Αρθρογραφία

Μαρκήσιος Ντε Σαντ – Λεοπόλδος Μάζοχ Ή το Δίπολο της Ζωής

ΜΑΚΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ_ΝΤΕ ΣΑΝΤ_ΜΑΚΕΤΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΑΡΘΡΩΝ ΣΠΕΚ (1)

Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ (1740- 1814) και ο Λεοπόλδος Μάζοχ (1836-1895) , είναι δυο εξαιρετικές περιπτώσεις στον χώρο της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας ευρύτερα. Με το έργο αλλά και την δράση τους, στιγμάτισαν τόσο την εποχή τους, όσο και την ανθρωπότητα από τότε και εφεξής. Τα δύο αντίθετα ή αν προτιμάτε οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, οι οποίες με βάση το σεξουαλικό ένστικτο και τις εκδηλώσεις του, επεκτείνονται και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, αν όχι ολόκληρη την ανθρώπινη δράση.

Σ’ αυτό το σημείο, ας μου επιτραπεί να θέσω τον ορισμό των εννοιών μαζοχισμός και σαδισμός αντίστοιχα και να τον διασαφηνίσω, ξεχωρίζοντας τον από την έννοια την οποία έχει εκπέσει στην δημοφιλή (ποπ) κουλτούρα. Ο όρος σαδισμός είναι μεταγενέστερος της περιόδου δράσης και συγγραφής του Μακρησίου και έχει δοθεί από τον ψυχίατρο  Ρίχαρτ φον Κραφτ Εμπινγκ, για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου, ο οποίος αρέσκεται στην υποδούλωση, υποβάθμιση ή ακόμα και την εξουδετέρωση του άλλου, χωρίς τύψεις, αλλά αντίθετα με προφανή ευχαρίστηση, εφορμώντας από το σεξουαλικό πλαίσιο και επεκτεινόμενο στα γενικότερα κοινωνικά πλαίσια.

Ας σημειωθεί πως αυτή η υποδούλωση και η υποβάθμιση δεν γίνεται εν βρασμώ ψυχής και αυθαίρετα, αλλά πρόκειται για σύστημα, το οποίο εφαρμόζεται με συναισθηματική αποχή του δράστη- σαδιστή. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως στην ταινία του Παζολίνι « Salo” που είναι εμπνευσμένη από το κορυφαίο κατά πολλούς σύγγραμμα του Μαρκησίου Ντε Σαντ «120 μέρες στα Σόδομα», η ιστορία διαδραματίζεται εν μέσω του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, κι όλα τα βασανιστήρια που γίνονται, εκτελούνται υπό των ναζιστών- κατακτητών. Άρα μπορούμε να πούμε ότι στην ακραία του μορφή, το Κράτος και η Βία (τα μυθικά αδέλφια της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας), είναι η έκφραση του Σαδισμού, στην καθαρή του πολιτική μορφή.

Από την άλλη, ο Λεοπόλδος Μάζοχ, ο πρώτος γνήσιος φεμινιστής συγγραφέας, με το έργο και την δράση του, δικαίωσε τον όρο που πηγάζει από αυτόν. Ο Μάζοχ, στο γνωστότερο του έργο « Η Αφροδίτη με τη Γούνα», υπογράφει συμβόλαιο με την αφέντρα του, διάρκειας 6 μηνών, η οποία οφείλει (και εδώ πρόκειται για παράδοξο), βάση του κοινωνικού τους συμβολαίου, να τον υποτάσσει, οδηγώντας τον στην ηδονή μέσα από τον εξευτελισμό του και την αίσθηση του ανήκειν σε αυτήν.

Πρόκειται βέβαια για αρχικώς και πρωτίστως ερωτικά παιχνίδια και πράξεις οι οποίες σκοπό έχουν τον ηδονισμό και των δύο. Η ειδοποιός διαφορά με τον σαδισμό, είναι πως το θύμα, δεν δικαιούται να αντλήσει ηδονή από την βάσανο στην οποία υποβάλλεται, ούτε να θέσει βεβαίως τους όρους του παιχνιδιού. Άρα, στο φιλοσοφικό ερώτημα κατά πόσον ο Λεοπόλδος Μάζοχ, θα ήταν το ιδανικό θύμα για τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, η απάντηση είναι πασιφανώς αρνητική. Όχι μόνο γιατί ο Μάζοχ, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ασκήσει έλεγχο γύρω από το πλαίσιο του βασανισμού του, αλλά και γιατί αρεσκόμενος και μη προβάλλοντας αντίσταση, θα «ξενέρωνε» τον Ντε Σαντ, που σκοπός του και πηγή ηδονής του, ήταν το να βλέπει και να νιώθει το θύμα του να υποφέρει με αποστροφή.

