Αρθρογραφία

Η 9η Ιουλίου Ύμνος της Ρωμιοσύνης – Ελένη Καραγιάννη

Eλένη

Με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης το Μάρτιο του 1821 στην Πελοπόννησο, οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπάσουν την οργή τους στους Έλληνες της Κύπρου.

Την 9η Ιουλίου ημέρα Σάββατο οι Τούρκοι εκτέλεσαν πρώτα με απαγχονισμό τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και στη συνέχεια καρατόμησαν τους Μητροπολίτες Κιτίου Μελέτιο, Πάφου Χρύσανθο και Κυρηνείας Λαυρέντιο.Τα λείψανα τους δόθηκαν την 10η Ιουλίου σε μια ομάδα ιερέων και τα έθαψαν στον περίβολο του Ναού της Φανερωμένης στη Λευκωσία όπου αργότερα κτίστηκε εκεί ένα Μαυσωλείο όπου τοποθετήθηκαν και φυλάγονται.

Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν ως τις 14 Ιουλίου με αποτέλεσμα να θανατωθούν 470-486 άνθρωποι, 36 Κύπριοι εξισλαμίσθηκαν αν και μερικοί επανήλθαν στην Χριστιανική Πίστη. Την αιματοχυσία ακολούθησαν δημεύσεις περιουσιών, καταστροφές ναών, αιχμαλωσίες οικογενειών, ερημώσεις χωριών.

Η Ιταλική Εφημερίδα ‘‘Notizie de Giorno’’ αναφερόμενη στις καταστροφές που ακολούθησαν τον Οκτώβριο γράφει: «…. Φαίνεται ὅτι ὁ Κυβερνήτης αὐτός ὤμοσε την τέλειαν καταστροφήν και ερήμωσιν του Έθνους τούτου… Τοιούτο τρόπως ἡ Νῆσος αὐτη θα παραμείνει ἄσυλον δια τα ἄγρια θηρία και όχι διαμονή δι΄ἀνθρώπους».

Ο δε Σουηδός επισκέπτης Μπέργκρεν τον επόμενο χρόνο που περιηγήθηκε τη Λευκωσία έγραψε ότι: «η Παναγία ντύθηκε παντοῦ στά μαῦρα, πολλά σπίτια ἦταν πιτσιλισμένα μέ αἶμα».

Παρά την απόλυτη καταστροφή της Κύπρου οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα και να ενταχθούν στα τάγματα των Ελλήνων Οπλαρχηγών για την ελευθερία της μητέρας πατρίδας, της Ελλάδας. Οι Ελληνοκύπριοι δεν έπαψαν ποτέ να αισθάνονται την ενότητα και τους δεσμούς που συνδέουν την Ελληνική Φυλή. Γι΄αυτό πάντα σ΄όλους τους Εθνικούς Αγώνες για απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών θεωρούσαν καθήκον τους να συμμετέχουν μέχρι να έρθει και η ώρα για τη δική τους απελευθέρωση.

Τα δραματικά γεγονότα της 9η Ιουλίου του 1821 στην Κύπρο συγκλόνισαν όχι μόνο το Πανελλήνιο αλλά και τους ξένους περιηγητές. Ο John Carne τα παρέβαλε με τις τρομακτικές σφαγές της Χίου του 1822. Πολλοί λογοτέχνες και θεατρικοί συγγραφείς έγραψαν εμπνευσμένοι από τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου.

Η καλύτερη όμως αποτύπωση των γεγονότων έγινε από τον Βασίλη Μιχαηλίδη με το ποίημα του « Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου». Στο ποίημα του αυτό εκφράζει την αγάπη του για την πατρίδα και την υπερηφάνια της Ελληνικής ψυχής του. Πρόκειται για την κορυφαία ποιητική δημιουργία που τον καθιέρωσε δικαίως ως τον Εθνικό Ποιητή της Κύπρου. Γίνεται το στόμα της Κύπρου, όταν μιλά για τους εθνικούς πόθους, τις λαχτάρες και τις αγωνίες και τον αγώνα του Ελληνικού Κυπριακού Λαού να ζήσει ελεύθερος.

Είναι ένα αληθινό αριστούργημα τόσο στην πλοκή όσο και στην γλωσσική έκφραση. Γραμμένο στην κυπριακή τοπολαλιά που είναι η φυσική του γλώσσα, του δίδεται η δυνατότητα να εκφραστεί με αμεσότητα και χωρίς καμιά επιτείδευση να ξεδιπλώσει την ψυχή και τα οράματα του.

Το ποίημα είναι επικολυρικό, αφού διατρέχεται από έξαρση του πατριωτικού αισθήματος. Περιγράφει το ψυχικό μεγαλείο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των Τριών Μητροπολιτών μπροστά στην τουρκική βαρβαρότητα. Η ακλόνητη απόφαση τους να θυσιαστούν για να υπερασπιστούν την πίστη τους και την ελευθερία της πατρίδας τους αποτελεί έκφραση της θέλησης όλου του Κυπριακού Ελληνισμού.

