Από τη σειρά έργων ποίησης του Συνδέσμου Πολιτισμου Ελλάδας-Κύπρου (ΣΠΕΚ), κυκλοφόρησε με τον αρ. 4, στην Αθήνα, το 2020, από τις Εκδόσεις Αρχύτας η νέα ποιητική συλλογή, όγδοη στη σειρά, του Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος σήμερα υπηρετεί την Κυπριακή Λογοτεχνία ως Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου (ΣΠΕΚ), ενώ σημαντική είναι και η συμβολη του στον πολιτισμό και την ευρύτερη πνευματική ζωή του τόπου. Ο Ιωσηφίδης, ο οποίος κατάγεται από τη Λάρνακα (έτος γέννησης 1948) και διαμένει στη Λευκωσία, έχει στο ενεργητικό του ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, μέσα από το οποίο καταδεικνύεται το εύρος των πνευματικών του ενδιαφερόντων και αναζητήσεων, που δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα της λογοτεχνίας, αλλά επεκτείνεται και περιλαμβάνει επίσης θέματα διεθνούς πολιτικής, ενέργειας, οικονομίας και μαθηματικών-που είναι και το αντικείμενο των σπουδών και των επαγγελματικών του ενασχολήσεων. Στο λογοτεχνικό πεδίο, που αποτελεί, κατά τεκμήριο, μια σημαντική πτυχή της συγγραφικής του δραστηριότητας, καταγράφουμε ίσαμε σήμερα οχτώ ποιητικές συλλογές και δυο συλλογές διηγημάτων, ένα θεατρικό έργο και μεγάλο αριθμό δοκιμίων, μεταφράσεων και μελετημάτων για θέματα λογοτεχνίας και ιστορίας, με πιο πρόσφατη έκδοσή του το βιβλίο «Η Κύπρος στον Αγώνα του 1821» (ιστορική μελέτη, Αρχύτας, Αθήνα 2021).
Ο Ιωσηφίδης πρωτοπαρουσιάζεται στα κυπριακά γράμματα και στην ευρύτερη ελληνόγλωσση ποιητική δημιουργία πριν από 20 χρόνια, σε ώριμη σχετικά ηλικία, όταν έχει ήδη διανύσει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Εκδίδει στην Αθήνα, το 2001 από τις Εκδόσεις Σμίλη την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Διαδρμή Α’ –Ες πόθ’ έρπες», για να ακολουθήσουν στη συνέχεια άλλες επτά ποιητικές συλλογές, με πιο πρόσφατη την ποιητική συλλογή «Κούρος και Κόρη», που αποτελεί και το αντικείμενο αυτής της αναφοράς. Πρόκειται για μια προσεγμένη έκδοση, με την επιμέλεια των Εκδόσεων Αρχύτας και με Γενική Συντονίστρια του έργου τη φιλόλογο και πρόεδρο του ΣΠΕΚ Σίσσυ Σιγιουλτζή-Ρουκά, η οποία σημειώνει, σε σχετικό σημείωμά της στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: Ο Ιωσηφίδης ακολουθεί τον Αριστοτέλη που είπε: «Η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη και σπουδιαότερη της Ιστορίας»… Με τη γραφή του λαλεί στον αναγνώστη το άγραφο κι ανείπωτο, όπως ένας πίνακας που είναι άλαλη ποίηση…».
Αυτή λοιπόν η άλαλη ποίηση, ένας ζωγραφικός πίνακας δηλαδή, κοσμεί περίτεχνα και το εξώφυλλο του βιβλίου. Πρόκειται για ένα εξαίρετο καλλιτεχνικό έργο ερωτικών αποχρώσεων και μηνυμάτων με τη σφραγίδα του γνωστού Κύπριου ζωγράφου Μίκη Φοινικαρίδη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κούρος και κόρη», όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου, που προϊδεάζει τον αναγνώστη για το ποιητικό ταξίδι που τον αναμένει, καθώς θα κάνει την περιδιάβαση στον κόσμο των ποιητικών εμπνεύσεων και των ποιητικών στοχασμών του Ιωσήφ Ιωσηφίδη.
