1η Ερώτηση ΣΠΕΚ: Υπάρχει κάποιο γεγονός (ευχάριστο ή όχι) που θυμάστε έντονα; Σας επηρέασε, σας προβλημάτισε, σας άλλαξε τις αναζητήσεις, σας ενέπνευσε για δημιουργία και κέρδος;
Κ.Β.: Υπάρχουν πολλά, στα 82 χρόνια της ζωής μου, εκείνο όμως που με σφράγισε ανεξίτηλα είναι το πρώτο που θυμάμαι, πιτσιρικάς 3 – 5 ετών: Δευτερά, γεωργικό χωριό, 25 του Μάρτη, διπλή γιορτή, αργία, καλός καιρός κι η μητέρα μου Σιερινιά (Ειρήνη), τριανταπεντάρα τότε, παίρνει μαζί της με το γαϊδούρι εμένα (το 7ο από τα εννιά παιδιά της) στον Παλλουρόκαμπο να δει τα σπαρμένα της αν πηγαίνουν καλά και να μαζέψει αγριόχορτα (αγρέλια, γαλατούνες και καφκαρούες, δηλ. αγριοαγγινάρες). Σε μια στιγμή έμεινα άφωνος όταν με μια βουτιά τερματοφύλακα άρπαξε ένα λαγό που κρυβόταν σ΄ ένα θάμνο αγρελιάς, σε 3 – 4 λεπτά τον καθάρισε, τον έκρυψε στο καλάθι της και γνέφοντάς μου με το δάχτυλο στα χείλη (= μη) μου είπε μια λέξη, γιασάκκι, που πρώτη φορά την άκουα, ένιωσα όμως ότι αυτό που έκανε ήταν παράνομο, απαγορευμένο. Η λέξη αυτή είναι η πρώτη που θυμάμαι, τούρκικη μεν (yiasak) αλλά εξελληνισμένη (το γιασάκκι). Γιατί με σφράγισε; Για πολλούς λόγους: Πρώτα γλωσσικά, αφού όσες ξένες λέξεις πολιτογραφούμε, τις εξελληνίζουμε πρώτα. Κι ύστερα, νοηματικά, γιατί με δίδαξε ότι είναι λατρεμένο το απαγορευμένο (πβλ. και το σωτήριο θανάσιμο αμάρτημα των πρωτοπλάστων), την ερωτική επαφή με τη φύση (για να έχουμε στύση) και πάνω απ΄ όλα τον αυτοκρατορικό ρόλο της Μάνας (Μάνα Γη, Μάνα Πατρίδα ως μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα).
2η Ερώτηση ΣΠΕΚ: Υπάρχει κάποιο έργο σας, λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό ή επιστημονικό που θα το κάνατε διαφορετικά ή καθόλου; Γιατί; Αν όχι, απαντήστε μονολεκτικά;
Κ.Β.: Αστειεύεστε; Να αρνηθώ τα λάθη μου, που ήταν πολλά, αλλά ήταν το σχολείο, τα λάθη μου; Και να ζητώ από τον Θεό, όπως ζητά ο Κώστας Μόντης, να αποσείρει τον Άνθρωπο από τη ζωή επειδή τάχα το ¨πείραμα¨ Του απέτυχε; Κύρι΄ ελέησον!
3η Ερώτηση ΣΠΕΚ: Τί αναζητάτε ακόμη στην ζωή σας και την λογοτεχνική/ καλλιτεχνική/ επιστημονική/ επαγγελματική σας πορεία; Υπάρχουν συγκεκριμένες «ανησυχίες»;
Κ.Β.: Τι σημαίνει ακόμα; Με συγχωρείτε αλλά στο ακόμα εσείς είστε και φαίνεστε, αστειεύομαι φυσικά. Για μένα δεν υπάρχει ακόμα, αλλά νυν και αιέν. Σίγουρα αναζητώ αυτό το άτιμο Κάτι, όπως η Καίτη Γαρμπή στο ομότιτλο τραγούδι του Φοίβου, εάν επιλάθωμαι αυτού κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, ανησυχώ άρα υπάρχω, αγία εστί η ανησυχία (Σαμαράκης) κι αρνούμαι (πάλι Σαμαράκης) να ενδώσω σε όποιας μορφής ύπνο, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτοκτονία.