Στην παρούσα εργασία, κάνω μια υπόθεση ή θέτω καλύτερα ένα αξίωμα. Το αξίωμα αυτό λέει τα εξής:
Σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχουν τόσο τα μαζοχιστικά όσο και τα σαδιστικά στοιχεία προσωπικότητας. Εκείνο που διαφέρει είναι η ποσόστωση, αλλά και οι εκφάνσεις όπου το κάθε στοιχείο εκδηλώνεται. Είναι θα έλεγα στοιχεία, όπου στις κατάλληλες δόσεις είναι λειτουργικά, ενώ η υπερβολή τους μπορεί να βλάψει το άτομο ή τους γύρω του.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, πέρασε 29 χρόνια λόγω των γραπτών αλλά κυρίως των πράξεών του, σε σωφρονιστικά ιδρύματα και σε άσυλα φρενοβλαβών. Ο ίδιος ο Ναπολέων Βοναπάρτης, τον καταδίκασε σε 10ετή φυλάκιση, λέγοντας χαρακτηριστικά πως τα βιβλία του (αναφερόταν στην Ιουστίνη, ή τα Βάσανα της Αρετής) είναι ό,τι πιο επαίσχυντο είδε το φως της δημοσιότητας σε βιβλίο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, πως παρόλη την κατακραυγή από τους δημόσιους άρχοντες της εποχής, ο Μαρκήσιος είχε το φανατικό του κοινό, το οποίο κυκλοφορούσε τα γραφτά του από χέρι σε χέρι, μυστικά και τον αποκαλούσε Θεϊκό Μαρκήσιο.

Ο δε Λεοπόλδος, στο τέλος της ζωής του, το πέρασε έγκλειστος σε ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου φημολογείται ότι και πέθανε. Οι δυο τους, επηρέασαν όχι μόνο την ψυχιατρική ορολογία, η οποία προήλθε μέσα από πρωτότυπα έργα τους, αλλά και πολύ ευρύτερα. Παραδείγματα θα βρούμε στον Σίγκμουντ Φρόιντ, τον πατέρα της ψυχανάλυσης, στον Ανδρέα Εμπειρίκο, έναν από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφους, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί πως ήταν από τους πρώτους στην Ελλάδα ψυχαναλυτές, αλλά και εισηγητής του υπερρεαλισμού στην χώρα, όπου στον Μέγα Ανατολικό, το εκτενέστερο και τολμηρότερο πεζογράφημα της ελληνικής γραμματείας, αφιέρωσε ένα σεβαστό κομμάτι στον Μαρκήσιο.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης, πως το 1885, ο γάλλος κριτικός και ακαδημαϊκός Ογκυστίν Σαιντ- Μεβ, χαρακτήρισε τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, μαζί με τον Λόρδο Βύρωνα, ως τις δύο μέγιστες πηγές έμπνευσης για τους σύγχρονους συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους είδαν τον Μαρκήσιο ως τον πρωτοπόρο της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης και μάρτυρα της ελευθερίας. Ας μην ξεχνάμε πως στον εικοστό αιώνα, η υπερρεαλιστική κίνηση άντλησε έμπνευση από την εικονοκλαστική χρήση του ερωτισμού από τον Σαδ, και την προκλητική του απόρριψη κάθε περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας.