«Κούρος και Κόρη», λοιπόν ο τίτλος, με τους συνειρμούς να παραπέμπουν στο προσφιλές θέμα του Ιωσηφίδη, που δεν είναι άλλο από την Ελληνική Ιστορία, την Τέχνη και τη Μυθολογία, που αποτελεί, διαχρονικά και οικουμενικά, ακένωτη πηγή έμπνευσης για τους ποιητές, τους πεζογράφους, τους θεατρικούς συγγραφείς και τους καλλιτέχνες, ανά την υφήλιο. Για την ιστορία θα πρέπει να λεχθεί, εισαγωγικά, ότι Κούρος (πληθυντικός οι Κούροι), είναι η ονομασία των μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινων αγαλμάτων ανδρικής μορφής, τα οποία μετά τη μέση αρχαϊκή περίοδο (580 π.Χ.) δεσπόζουν στην ελληνική τέχνη. Οι Κούροι είναι γυμνοί, ενώ οι Κόρες είναι ντυμένες, όπως η Πεπλοφόρος κόρη. Τους Κούρους μπορεί κανείς να τους γνωρίσει και να τους μελετήσει κυρίως στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και τις Κόρες στο Μουσείο Ακρόπολης.
Φωτογραφίες από Κούρους και Κόρες διανθίζουν επίσης το βιβλίο, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση της καθοριστικής τους σημασίας στην ποιητική έμπνευση του Ιωσηφίδη, όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τα 52 ποιήματα της συλλογής, ο τίτλος της οποίας συνάδει πλήρως με το περιεχόμενο των ποιημάτων, όπου συνυπάρχει το διαιώνιο ερωτικό δίδυμο «Κούρος και Κόρη», άντρας και γυναίκα, σε μια σύζευξη ποιητικής συνεύρεσης και ερωτικής μέθης ή απλής ιστορικο-μυθολογικής αναφοράς, ποιητικά διατυπωμένης. Είναι ενδεικτικοί άλλωστε οι τίτλοι μερικών ποιημάτων αλλά και οι ανάλογες ονομαστικές αναφορές στα ποιήματα, όπου παρελαύνουν γνωστά ζεύγη και ονόματα από την αρχαιότητα, όπως: Οδυσσέας και Ανδρομάχη, Ορφέας και Ευρυδίκη, Αλέξανδρος και Ρωξάνη, Μενέλαος και Ελένη, Σωκράτης και Ξανθίππη, Περικλής και Ασπασία κ.ά.
Ο Ιωσηφίδης αφιερώνει τη νέα ποιητική του συλλογή στα τέσσερα εγγόνια του, ενώ στην πρώτη σελίδα-προμετωπίδα των ποιημάτων που ακολουθούν στη συνέχεια σε τέσσερις ενότητες, απευθύνεται παραινετικά προς τους νέους με δυο στίχους από το ποίημα του Μάρκου Αυρήλιου «Εις εαυτόν», που αρχίζουν με τη γνωστή φράση «ένδον σκάπτε», τους οποίους μεταφράζει ο ποιητής ως εξής: «Σκάβε μέσα σου. Μέσα σου είναι η πηγή του καλού/ και θ’ αναβλύζει πάντα αν πάντα την αναζητείς». Παραθέτει επίσης στο εισαγωγικό αυτό αφιέρωμα προς τους νέους άλλους οχτώ στίχους, δικής του ποιητικής έμπνευσης, με ανάλογο παραινετικό περιεχόμενο και με διάθεση φιλοσοφική, όπως π.