Η κορύφωση του πατριωτικού εθνικού αισθήματος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μέσω του ποιητικού λόγου του Βασίλη Μιχαηλίδη είναι αυτή που καθιέρωσε τον ποιητή ως τον εθνικό ποιητή της Κύπρου και το έργο του το έπος της Ρωμιοσύνης. Όλο το μήνυμα δίδεται συμπυκνωμένο και επικυρώνεται στο διάλογο μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού με το Μουσελίμ Αγά. Και μόνο οι στίχοι αυτοί αρκούν για να δείξουν την φιλοπατρία και το διαχρονικό αγώνα του Ελληνισμού για επιβίωση «πίσκοπε γιω την γνώμη μου ποτέ δεν την αλλάσσω τζι όσα τζι΄αν πης με θαρευτείς πως εν σου πιστέψω. Έχω στον νου μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω τζι΄αν ημπορέσω τους Ρωμιούς την Τζίπρου να παστρέψουν τζι ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμο να γυρίσω έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυχήν να μην αφήσω.

Στην συμφορά της τούρκικης βαρβαρότητας στέκεται η τολμηρή γεμάτη πατριωτική έξαρση απάντηση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού που περιγράφει τον ψυχισμό του Κυπριακού λαού το 1821: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη του κόσμου κανένας δεν εβρέθηκε για να την ι-ξειλείψει κανένας γιατί σιέπει την που τα΄ψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει».

Δυναμικός και τολμηρός ο λόγος του Αρχιεπισκόπου και στηριγμένος στην ιστορική πραγματικότητα. Η Ρωμιοσύνη είναι συνομίλικη του κόσμου ο οποίος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι πολλοί προσπάθησαν να την εξαλείψουν μα δεν τα κατάφεραν. Είναι μέσα στο κύτταρο της Ελληνικής φυλής να μην υποτάσσεται να αγωνίζεται με πείσμα για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ανθρωπιά.

Η Ρωμιοσύνη (Ελληνισμός) εμπεριέχει όλη την υπερηφάνεια και τα υψηλά αισθήματα που διακατέχουν κάθε Έλληνα για την σκληρά δοκιμαζόμενη φυλή του.

Αυτήν την υπερηφάνεια εκφράζει και ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απέναντι στην τούρκικη βαρβαρότητα: «σφάξε μας ούλλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν κάμε τον κόσμον μαζτιελλειόν τζαι τους Ρωμιούς τραούλλια αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν τριγύρου του πετάσσονται τρακόσια παραπούλια. Το νιν ανταν να τρώς την γην, τρώει τη γη θαρκέται μα πάντα τζιείνον τρώεται τζαι τζιείνον καταλυέται.

Η Ρωμιοσύνη είναι ακατάλυτη, όσο και να πολεμάται, διότι πάντα στο τέλος νικά. Είναι η πίστη, είναι η ελπίδα, ότι ο θάνατος του ενός γίνεται λίπασμα για να φυτρώσουν νέοι άνθρωποι (τρακόσια παραπούλια) που θα συνεχίσουν τον αγώνα. Καθώς γράφει και ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματα του: « …όλα τα θεριά τρώνε από μας, μα μένει και μαγιά». Αυτή η μαγιά αυτό το προζύμι κρατά και συνέχει αιώνες τώρα τον Ελληνισμό. Η Ρωμιοσύνη είναι ο θεματοφύλακας των ηθικών και πνευματικών αξιών των ζυμωμένων με τον αρχαίον Ελληνικόν πολιτισμόν και την Ορθόδοξην πίστην που απέδωσαν τον χαρακτήρα του Βυζαντίου. Είναι αυτή που συντηρεί την ιστορική μνήμη και την εθνική μας αυτοσυνειδησία. Είναι αυτή που γίνεται καταφύγιο στις ώρες της ωδίνης δημιουργώντας την πίστην, την ελπίδα και την αισιοδοξία για συνέχιση του αγώνα.

Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία, από την άποψη της Ρωμιοσύνης, είναι η ανάδειξη του καημού του Ελληνισμού της Κύπρου. Στη μακρόχρονη ιστορία το νησί της Κύπρου, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, καλείται αδιάκοπα να διατηρήσει την Ελληνικότητα της φυλής και κάθε φορά πληρώνει βαρύ φόρο αίματος. Ένα επεισόδιο αυτής της αέναης πάλης αποτελεί και ο μαρτυρικός θάνατος του Εθνομάρτυρα Κυπριανού και Νεομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, γιατί δεν θυσιάστηκε μόνο για το έθνος του αλλά και για την πίστη του στο Χριστό. Με το εκούσιο μαρτύριο του αγιάζει και ανέρχεται στη σφαίρα της Ιερότητας.

