«Τι είναι παράδοση; Είν’ τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά, ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ’ άστρα εκτόξευσή μας;…Και πως μας φανερώνεται εντός μας;…Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φως που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;».
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, που απασχολούσαν το μεγαλόπνοο μουσικοσυνθέτη της Ελλάδας και όχι μόνο, τον αείμνηστο Μάνο Χατζηδάκη, στο κείμενό του με τίτλο Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι. Παρόμοια ερωτήματα, πιστεύουμε, αναδύονται στο μυαλό του καθενός από εμάς, όταν σκεφτόμαστε ή ακούμε τη λέξη παράδοση. Και είναι αναμφίβολα αλήθεια, ότι ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για τις παραδόσεις μας και για την ανάγκη να μείνουμε πιστοί σε αυτές. Οι νέοι μας συνήθως μένουν αδιάφοροι και, μη γνωρίζοντας τι είναι παράδοση, πέφτουν σε τρόπους ζωής αποστασιοποιημένης από αυτήν. Και οι μεγαλύτεροι όμως σε ηλικία δεν έχουμε καταλάβει ακόμη οι περισσότεροι τι είναι αυτό που λέμε παράδοση. Ο καθένας έχει διαμορφώσει γι’ αυτήν μια προσωπική του άποψη. Συνήθως έχουμε την εντύπωση, ότι η παράδοση είναι στενά δεμένη με το παρελθόν, είναι δηλαδή κάτι το παλιό, το φθαρμένο, το ντεμοντέ. Έτσι, οι νέοι, κυρίως, αρέσκονται να φέρονται, να μιλάνε και να σκέπτονται μοντέρνα, νοιώθουν κάτι να τους απωθεί από την παράδοση, μια και θα διακινδύνευαν το χαρακτηρισμό τους σαν καθυστερημένοι, αν έδειχναν πως τους γοητεύει. Η αντίληψη αυτή είναι τελείως λανθασμένη. Και αυτό, γιατί τα στοιχεία της παράδοσης, που είναι μια αλυσίδα, η οποία αρχίζει από το παρελθόν, φθάνουν μέχρι σήμερα στην εποχή μας, ανανεωμένα, με νέες μορφές, με νέες προοπτικές και μπορούν να προσαρμοσθούν στις σημερινές συνθήκες. Στην παράδοση δεν έχουμε το στατικό στοιχείο, που ευνοεί την μουμιοποίηση. Αντίθετα, έχουμε το δυναμικό στοιχείο, που χρησιμοποιώντας το υλικό από το παρελθόν, έχει τη δύναμη να δημιουργεί νέες μορφές, οι οποίες βοηθούν το σύγχρονο άνθρωπο στην επιβίωσή του. Αυτό σημαίνει, ότι οι θρησκευτικές και εθνικές μας παραδόσεις είναι ζωντανές, δεν είναι νεκρές. Δεν επιζητούμε να αναθέσουμε στους νέους το ρόλο του νεκροθάφτη. Επιθυμούμε να γίνουν οι φορείς αυτής της ζωντανής παράδοσης, που μεταφέρεται μέσα στους αιώνες ως πολύτιμο κεφάλαιο αυτοσυνειδησίας μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Λαοί που δεν έχουν παράδοση, δεν έχουν ζωή. Είναι καταδικασμένοι σε μαρασμό και θάνατο. Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες έχουμε τεράστιο κεφάλαιο στη διάθεσή μας από τον υπέροχο πλούτο της παράδοσής μας, τον οποίο όμως αγνοούμε σε όλες του τις πτυχές. Στοιχεία θρησκευτικά, λαογραφικά, τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά, συνεταιριστικά και διάφορα άλλα, συνιστούν σε όλη την έκτασή της την έννοια της παράδοσής μας, που όταν τα μάθουμε θα εκπλαγούμε για την πληρότητά τους και για τη δυνατότητά τους να μας προσφέρουν ό,τι αληθινά έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε ως ανθρώπινα όντα μέσα στους σύγχρονους χωροταξικούς, ηθικούς και πνευματικούς λαβύρινθους των πόλεών μας.
Το πνεύμα, λοιπόν, της ανανέωσης και κατά συνέπεια της αναδημιουργίας των παλαιών πολιτισμικών στοιχείων εμφανίζεται αναγκαίο, και μάλιστα, όταν πρόκειται για την παράδοση εκείνη που στηρίζεται στον προφορικό λόγο, με απώτερο σκοπό ως συνέπεια αυτής της ανανέωσης και μεταβολής μέσα από την προφορική παράδοση να είναι η αδιάκοπη αναπροσαρμογή των ίδιων των πολιτισμικών στοιχείων.
Στην σύγχρονη εποχή όμως, που η προφορική παράδοση έχει υποχωρήσει έναντι της γραπτής και της ηλεκτρονικής, η ανανέωση και η αναδημιουργία των πολιτισμικών στοιχείων του παρελθόντος παρουσιάζει ασφαλώς μεγαλύτερη στατικότητα.
Έτσι, πολλά από τα ήθη και τα έθιμα έχουν σταματήσει να υφίστανται εδώ και πολλά χρόνια. Αντίθετα, άλλες συνήθειες εξακολουθούν και σήμερα να υφίστανται, έστω και όχι σε τόσο μεγάλη συχνότητα, όσο στο παρελθόν.