χ. οι στίχοι: «Υπάρχεις, άρα υπάρχω, αλλιώς ποτέ δεν υπήρξα», που αναδεικνύει την αναγκαιότητα της αγαπητικής συνύπαρξης των ανθρώπων ως προϋπόθεση ζωής, και «Ας είν’ οξύ σ’ εγρήγορση πασών ψυχών το όμμα», που παραπέμπει στον Σολωμικό στίχο «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η ποιητική συλλογή «Κούρος και Κόρη» αποτελείται από τέσσερις ενότητες, οι τρεις από τις οποίες περιλαμβάνουν 14 ποιήματα η καθεμιά, ενώ στην τελευταία διαβάζουμε δέκα ποιήματα, με τον συνολικό αριθμό να ανέρχεται, κατά ποιητική συγκυρία, στα 52, όσες είναι και οι εβδομάδες του χρόνου. Τα δέκα πρώτα ποιήματα, όπως το ποιητικό υποκείμενο υποσημειώνει, είναι εμπνευσμένα από 12 Ιστορίες του Πλούταρχου, με τίτλο «Γυναικών Αρεταί». Κι είναι προφανής και διάχυτη η παρουσία της Αρχαιοελληνικής Φιλολογίας, της Μυθολογίας και της Ιστορίας, όχι μόνο στα πρώτα δέκα ποιήματα αλλά και σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή, όπου μυθολογικά και ιστορικά πρόσωπα, αλλά και σύγχρονοι καλλιτέχνες και άλλοι δημιουργοί αποτελούν είτε πρωταγωνιστικά ποιητικά σύμβολα ή αφόρμηση ποιητικής αναφοράς. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια ονόματα: Ηλέκτρα, Δηιόταρος, Στρατονίκη, Αριστόδημος, Πύθης, Ξέρξης, Ερμής, Αφροδίτη, Αικατερίνη Κορνάρο, Αλέξανδρος, Μενέλαος, Έκτορας, Πηνελόπη, Περικλής, Θεμιστοκλής, Αρχίδαμος, Σωκράτης, Αριστοφάνης, Υπατία, Ερυξώ, Βαν Γκόγκ, Ελ Γκρέκο, Καραβάτσιο και Σαγκάλ, κι ακόμα ο Αρχιμήδης, ο Γκαγκάριν, η Κυρά της Ρω, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Ιωάννης Καρατζιάς και ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, για το έργο του οποίου συνθέτει ένα ποίημα ποιητικής.
Εκτός όμως από τα πρόσωπα διαδραματίζουν τον δικό τους σημαντικό ρόλο στον ποιητικό κόσμο του Ιωσηφίδη γνωστά ιστορικά τοπία, πόλεις, χώρες, λαοί, μνημεία, γλυπτά, ουράνιοι αστερισμοί και άλλα, που ενέχουν τη δική τους σημειολογία και πολυσημία ενίοτε, ως ποιητικά συμφραζόμενα ή σύμβολα και απλές αναφορές, στις ατέρμονες και ασύνορες ποιητικές του εμπνεύσεις: Αναφέρουμε, για παράδειγμα τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο, τη Γαλατία, τον Παρθενώνα, την Αμφίπολη, την Κίο, τον Μαραθώνα, τη Σαγδιανή Πέτρα, τη Νάξο, την Τροία, την Ιθάκη, τη Φθία και άλλες ομηρικές αναφορές, που αποτελούν προσφιλείς πηγές έμνευσης και ποιητικής σύνθεσης για τον Ιωσηφίδη, κι ακόμα τη Ζάκυνθο και το Μεσολόγγι, την Πίνδο, τη Χιροσίμα, την Γκουέρνικα και άλλες σύγχρονες ονομασίες τόπων που κουβαλούν μαζί τους σημαντικές στιγμές και γεγονότα της σύγχρονη παγκόσμιας ιστορίας.
Όσον αφορά το θεματικό περιεχόμενο των ποιημάτων, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι διάχυτο σε αρκετά ποιήματα το ερωτικό στοιχείο, όπου σε κάποιες περιπτώσεις αναδεικνύεται και η λυρική διάθεση και η βαθιά ευαισθησία του ποιητή, ο οποίος στην προσπάθειά του να ζωντανέψει ποιητικά και όσο γίνεται πιο παραστατικά τα ιστορικά και μυθολογικά πρόσωπα που αποτελούν τον πληθυσμό της ποιητικής του κατάθεσης, διαπνέεται πολύ συχνά από έντονη φιλοσοφική διάθεση, ενώ χρησιμοποιεί σε κάποια ποιήματα και αυτούσιες αρχαιότροπες λέξεις, που προσδίδουν στην ποίησή του την ανάλογη χροιά.