Από την άλλη, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Λεοπόλδος Μάζοχ, εκπροσωπεί την προσωπική άρνηση της ελευθερίας. Αντίθετα, ελεύθερα επιλέγει να μπει στον ρόλο του θύματος αντλώντας ηδονή απ’ αυτό. Θα αναφέρω σ’ αυτό το σημείο, ότι η πρώτη του σύζυγος, δεν άντεξε στις επίμονες απαιτήσεις του να πάρει αυτή τον ρόλο της αφέντρας, κι έτσι χώρισαν, ενώ από την Αφροδίτη με τις Γούνες, την ερωμένη του, άντλησε εν μέρει τις εμπνεύσεις του και κατάφερε να εκπληρώσει το όνειρό του, το κοινωνικό του μαζοχιστικό συμβόλαιο. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1869, ο Μάζοχ κι η ερωμένη του, βαρόνη Φανή Pistov, υπογράφουν το συμβόλαιό τους, καθιστώντας τον σκλάβο της για μια περίοδο έξι μηνών, με τον όρο ότι η βαρόνη θα φοράει γούνες όσο το δυνατόν συχνότερα, ειδικά όταν είναι σε σκληρή διάθεση. Ο Λεοπόλδος πήρε το ψευδώνυμο Γκρέκορ, το όνομα ενός στερεότυπου αρσενικού υπηρέτη, υποδυόμενος τον υπηρέτη της βαρόνης. Οι δυο τους ταξίδεψαν με τρένο στην Ιταλία. Όπως και στην Αφροδίτη με τη Γούνα, έργο που προηγήθηκε του συμβολαίου, ταξίδεψε στην τρίτη θέση, ενώ η βαρόνη στην πρώτη. Έτσι κατάφερε να κάνει τις φαντασιώσεις του που διοχετεύονται στα βιβλία του, πραγματικότητα.

Είναι σημαντικό να επαναλάβουμε, πως ο Μάζοχ, υπήρξε ο πρώτος θερμός φεμινιστής, που μέσω του μηνιαίου προοδευτικού περιοδικού «Στον Κολοφώνα- Διεθνής επισκόπηση», πολέμησε τον ντόπιο αντισημιτισμό και τάχθηκε υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης, αλλά και το δικαίωμα της καθολικής ψήφου. Ο όρος μαζοχισμός, εφευρέθηκε από τον αυστριακό ψυχίατρο Ρίχαρτ φον Κράφτ- Έμπινγκ, (ο οποίος υπήρξε και ο εισηγητής του όρου σαδισμός), που στο βιβλίο του Psychopathia Sexualis γράφει ανάμεσα σε άλλα: « Αισθάνομαι ότι δικαιολογημένα αποκαλώ αυτή την σεξουαλική ανωμαλία «μαζοχισμός», γιατί ο συγγραφέας Ζάχερ- Μάζοχ, κάνει συχνά αναφορά αυτής της διαστροφής, που μέχρι την εποχή του ήταν τελείως άγνωστη στον επιστημονικό κόσμο ως τέτοια, στο υπόστρωμα των γραπτών του. Ακολούθησα έτσι τον τρόπο με τον οποίο έγινε η επιστημονική διαμόρφωση του όρου δαλτονισμός (αχρωματοψία), από τον Νταλτόν που την αποκάλυψε. Ο Μάζοχ, δυσαρεστήθηκε με την ανάλυση του Κράφτ- Έμπινγκ, αλλά οι λεπτομέρειες της ζωής του ήταν άγνωστες μέχρι που η πρώην γυναίκα του, η Φον Ρύμελις, έγραψε τα απομνημονεύματά της το 1906, μετά τον θάνατό του, με τίτλο « Η ομολογία της ζωής μου».