Κάθιδρος από τη ζέστη του Ιουλίου ο Κυπριανός και με μάτια κλαμένα πριν του περάσουν τη θηλειά με τα τελευταία του λόγια, λόγια πόνου και ικεσίας προς το Θεό ζητά το έλεος Του Μεγαλοδύναμου: «Θεέ μου που νάκραν δεν έσιεις ποττέ στην καλοσύνην λυπήθου μας τζιαι δώσε πκιον χαρά στην Ρωμιοσύνη».
Την Ρωμιοσύνη που είναι συννυφασμένη με τον πόνο και τον καημό της απώλειας του Βυζαντίου και των δεινών που αυτή προκάλεσε. Είναι η «Πονεμένη Ρωμιοσύνη» του Φώτη Κόντογλου που στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη με το αίμα και την αγωνία του λαού που ξαγοράζει κάθε ώρα της ζωής του.

Είναι η Ρωμιοσύνη του δημοτικού Ποντιακού τραγουδιού του θρήνου μα και της προσμονής και της ελπίδας: «Η Ρωμανία περάσει, η Ρωμανία πάρθεν, η Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι΄άλλα».

Την Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου που δεν πρέπει να την κλαις γιατί κάθε φορά υποδουλώνεται με το ‘‘ σουγιά και το λουρί ’’ ξαφνικά όμως αντρειώνεται και σκοτώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου».

Το ποίημα της 9η Ιουλίου 1821 γράφτηκε ανάμεσα στο 1884- 1895 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1911. Όταν ο Βασίλης Μιχαηλίδης γράφει το ποίημα του η τουρκοκρατία έχει τελειώσει. Η Κύπρος έχει μεταβιβαστεί από τους Τούρκους στους Άγγλους. Η ηπιότερη στάση της Αγγλικής Αποικιοκρατικής κυβέρνησης δίνει την ελπίδα στον Ελληνισμό της Κύπρου για αποκατάσταση των Εθνικών του πόθων Ο καημός για απελευθέρωση και ενότητα παραμένει δυστυχώς μέχρι σήμερα ανικανοποίητος αφού η Τουρκική σημαία παραμένει στην ράχη του Πενταδάκτυλου.

Η 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη παραμένει πάντοτε επίκαιρη γιατί αποτελεί ένα εθνικό εγερτήριο το οποίο μπορεί να διαπαιδαγωγήσει και να προσανατολίσει το σύγχρονο Έλληνα του 21ου αιώνα ο οποίος απερίσκεπτα αποκόβεται από τις ρίζες του προσαρμόζοντας τη ζωή του στα δυτικά πρότυπα του ατομισμού και της καλοπέρασης.

Η Ρωμιοσύνη δεν είναι μια ιδεολογία ούτε ένα σύστημα διακυβέρνησης του τόπου που θα δώσει λύση στα προβλήματα της εποχής σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό επίπεδο εξασφαλίζοντας την ευδαιμονία και την κατανάλωση περισσοτέρων αγαθών.

Αντίθετα η Ρωμιοσύνη είναι το σύνολο των στοιχείων εκείνων της Ελληνικής παράδοσης, η οποία έχει άρρηκτα συνδεθεί και ταυτιστεί με τη Χριστιανική πίστη. Είναι ο συνδετικός κρίκος που συνέχει τον Ελληνισμό με τις εθνικές του μνήμες και την εθνική του ταυτότητα.

Η Ρωμιοσύνη είναι για τους σημερινούς Έλληνες ένας όρος ακατανόητος και συγκεχυμένος. Διότι οι συνειδήσεις των ανθρώπων έχουν αλλοτριωθεί στα πλαίσια του κομματισμού που τους φέρνει αντιμέτωπους, διότι από την κομματική ταυτότητα τους εξαρτάται η επιβίωση και η καταξίωση τους. Συγχρόνως κάτω από την επίδραση της Παγκοσμιοποίησης που ισοπεδώνει τις παραδοσιακές αξίες και υποβαθμίζει την ορθόδοξη πίστη προβάλλοντας μια νέα τάξη πραγμάτων, αποκόπτει τον Ελληνισμό από τις ρίζες του.

Η Ρωμιοσύνη μπορεί να αποτελέσει το σταθερό παράγοντα αντίστασης και συντήρησης του Ελληνισμού, διότι η Ρωμιοσύνη είναι η ίδια η Ελληνική ταυτότητα και συνείδηση που παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο.

Αν οι σημερινοί Έλληνες κατανοήσουν τη σημασία της Εθνικής τους ταυτότητας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθόδοξη πίστη τους, τότε υπάρχει ελπίδα επιβίωσης σε ένα κόσμο που βρίσκεται σε μια πνευματική και ηθική κρίση και που κινδυνεύει άμεσα η εθνική τους ακεραιότητα.

Ελένη Καραγιάννη – Βαρνάβα
Φιλόλογος, Δοκιμιογράφος, Συγγραφέας, Ερευνήτρια