Γράφει, για παράδειγμα στο ποίημα «Ο χορός της Παρθένου» (σ. 17):
Ήταν γλυκά τα χείλη μου, σαν φεύγεις μού πικραίνουν,
και που νηστεύω το φιλί ώσπου να σε φιλήσω,
ν’ αρπάξω ένα αδυνατώ, πετά και δεν το πιάνω…
Με μέτρο και ρυθμό δεκαπεντασύλλαβο, ο ποιητής εκφράζει με αυτούς τους όμορφους και λυρικούς στίχους ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα, πικρής ανάμνησης και νοσταλγίας, ενώ στο ποίημα «Ναξιάδα» (σ. 23) υπερισχύει η φιλοσοφική διάθεση και ο λόγος γίνεται γνωμικός και αποφθεγματικός, ενώ το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει την ελεύθερη νεοτερική γραφή και τεχνοτροπία, χωρίς φυσικά να λείπει η ρομαντική διάθεση και η εικονοπλαστική δύναμη, που είναι ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του δημιουργίας. Γράφει, για παράδειγμα στο πιο πάνω ποίημα:
Οι ερωτευμένοι αγνοούν κομπίνες πολέμων,
έκτισαν τείχος αγάπης να σε φράσσει εκτός,
η σελήνη τα βράδια χύνει ασήμι στην κλίνη τους,
νόμος δεν υπάρχει να καταδικάζει τον έρωτα.
Είναι προφανές ότι ο ποιητής θέλει τους ερωτευμένους ανηπηρέαστους από τις πολεμικές ιαχές, με το φως της σελήνης σαν ασημένιο χάδι να θωπεύει την ερωτική τους φωλιά κι αυτοί να χαίρονται τον έρωτά τους, που κανένας πόλεμος και κανένας νόμος δεν μπορεί να καταδικάσει και να απαγορεύσει. Ανάλογο σκηνικό στήνει ο ποιητής για τον έρωτα, που αψηφά τον πόλεμο, στο ποίημά του : «Έρως μεσούντος βομβαρδισμού» (σ.44), όπου γράφει:
Αιώνες τα βάρβαρα σαράκια κατατρώνε
τη Μνήμη και τον Έρωτα που με θρέφουν,
για να διαμένω σ’ ερείπια με ελπίδα χωλή.
Μπαμ! Βουίζουν τ’αυτιά μου.Πέστε μου,
Ποιος νικά; Η βόμβα ή η βοή της αγάπης;
Κι εμείς, προσυπογράφοντας το εναγώνιο ερωτικό και αντιπολεμικό ταυτόχρονα ερώτημα του ποιητή, ευχόμαστε και προσευχόμαστα να νικά πάντα η βοή της αγάπης, στον τόπο μας, στη χειμαζόμενη Μέση Ανατολή – από όπου είναι, προφανώς εμπνευσμένο το ποίημα, αλλά και σε όλη την οικουμένη.
Ένα άλλο δείγμα της ιστορικότροπης ερωτικής ποίησης του Ιωσήφ, όπως καταγράφεται στο ποίημα «Χορεύει μπροστά του αγέρωχη» (σ.21), μας πισωγυρίζει στον χρόνο, στον 4ο αιώνα π.Χ., αναδεικνύοντας τον έρωτα του Μεγαλέξανδρου με τη Ρωξάνη, που το όνομά της σημαίνει φωτεινό και μικρό αστέρι. Ήταν, σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές και μαρτυρίες, η ωραιότερη Ασιάτισσα που είχε γνωρίσει ο Αλέξανδρος, η οποία ζούσε στη Σογδιανή Σατραπεία-βόρεια του Αφγανιστάν στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, με πατέρα τον Σατράπη της Σογδιανής Οξυάρτη. Ήταν ένα 16χρονο κορίτσι, όπως διαβάζουμε, που γοήτευσε τον μεγάλο στρατηλάτη έπειτα από ένα βραδινό γλέντι, όπου την είδε να χορεύει, την ερωτεύτηκε, παντρεύτηκαν και του χάρισε έναν γιο, που γεννήθηκε λίγο μετά τον θάνατό του (323 π.Χ.), και του δόθηκε το όνομα Αλέξανδρος.
Ιδού λοιπόν τι γράφει ο Ιωσηφίδης, με την ίδια τεχνοτροπία, για τον έρωτα του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, εμπνευσμένος από το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός:
Λάτρεψε την κίνησή της, ονειρεύεται
να χορεύει μαζί της στην κλίνη οριζόντια,
να της φιλά το χαμόγελο κι αυτή το βλέμμα του
και να γεννούν γιους, ουρανοβάμονες χορευτές.