Πέρα όμως από τις βιογραφικές αναφορές, αυτό που έχει σημασία εδώ να εξετάσουμε, είναι το πώς αυτά τα στοιχεία που έχουν εφαλτήριο το σεξουαλικό ένστικτο και τις ιδιομορφίες του, καθορίζουν και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, αλλά και την δόμηση της κοινωνίας ευρύτερα. Είναι αλήθεια πως το ζήτημα δεν είναι μονοδιάστατο. Μέσα στον άνθρωπο αλλά και στην κοινωνική δομή, υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα και εκφάνσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν επιχειρηματία, ο οποίος είναι συνηθισμένος να διατάσσει και να καθορίζει την καθημερινή εργασιακή εμπειρία πολλών ανθρώπων. Εκ πρώτης όψεως, θα λέγαμε πως τα κυριαρχικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τον κατατάσσουν περισσότερο στην κατηγορία των «σαδιστών». Όμως, ο άνθρωπος ως γνωστόν, δεν συμπεριφέρεται το ίδιο σε διαφορετικά πλαίσια. Η ισχύς που έχει στις επιχειρήσεις του, δεν τον κάνει αναγκαστικά κύριο κι αφέντη στο ίδιο του το σπίτι. Πολύ πιθανόν, από την πόρτα της εισόδου, μέχρι την κρεβατοκάμαρα, η ισχύς του να εξατμίζεται και να παραχωρεί τη θέση της, στην εξουσία της γυναίκας. Κι αυτό, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, είναι πολλές φορές πραγματικότητα και ανάγκη. Είναι η ανάγκη του συγκεκριμένου ανθρώπου να ισορροπήσει. Το να έχεις τον έλεγχο στα πάντα, είναι μεν αίσθηση εξουσίας και δύναμης, μα αγχώνει και κουράζει τον άνθρωπο. Έτσι, το να παραδίδεται στην εξουσία και στη θέληση της γυναίκας, αποτελεί θα έλεγα την χαλάρωσή του, την παθητική του εκτόνωση.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του υπαλλήλου του τώρα. Αυτός που ξεθεώνεται στην δουλειά για ένα ξεροκόμματο και επιστρέφει σπίτι του το βράδυ κουρασμένος, κομμάτια. Αυτός θα βρει πιθανότατα τις παντόφλες του στη θέση τους, το φαγητό έτοιμο να τον περιμένει, το νερό ζεστό να κάνει μπάνιο και μια γυναίκα υποτακτική. Είναι αυτός που όσο τρώει, θα βρίζει το αφεντικό και την κακιά του μοίρα, είναι αυτός που θα γυρίζει και το χέρι και είναι πάντα αυτός που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στα σημαντικά ζητήματα της οικογένειας. Τα παιδιά του τον φοβούνται και δεν έχει μάθει να χρησιμοποιεί τον διάλογο, παρά να δίνει μόνο εντολές. Κι αυτός εκφράζει την ανάγκη του για έλεγχο, την οποία δεν μπορεί να βρει στην δουλειά του, στο σπίτι του. Έτσι, ακολουθεί αντίστροφη πορεία από το αφεντικό του. Βέβαια, τίποτα δεν είναι απόλυτο. Μπορεί να είναι και στο σπίτι υποταγμένος, όπως και στην δουλειά και το αφεντικό του μπορεί να είναι αφέντης και στην δουλειά και στο σπίτι. Με την μόνη διαφορά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πως δεν υπάρχει ψυχική ισορροπία, ούτε αποφόρτιση των αρνητικών δυναμικών. Είναι μια μονόπλευρη διάσταση και πληκτική θα λέγαμε, με την έννοια του βιώματος.

Αν το σκεφτούμε καλά, ο βασικός λόγος για τον οποίο, κλείστηκαν σε άσυλα φρενοβλαβών και οι δυο τους, ήταν γιατί υπήρξαν ανισόρροποι. Η απολυτότητά τους , τους οδήγησε σε αυτή την ανισορροπία και στην ψυχική ασθένεια. Αυτή η απολυτότητα λοιπόν, που οδηγεί το άτομο στην ψυχική ασθένεια, κάνει και τις κοινωνίες να νοσούν, όταν μετατρέπονται σε απολυταρχικά καθεστώτα. Στο παράδειγμα τον ναζιστών, του απόλυτου κακού, όπως αυτό εκφράζεται από τον ντε Σαντ σε πορνολογικό επίπεδο, έτσι και σε κοινωνικό, εκφράζεται από τον Χίτλερ. Ο ρατσισμός, η σφαγή και η εξαφάνιση όλων όσων δεν κρίνονταν ίσοι της άριας φυλής, δεν είναι τίποτα άλλο, από την καθαρή έκφραση της σαδιστικής δύναμης και ικανοποίησης, πόσο μάλλον, που οι δολοφονίες και οι αφανισμοί των εβραίων, τα πειράματα σε νάνους κτλ, γίνονταν με τόσο γραφειοκρατικό και απαθή τρόπο, που εξισώνεται αμέσως με το τερατώδες. Χωρίς αισθήματα λοιπόν.

