλο. Πρέπει να αναλάβεις την εξουσία», γράφει ο μεγάλος Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Μπέρτολντ Μπρεχτ. Κι αναμφίβολα, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση, αλλά στοχαστική επικέντρωση στα λεγόμενα του Μπρεχτ, που προσωπικά προσυπογράφω, χωρίς κανένα ενδοιασμό. Γιατί, ιδιαίτερα σήμερα, που περισσεύει στον κόσμο η μισαλλοδοξία, η προκατάληψη, η ξενοφοβία, η τζιχαντιστική τρομοκρατία, η πολεμική παράνοια και η έξαρση του εθνικιστικού φανατισμού, όπως καταγράφεται σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο -με την ενίσχυση φιλοφασιστικών κομμάτων και με την εκλογή ηγετών τύπου Τραμπ, Ερτογάν κ.ά., επιβάλλεται η μεγαλύτερη δυνατή εγρήγορση, για την προστασία της ελευθερίας των λαών, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Κι αυτόν τον ρόλο μπορεί σίγουρα και πρέπει να τον επιτελέσει η παιδεία, διαμορφώνοντας πολίτες ελεύθερους και δημοκρατικούς, με αρχές και αξίες, ανθρωπιά και αλληλεγγύη, που να αποδέχονται τη διαφορετικότητα και να μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά με τους συνανθρώπους τους, χωρίς διαχρονικά μίση, προτακαλήψεις και ιστορικές φοβίες. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε το γεγονός ότι όλοι οι διχτάτορες, σύγχρονοι και παλαιότεροι, στην παιδεία επένδυαν, καίγοντας ακόμα και απαγορεύοντας βιβλία, όπως ο «Επιτάφιος» του Θουκυδίδη και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Σ’αυτήν λοιπόν την καινούργια απειλή της αναβίωσης συνθημάτων και πολιτικών που ματοκύλησαν την ανθρωπότητα στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ο ρόλος της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα είναι πολύ σημαντικός, γιατί μπορεί να διεγείρει συνειδήσεις, να ξυπνήσει μνήμες, να καλλιεργήσει στους νέους ανθρώπους τα πιο ευγενικά συναισθήματα, που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο και τις αξίες που τον καθορίζουν, και να εμφυσήσει ελπίδα και αισιοδοξία, αλλά και αποφασιστικότητα και αγωνιστικότητα, για να μπορέσουμε να κτίσουμε οι άνθρωποι, όλοι μαζί, έναν καλύτερο και ανθρωπινότερο αύριο.

Σίγουρα το θέμα μας είναι ανεξάντλητο. Θα ήταν παράλειψη όμως να μη σταθούμε έστω και για λίγο στη δύναμη της λογοτεχνίας και στις απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει στον άνθρωπο, για να εκφράσει τα μύχια της ψυχής του και τα ψήγματα της σκέψης και των ιδεών του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης αποκάλεσε την ποίηση «φιλοσοφικωτέραν της Ιστορίας». Διαπορούμε κάποτε πώς είναι δυνατό ένας και μόνο στίχος να εμπεριέχει τόσο πολλά μηνύματα, χωρίς να παραγνωρίζεται φυσικά, σε καμιά περίπτωση και η δύναμη του πεζού λόγου, μέσα από τα μεγάλα έργα της πεζογραφίας μας, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά και άλλα, που λαμπρύνουν το οικοδόμημα της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Είναι εκπληκτική όμως η σύλληψη και η εμβέλεια κάποιων στίχων, που μέσα σε πολύ λίγες λέξεις συμπυκνώνουν μεγάλες ιδές, νοήματα και μηνύματα. «Ούτοι συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν»: Γεννήθηκα για ν’αγαπώ κι όχι για να μισώ, αντιφωνεί, στεντόρεια και θαρραλέα η Αντιγόνη του Σοφοκλή μπρος στον αυταρχισμό της εξουσίας του Κρέοντα, στέλνοντας, προ Χριστού, μέσα σε ένα μόνο στίχο, το πανανθρώπινο μήνυμα για την αγάπη, χωρίς καμιά διάκριση, όπως μεταγενέστερα το όρισε ο Χριστός με το «αγαπάτε αλλήλους» και το «αγαπάτε τους εχθρούς ημών». Ζήσε για ν’αγαπάς, αγάπα για να ζήσεις, γράφει ο Σολωμός. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία, γράφει ο Κάλβος κι ο Ρήγας διαμηνύει: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Κι αξίζει, πιστεύω, για να ολοκληρώσουμε όσο γίνεται πιο τεκμηριωμένα αυτήν την περιδιάβασή μας στην πολυσημία μεμονωμένων στίχων, να παραθέσουμε ενδεικτικά και κάποιους άλλους εμβληματικούς, κατά γενική ομολογία, στίχους: Η καρδιά το θαύμα αν είναι, της καρδιάς το θαύμα ο νους (Κ.Παλαμάς). Κατάργησαν τα μάτια τους, τυφλοί. Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε…(Γιώργος Σεφέρης). Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; (Κ.Καβάφης), Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ.Βιζυηνός). Αχ Νιότη που’ δειχνες πως θα γινόμουν άλλος! (Κώστας Βάρναλης). Δάσκαλε, άκουε όταν μιλάς (Μπ. Μπρεχτ). Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους, Πενταδάκτυλέ μου. (Κώστας Μόντης). Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ, αν δεν καούμε μεις, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φως; (Ναζίμ Χικμέτ). Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο. Ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει να αγαπώ; (Νεσιέν Γιασίν) και τόσοι άλλοι, που ο καθένας αναμφίβολα μπορεί να θυμηθεί και να παραθέσει.