Ένας ύμνος για τον έρωτα είναι, εξάλλου, το ποίημα «Η άλλη διαδρομή του Κούρου» (σ.60), όπου διαβάζουμε στίχους όπως οι ακόλουθοι: «Ο έρως, πότε κύμα άστρων, πότε στίχος σε κορμό/ πότε το άνθος που χαϊδεύω και μου χαμογελά, είναι/ αυτό στον γκρεμό μού σκιτσάρει κλαδί ν’ αρπαχτώ,/ που βάζει τα πέλματά μου να πετούν στα ίχνη σου. / Κι ενώ ο ίσκιος μου εγκαταλείπει το σκήνωμά μου,/ απ’ το κρεβάτι μου κι άπνοος εγείρομαι ν’ αναβιώσω».
Στο ίδιο μήκος κύματος εκπέμπει επίσης το ποίημα «Τελεία και παύλα» (σ.64), όπου ο ποιητής ορίζει τον έρωτα, γράφοντας στίχους όπως οι πιο κάτω: «Η αγάπη θέλει τελεία και παύλα, από καρδιάς./ Δεν είναι δίκη να κρίνεις με τα υπέρ και τα κατά», ενώ στη συνέχεια το ποιητικό υποκείμενο, με ευρηματική ποιητική έμπνευση, κωδικοποιεί τον ρόλο των σημείων της στίξης, καθώς τίθενται στην υπηρεσία του έρωτα: «Σαν αγαπάς, περισσεύουν τ’ άλλα σημεία της στίξης, / το κόμμα, που βάζει τρικλοποδιά στη σκέψη,/ το ερωτηματικό, που με κρατάει στον αέρα άλαλο, / τ’ αποσιωπητικά, που αναμοχλεύουν την άκρα σιωπή, / εισαγωγικά, αγκύλες, που κομπάζουν κι αγκυλώνουν. / Το θαυμαστικό υπονοείται – είναι ο ίδιος ο έρως- / μα κι η παρένθεση, όταν εντός της ψιθυρίζει η ψυχή».
Αγάπησε τον Κούρο της ως τον άωτο πόνο./ Ο πόνος έπαυσε, η αγάπη έλαμψε, διαβάζουμε στο επίσης ερωτικών αποχρώσεων και μηνυμάτων ποίημα «Αγάπη ως τον άωτο πόνο» (σ. 24), ενώ στο ποίημα «Ιδιαίτατα σ’αγαπώ», ένα ποίημα επίσης σαφώς ερωτικό και πάλι με οδηγό την Ιστορία, γράφει ο Ιωσηφίδης στίχους βαθια ερωτικούς όπως οι ακόλουθοι: «Υπερασπίζομαι την αγάπη μας, όπως / ολοφυρόμενος ο Περικλής την Ασπασία» (όταν την υπερασπίστηκε σε δίκη).
Ο ποιητής δεν μέρει ασυγκίνητος από την κυπριακή τραγωδία του 1974, την προσφυγιά και το δράμα των αγνοουμένων, το οποίο αποδίδει με την ποιητική του γραφίδα, στο ποίημα «Αγνοούμενου επίσκεψη στην αγαπημένη» (σ.43), όπου αποτυπώνει με τον στίχο του τον καημό κάθε γυναίκας – συζύγου αγνοουμένου, που αναμένει εναγώνια την επιστροφή του, βιώνοντας ταυτόχρονα τη σκληρή μοναξιά, μαζί με τον πόνο και την αγωνία της ενδεχόμενης απώλειας του αγαπημένου της. Με την τεχνική της εμψυχωτικής λειτουργίας που συγκλονίζει τον αναγνώστη στο εμβληματικό δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδερφού», όπου ο Κωνσταντής σηκώνεται από το μνήμα κι ανασταίνεται για να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μάνα του για να της φέρει πίσω την ξενιτεμένη μονάκριβη κόρη, ο Ιωσηφίδης μεταγράφει με τον δικό του ποιητικό τρόπο τους γνωστούς στίχους «κάνει το σύννεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει» και «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος;», για να δώσει τον ανάλογο δραματικό τόνο στο παραπλήσιας θεματικής δικό του ποιητικό εγχείρημα. Γράφει λοιπόν χαρακτηριστικά στο ποίημά του όπου ο νεκρός αγνοούμενος ζωντανεύει ύστερα από χρόνια κι απευθύνει ένα γράμμα αιώνιας ερωτικής πίστης και αφοσίωσης στην αγαπημένη του, ζητώντας της να παύσει να θρηνεί για τον χαμό του και να του δώσει τον δικό της όρκο αιώνιας αγάπης :
Με τ’ άστρο χαλινάρι και φίλο το φεγγάρι
σύγνεφο τ’ άλογό μου ιππεύω για να έρθω
κοντά σου όπως πρώτα, περνώ βουνά μπροστά μου.