Από την άλλη, ο ρομαντικός κουμμουνισμός, μπορούμε να ισχυριστούμε πως είναι η μαζοχιστική έκφραση της πολιτικής ιδέας. Αυτοί οι πονολάγνοι, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Εμπειρίκος στον Μέγα Ανατολικό, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μεταλλαγμένοι χριστιανοί, που αφαίρεσαν το θρησκευτικό στεφάνι, για να φορέσουν ένα άλλο, που δεν υπολείπεται όμως σε αγκάθια. Ονειρεύονται έναν κόσμο ισότητας κι αλληλεγγύης, με ίσες ευκαιρίες και δικαιώματα για όλους, που όμως στην πράξη, έχει αποδειχτεί επικίνδυνος. Ο ίδιος ο Μαζόχ, ήταν ουτοπιστής, σοσιαλιστής. Οι άνθρωποι που μειονεκτούν και ασφυκτιούν σε ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο είναι σκληρό και αμείλικτο, οραματίζονται έναν κόσμο όπου αυτή η σκληρότητα κι η απανθρωπιά θα πάψει να υφίσταται. Κι αυτό είναι το ιδανικό του κουμμουνισμού. Ένας επίγειος, υλιστικός παράδεισος, όπου ο άνθρωπος δεν θα στερείται τα βασικά, κι ούτε θα υστερείται πνεύματος. Ας πάρουμε για παράδειγμα, τα δυο μεγαθήρια του 19ου αιώνα στη Ρωσία. Τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι. Ο μεν Τολστόι, παρότι κοινωνικά, ανήκε στην άρχουσα τάξη, προσπάθησε με πράξεις, κτίζοντας σχολεία, προσφέροντας καλύτερες συνθήκες εργασίας στους εργάτες των κτημάτων του κτλ, να καλυτερεύσει το επίπεδο ζωής και μόρφωσης των συνανθρώπων του. Αν ζούσε στη σημερινή εποχή, θα χαιρόταν αν μέρος από τα λεφτά που θα ξόδευε στον καφέ μιας γνωστής αλυσίδας, πήγαιναν για την ενίσχυση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των παιδιών στην Αφρική. Ή θα διοργάνωνε ευχαρίστως ένα τσάι, για την ενίσχυση φιλόπτωχων και φιλανθρωπικών εν γένει ιδρυμάτων. Αυτή του όμως η θέση, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενισχύει τον ρόλο της θυματοποίησης, θα μπορούσε να πει κάποιος.

Ο δε Ντοστογιέφσκι, προερχόμενος από μια πιο λαϊκή βάση, έχει τη θέαση του κόσμου εκ των πραγμάτων, από τα κάτω προς τα πάνω, κι όμως η γραφή του είναι πιο σαρκαστική, έχει περισσότερο χιούμορ και τραγικότητα παράλληλα και είναι πιο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα βιώματά του, τον έκαναν να βλέπει πιο μακριά και να νιώθει τον ανθρώπινο πόνο σε πιο μεγάλο βάθος. Και παρότι στην αρχή στα πρώτα νεανικά του χρόνια, υπήρξε μέλος της ομάδας Πετραζέφσκι, που αποτελείτο από σοσιαλιστικά στοιχεία, με σκοπό την ανατροπή του Τσάρου και την επιβολή ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος, στην πορεία της ζωής του, μετά ουσιαστικά την θανατική του καταδίκη και την μετατροπή της την τελευταία στιγμή σε 4 χρόνια κατέργων στην Σιβηρία, υιοθέτησε μια καθαρά χριστιανική αντίληψη της ζωής, πέρα από σοσιαλιστικούς – υλιστικούς όρους. Αυτές οι δυο μεγάλες προσωπικότητες και ταυτόχρονα λογοτεχνικά μεγαθήρια, μας δείχνουν με τον βίο και το έργο τους, ότι η διαλεκτική μεταξύ σαδισμού και μαζοχισμού, είναι ο πυρήνας της ισορροπίας του ανθρώπου αλλά ταυτόχρονα και της κοινωνικής πάλης.

Κωνσταντίνος Ν. Μακρής
Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπευτής, Λογοτέχνης
Κύπρος 2021