4η Ερώτηση ΣΠΕΚ: Τί σημαίνει για σας «καλή υστεροφημία»; Τί να θυμάται ο κόσμος για σας;
Κ.Β.: Κατ΄ αρχήν το θεωρώ ανόητο να σκέφτεται ένας δημιουργός την υστεροφημία του, το μόνο που πρέπει να σκέφτεται είναι πώς να δώσει τον καλύτερο εαυτό του στο δημιούργημα, κι αυτό να μιλήσει, η τελική ετυμηγορία ναι ή όχι ανήκει στον Άλλο, δηλ. στους δέκτες. Να μου επιτρέψετε λοιπόν να πω ποιητικά τι εννοώ, μ΄ ένα πεζόμορφο ποίημα από τη συλλογή «Το ίλαντρον», 2000 (ίλαντρος, ο: γέραντρος δηλ. γέρικος αλλά θαλερός και ακμαίος, δέντρο ή άνθρωπος π.χ. ελιά, Πρίαμος):
«Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ Ο ΚΑΤΣΙΝΙΟΡΟΣ που τον ελαλούσαν τζιαι Σκορταλλό ή Καρακάξα γιατί ήταν αρσινικοθήλυκος, ένας καλόηρος πο΄ ΄ξίππεσε που τ΄ Αγιονόρος τζιαι στα μηναλλάγια εμεταλλάσσετουν, όποτε έθαφκε άδρωπον (= άντρα) εγίνετουν γεναίκα τζιαι γεναίκαν άδρωπος τζιαι την ημέρα που εθάφκασι τον ποιητάρη τον κατάπρωτο τον Δρούμπο τον Μελάρη, πο ΄καμνε τζιαι τον ψάλτη τζιαι τον δάσκαλο τζιαι τον βκιολάρη τζιαι τον λαουτάρη, εσύρναν του μέσα στον τάφο, πριν να τον σιεπάσουν, ένα ένα τα τραούθκια του τζιαι τα βκιολιά τζιαι τα λαούτα του, χους ει και εις χουν απελεύσει, ως τζιει π΄ αναταράχτηκε μεσα στα μνήμα τζι είπεν τους, Μα τον Θεό, αν είσαστι χριστιανοί, αφήστε μάγκουμου ένα μανέ, ένα τσιάττισμα, ένα στίχο, μα τζιείνη ανυπόμονη, αναμαλλιάρα, Ούτε λέξη, λαλεί τους, να του τα σύρετε ούλλα ως τη φόλλα, τζιαι τα στοματικά τζι όσα εν΄ γραμμένα πα΄ στην κόλλα, αν έσιει κατιτίς π΄ αξίζει εν΄ να βλαστήσει που τον τάφο του, τον ππεζεβέγκη, να του κάμνει λέγκι λέγκι.»
Γλωσσάρι
κατσινιόρος, ο: σκορπιός | σκορταλλός, ο: κορυδαλλός | καρακάξα, η: κίσσα | ξιππέφτω: ξεπέφτω | μηναλλάγια, τα: συμπτώματα αλλαγής του μηνός | ως τζιει: ως εκεί, ως τη στιγμή | μάγκουμου: τουλάχιστον | τσιάττισμα, το: δίστιχο | φόλλα, η: το μηδέν, το καθόλου | λέγκι λέγκι: (να του παίζει) βιολί.
Ο Κώστας Βασιλείου, γεννήθηκε το 1939 στην Πάνω Δευτερά της επαρχίας Λευκωσίας. Προέρχεται από φτωχή, αγροτική οικογένεια και είναι ο μόνος από τα εννέα αδέλφια του που κατάφερε να μορφωθεί. Απόφοιτος του Παγκυπρίου Γυμνασίου και πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος από το 1963 μέχρι το 1999. Ποιητής και ερασιτέχνης ρεσπέρης (γεωργός). Έχει εκδώσει ποιητικά έργα και μελέτες για μείζονες κύπριους ποιητές: Βασίλη Μιχαηλίδη, Κώστα Μόντη και άλλους. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Το έργο του διακρίνεται για την ειρωνική και σαρκαστική αποτύπωση της σύγχρονης πραγματικότητας καθώς και για την εκφραστική τόλμη του. Εκτός από άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, στα έργα του χειρίζεται άψογα και την κυπριακή διάλεκτο. Πρόσφατα, η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου του απένειμε το Βραβείο «Γ.Φ. Πιερίδης» για το έτος 2018 για την προσφορά του στην κυπριακή λογοτεχνία.