Στου άλογου τη ράχη ν’ανέβεις να σε πάρω.
Πουλιά ας κελαηδούνε λαλιά πικρή κι ανθρώπου:
«Ποιος είδε ωραία κόρη να σέρνει αποθαμένος»;
Ψηλά πετώ κι υπάρχω, ζω στο χαμόγελό σου.
Και μην κλαις τον χαμό μου, πως μένεις δίχως ταίρι.
Σαν στέμμα η ματιά σου αγγίζει την ψυχή μου.
Στην κλίνη σου ξαπλώνω, φιλώ το μέτωπό σου…
Ακόμα κι αν ο χρόνος ποτέ πια δεν γυρίσει,
Το γράμμα αν παραπέσει και δεν θα΄ρθει κοντά σου,
ουράνιο τόξο φτιάχνω να ζεις στην ίριδά του.
Ποτέ δεν θα σ’αφήσω κι ορκίσου μου το ίδιο.
Πρόκειται για μια περίτεχνη ποιητική ονειροφαντασία, με την τεχνικη του δεκαπεντασύλλαβου των δημοτικών τραγουδιών, μέσα από την οποία αναδεικνύεται με τη δύναμη και το νυστέρι του στίχου, ο ανείπωτος πόνος των συγγενών των αγνοουμένων και το δράμα του τόπου και του δύσμοιρου λαού μας, αλλά και η ακατάλυτη δύναμη της συζυγικής αγαπητικής σχέσης.
Αλλά και στο ποίημα «Ριμαχόνα και πλανητάρχης» (σ. 45), όπου η λέξη Ριμαχόνα μάς παραπέμπει στην ποίηση του Παντελή Μηχανικού, ο οποίος επινόησε την ποιητική περσόνα του Ριμαχό και του Κώστα Βασιλείου που της προσέδωσε γένος θηλυκό (Ριμαχόνα), o Ιωσηφίδης επινοεί τη δική του εξωστρεφή Ριμαχόνα που έχει τη μορφή οδαλίσκης, η οποία σαρκάζει τον πλανητάρχη (τον Τραμπ ίσως;), στον οποίο απευθύνεται ποιητικά σε β’ πρόσωπο, με ύφος επικριτικό έως σαρκαστικό Πλανητάρχα, σκούζεις, αλαλάζεις κι όλο φαρδαίνεις/, χοντραίνεις μα δεν βαθαίνεις, στην Ιστορία χαίνεις» κι αφού τον κατακεραυνώσει με τα λόγια της, «του αρπάζει το ραβδί και την κολώνια Cash/ και τα πετά στο ποτάμι του Ηράκλειτου να τα καταπιεί». Το ποίημα κλείνει με τρεις στίχους καταγγελτικούς, πυρακτωμένους με εθιμική ποιητική φλόγα. Γράφει: «Τότε φωσφόρισαν τα δάκτυλα και τα μάτια της / και βάδισε σ’ αναμμένη θράκα σαν αναστενάρισσα,/ εξουσιοδοτώντας τον στίχο να μιλά πυρακτωμένος».