Σκέφτομαι ακόμα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να εκφράσει ο Παλαμάς τον αβάστακτο πόνο και τη συντριβή της ψυχής του για τον χαμό του μονάκριβου παιδιού του, παρά με τους στίχους που έγραψε στο συγκλονιστικό ποίημα «Ο Τάφος», το οποίο αποτελεί την πεμπτουσία της ποιητικής έκφρασης του ανθρώπινου πόνου : Αφτιαχτο κι αστόλιστο/ του χάρου δεν σε δίνω./ Στάσου με τ’ανθόνερο την όψη σουνα πλύνω./Το στερνό το χτένισμα/με τα χρυσά τα χτένια/πάρτε απ’τη μανούλα σας/μαλλάκια μεταξένια,/μήπως και του Χάροντα/καθώς θα σε κοιτάξει/ του φανείς αχάιδευτο/και σε παραπετάξει! Κι ο Σολωμός, πώς αλλιώς θα μπορούσε να αποτυπώσει τη μαγεία της φύσης, που συνέπαιρνε το είναι του εκείνη την άνοιξη του 1826, παρά με το εμβληματικό του ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» (Σχεδίασμα Β΄): Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε/ κι όσ’άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε../Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη/. Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι/. Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει/. Όποιος παθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει!.

Κι ο μεγάλος Καβάφης, ο διδακτικός και φιλόσοφος ποιητής πώς θα μπορούσε διαφορετικά έξω απ’ της ποίησης το μεγαλείο να μεταδώσει τα ανεπανάληπτα μηνύματά του, από τα οποία δίνουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις
Τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες…

Μέσα από την ποίηση και τη δύναμη της ποιητικής τους έμπνευσης και γραφίδας, με μοναδικό εργαλείο τα 24 γράμματα της ελληνικής γλώσσας, καταξιώθηκαν ο Σεφέρης και ο Ελύτης με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι εμείς έχουμε την τύχη και τη χαρά να μετέχουμε αυτής της ποίησης, που είναι γραμμένη στη γλώσσα μας, την ελληνική γλώσσα!

Κύριε,
Βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο ο φονικό,
Την αρπαγή, τον δόλο, την ιδιοτέλεια,
Το στέγνωμα της αγάπης.
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε,

γράφει ο Σεφέρης στο ποίημά του «Σαλαμίνα της Κύπρος», κι ο Ελύτης γράφει στο ‘Αξιον Εστί στίχους υπέροχους και περιεκτικούς όπως οι εξής: Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα, στο αγιάζι των λειμών στη μόνη ακτή του κόσμου. Πού να βρω την ψυχή μου τιο τετράφυλλο δάκρυ; Κι ο Ρίτσος επίσης καταξιώνει τη μεγάλη ποίηση στέλνοντας στους ανθρώπους το μήνυμα της ειρήνης και της ζωής, στο γνωστό ποίημά του «Ειρήνη»:
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη.
Τ’ όνειρο της μάναςε είναι η ειρήνη.
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη…
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τρένο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα.
Αυτό είναι ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά του.

Κι ακόμα, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, πόσα μπορούμε να αποκομίσουμε από τα ανεπανάληπτα λογοτεχνικά έργα της πεζογραφίας: του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Καζαντζάκη, του Στρατή Μυριβήλη, του Ηλία Βενέζη, της Διδώς Σωτηρίου, της Άλκης Ζέη, του Αντώνη Σαμαράκη, του Δημήτρη Χατζή, του Κώστα Ταχτσή, του Νίκου Νικολαϊδη και τόσων άλλων, που αποτελούν ένα μοναδικό και υπερπολύτιμο λογοτεχνικό και γλωσσικό θησαυρό.
Μέσα από τη λογοτεχνία μας, που εκφράζει και αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία, την παράδοση, την πολιτιστική μας κληρονομιά, τους αγώνες, τις πίκρες, τις αγωνίες, τις προσδοκίες και τα οράματα του λαού μας, μπορούμε να στείλουμε σημαντικά μηνύματα, που σίγουρα αγγίζουν και συγκινούν τις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών και των νέων μας.

Κι ας έχουμε πάντα κατά νουν αυτό που ο Ελύτης τόσο εύστοχα περιέγραψε ποιητικά, για να καταδείξει τη λυτρωτική δύναμη της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα σε δύσκολους και χαλεπούς καιρούς, όπως είναι, δυστυχώς και οι σημερινοί:

Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Δρ Κώστας Κατσώνης
φιλόλογος, συγγραφέας
Κύπρος 2021