Εκτός όμως από το ερωτικό στοιχείο, συναντάμε και σ΄αυτήν την ποιητική συλλογή του Ιωσηφίδη ποιήματα με σαφώς αντιπολεμικό και κοινωνικό περιεχόμενο, με τον ποιητή να παραμένει ένας ευαισθητοποιημένος και ενεργός πολίτης, που δεν μπορεί να προσπερνά αδιάφορα όσα τραγικά και τόσο απάνθρωπα και ανάλγητα στιγματίζουν τον σύγχρονο αντιφατικό και σπαρασσόμενο κόσμο. Γράφει, για παράδειγμα, στο ποίημα «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την κωμωδία» (σ. 36), που είναι εμπνευσμένο από την κωμωδία του Αριστοφανη «Αχαρνής»: Σαν βγεις στον πηγαικό για για την κωμωδία,/ του Αριστοφάνη γνώση αβάστακτη θα βρεις./ Ο πόλεμος αιμοβόρος, αισχροί πουλούν όπλα,/ μια Σπάρτη ποθεί την παρθενιά του Παρθενώνα./ Με ρουφιάνους Λαμάχους πώς ν’ αλλάξει ο κόσμος;/ Της ζωής το δρεπάνι, η μια κόψη του έρωτα/ η άλλη του θανάτου, που την ακονίζουν οι κάπηλοι. Έρωτας και θάνατος λοιπόν, κι ο πόλεμος αιμοβόρος, κατά τον ποιητή, ένα δρεπάνι που το ακονίζουν οι κάπηλοι, όπως γίνεται και σήμερα, όπως γινόταν και στην αρχαιότητα, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και της πολύχρονης, πολυαίμακτης διαμάχης ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη, που προσομοιάζει με ό,τι βιώνουμε σήμερα ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, σε Ρωσία και ΗΠΑ.
Αλλά και στο ποίημα «Κρήνη και κόρη της Χιροσίμα» (σ. 40), το μήνυμα είναι καθαρά αντιπολεμικό, όπως και στα ποιήματα «Πόλεμος και βιασμός» (σ.42), «Έρως μεσούντος βομβαρδισμού» (44) και «Ο Γκαγκάριν στο διάστημα», όπου διαβάζουμε τις σκέψεις του πρώτου αστροναύτη, καθώς κάνει το πρώτο γύρω απ’ την υφήλιο διαστημικό του ταξίδι, όπως ποιητικά τις συνέλαβε ο Ιωσηφίδης: Συνεργώ στου σύμπαντος την κίνηση,/ φύλλο ταλαντώνομαι με το φύλλωμα, / εδώ ο ουρανός απλώνει δίχως κόσμο χάσμα, / μπορώ να ιππεύσω ένα ουράνιο τόξο,/ να ζωγραφίζω ειρήνη με αγγέλου φτερό../όμως, κόσμε, για να συλλάβω το μυστήριο,/ επιστρέφω ν’ αγκαλιάσω ένα πλάσμα σου».
Στην κατηγορία των ποιημάτων αυτών, όπου ο ποιητικός λόγος γίνεται καταγγελτικός μπορούμε να συμπεριλάβουμε και το ποίημα «Ποιος ο αρμόδιος Πολιτισμού» (σ.28), όπου ο ποιητής στηλιτεύει την αδιαφορία των κρατούντων για τον πολιτισμό και για τους καλλιτέχνες–δημιουργούς, που τη βιώνουμε και στον δικό μας τον τόπο, όπου ο πολιτισμός παραμένει διαχρονικά ο φτωχός συγγενής στους σχεδιασμούς και τους προγραμματισμούς των κυβερνώντων: Ιδού πόσο παραστατικά στηλιτεύει με το νυστέρι του στίχου του ο ποιητής τον υποτιθέμενο Αρμόδιο του Πολιτισμού που ποιητικά έχει επινοήσει, ο οποίος, καθώς όλα γύρω του καταρρέουν, υπνώττει και περί άλλα τυρβάζει: Στις αγκάλες του Μορφέα καθεύδει μακάριος / ο Αρμόδιος του Πολιτισμού. Η σκιά του τον δείχνει ψηλό/ σαν ο ήλιος χαμηλώνει. Δεν του ταράσσουν τον ύπνο/ οιμωγές ενδεών καλλιτεχνών, οι καιόμενοι πάπυροι/, η καταρρέουσα βιβλιοθήκη, στριγκλιές αρουραίων/ στο Μουσείο, τα ψηφιδωτά καθώς αποφυλλίζονται…Πρόκειται για μια ρεαλιστική ποιητική καταγραφή συνθηκών και καταστάσεων που ταλανίζουν και σήμερα στον 21ο αιώνα τους ανθρώπους του πολιτισμού, σε οικουμενικό επίπεδο.
Υπάρχουν επίσης και ποιήματα ποιητικής, όπως το ποίημα «Τρία ηλιοτρόπια προς τον ήλιο» (σ. 22), όπου γράφει: Οι γενναίοι έχουν ψυχή που άδει στην ψυχή/ κι η αλφάβητος της ποίησης δεν τη χωράει./ Αντί να γράφω ποιήματα, ποτίζω τρία ηλιοτρόπια,/ τρεις κόρες με μαχαιριές στα στήθη ορθώνονται/ και στρέφουν στον ήλιο το σώμα και το βλέμμα. Ποίημα ποιητικής με ερωτικό ηχόχρωμα μπορεί να θεωρηθεί και το ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαθηματικά και Ποίηση», όπου ο ποιητής αφήνει τη μαθηματική του σκέψη και τη μαθηματική ορολογία να συνταξιδέψει με τους ποιητικούς του στοχασμούς: Ιδρώνω να βρω την εξίσωση της αλήθειας, / μα στο αρμονικό σύμπαν οι στίχοι είναι απλοί, / ευθύβολη η γλώσσα είναι διάμετρος σφαίρας, / ο έρωτας στο κέντρο της. Όλα τα άλλα είναι / απλώς κύκλοι, παραβολές, υπερβολές, γραμμές… Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι και το ποίημα «Το μοιρολόγι του Παπαδιαμάντη» (σ.68) – ποίημα ποιητικής κι αυτό, όπου αναδεικνύεται ποιητικά ο κόσμος του Σκιαθίτη συγγραφέα, όπως τον γνωρίσαμε μέσα απ’ το «Μοιρολόγι της φώκιας», τη «Φόνισσα»-Φραγκογιαννού και τόσα άλλα αριστουργηματικά διηγήματα, όπου, κατά τον ποιητή, «ο Σκιαθίτης θρηνεί τον κόσμο πιο πικρά απ’ τους πικραμένους».
Διαβάζουμε επίσης ποιήματα για την τέχνη, για την ομορφιά και την ασκήμια, την ελληνική γλώσσα, την Κοιμωμένη του Χαλεπά, την Κατερίνα Κορνάρο, τον Κύπριο μαραθωνοδρόμο Στέλιο Κυριακίδη, όπως κι ένα ποίημα υμνητικό για τον ρόλο του δασκάλου-καθηγητή («Η επί του λόφου ομιλία», σ. 71) και άλλα. Όσον αφορά τις αρχαιότροπες γλωσσικές του επιλογές, είναι ενδεικτικό το ποίημα «Σκεπτόμενος εν εαυτώ» (61), που θυμίζει το του Μόντη «Πικραινόμενος εν εαυτώ» κι όπου διαβάζουμε λέξεις και εκφράσεις όπως «εν καμίνω» και «εν ερήμω», ενώ σε άλλα ποιήματα παρεισφρέουν λέξεις όπως : έρως, πτέρως, το Ηρακλείτιο «πόλεμος πάντων πατήρ», το του Ιπποκράτη «Ο βίος βραχύς, η Τέχνη μακρά» και άλλα.
Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο Ιωσηφίδης, έχοντας στη φαρέτρα του ως βασικο εργαλείο την αρχαιογνωστική του υποδομή, ξέρει να διακινείται με άνεση στον χώρο της, να διευρύνει την θεματογραφία του αντλώντας θέματα και ιδέες από την ακένωτη πηγή της, να διακινεί ιστορικά πρόσωπα ανάμεσα στον πληθυσμό των ποιητικών του εμπνεύσεων και να αναπλάθει γεγονότα και καταστάσεις σε μια άρρηκτη ποιητική σύζευξη με τον σύγχρονο κόσμο και με όσα τον ταλανίζουν, στέλνοντας στον αναγνώστη ποιητικά μηνύματα για τον έρωτα, την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία και τη δημοκρατία, πάντοτε με ποιητική δεξιοτεχνία και υπαινιχτική νεοτερική τεχνοτροπία. Αυτή είναι, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, η νέα ποιητική συλλογή του Ιωσηφίδη που αποτελεί ακόμα ένα πολύτιμο πετράδι στο ψηφιδωτό της ποιητικής του διαδρομής.