Μετά από όλα αυτά εύλογα δημιουργούνται ορισμένα ερωτήματα:
Η αξιολόγηση των πολιτισμικών στοιχείων του παρελθόντος από ποιους παράγοντες εξαρτούνται; Ποιοι είναι οι παράγοντες αυτοί, που καθορίζουν την αξία τους και κατά συνέπεια τη διάσωσή τους ή τον αφανισμό τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου;
Η αξία των πολιτισμικών στοιχείων του παρελθόντος προσδιορίζεται από το ευρύτερο πλαίσιο της εκάστοτε κοινωνίας και σχετίζεται με οικονομικούς και αισθητικούς παράγοντες, την κοινή άποψη και αντίληψη, το επίπεδο επιστημονικής γνώσης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και από τη συμβολική τους διάσταση και την ποιότητα των πληροφοριών που μας παρέχουν για το παρελθόν.
Το ενδιαφέρον όμως αναζήτησης, διατήρησης, αλλά και προστασίας των στοιχείων του παρελθόντος, παρατηρείται και στη σύγχρονη εποχή, εξαιτίας των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, που συντελέστηκαν κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και εξαιτίας της αστικοποίησης του αγροτικού πληθυσμού και των ξένων επιδράσεων. Οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις συντέλεσαν στη σταδιακή υποχώρηση των στοιχείων του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η προσπάθεια, λοιπόν, των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων για την προστασία των πολιτισμικών στοιχείων του παρελθόντος, αλλά και η αγάπη και ο θαυμασμός του ανθρώπου για το παρελθόν, καθώς επίσης και η εξυπηρέτηση εμπορικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων, συνέβαλαν στην εξάπλωση των αναπαραστάσεων και των αναβιώσεων των διαφόρων εθίμων της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Τα έθιμα αυτά, που έχουν απολέσει τη λειτουργική και συμβολική τους σημασία, μαζί με τους χορούς και τα τραγούδια, αναπαριστάνονται και αναβιώνονται πολύ συχνά κυρίως από αστικοποιημένα άτομα, που διατηρούν συναισθηματικούς δεσμούς με αυτά. Αυτά τα άτομα, τα οποία είναι και συνειδητοποιημένα σχετικά με την αξία και τη σημασία της παράδοσης στη σύγχρονη ζωή, γνωρίζουν ότι, όποιος έχει τουλάχιστον την πρόσφατη συνέχεια του τόπου του μέσα του, είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί πως τα γραφικά, οι παραστάσεις, οι συνήθειες του παρελθόντος είναι άχρηστες και δεν μας ενώνουν με τους προγόνους μας, αν ήδη δεν τους έχουμε τοποθετημένους ανεξίτηλα μέσα μας. Επίσης, γνωρίζουν ότι, οι συνήθειες των προγόνων μας είναι ενδιαφέρουσες μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μας και μας εξυπηρετούν στη ζωή του σήμερα.
Ασφαλώς, για αυτές τις συνήθειες των προγόνων μας, οι οποίες απαρτίζουν τα πολιτισμικά στοιχεία του παρελθόντος, όλοι μας έχουμε ακούσει κάποια πράγματα μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, του σχολείου και του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε. Σίγουρα όλοι μας έχουμε συνηθίσει από το σχολείο, την οικογένεια, το κράτος να ακούμε, ότι οφείλουμε σεβασμό στην παράδοση του τόπου μας. Είτε αυτή είναι πολιτιστική, είτε είναι θρησκευτική. Η προτροπή αυτή έχει κάτι το αυτονόητο από την εξής άποψη: Παράδοση είναι η κληρονομιά του παρελθόντος.
Ο σεβασμός όμως σε αυτήν την κληρονομιά δεν σημαίνει πισωγύρισμα. Ούτε σημαίνει αγκίστρωση στο παρελθόν. Υπάρχει η έκφραση «γυρίζω σελίδα στη ζωή μου». Αυτό δεν σημαίνει ότι, την προηγούμενη σελίδα την περιφρονώ, αλλά ότι κοιτάω να μάθω από το παρελθόν και να κινηθώ προς το μέλλον.
Ας μην λησμονούμε ότι, όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Η επίδρασή τους είναι ζωντανή μέσα στο παρόν, αλλά δεν υφίσταται αμιγής όπως ήταν κάποτε. Έχει υποστεί κάποια μετάλλαξη. Όταν, λοιπόν, ένας οργανισμός, άνθρωπος, κοινωνία, εξελίσσονται, δεν απορρίπτουν τα προηγούμενα στάδια που έχουν πλέον ξεπεράσει, αλλά τα ενσωματώνουν διαφοροποιημένα και προσαρμοσμένα στην τρέχουσα κατάσταση. Ένας ενήλικας δεν διαγράφει την παιδική του ηλικία, προκειμένου να σταματήσει να παίζει με στρατιωτάκια και κούκλες, γιατί θα ξεχάσει επίσης την ανάγνωση, την γραφή, την ομιλία και το βάδισμα. Όλα αυτά τα μαθαίνει ως παιδί. Επομένως, την παιδική μας ηλικία την έχουμε ενσωματωμένη μέσα μας ως μια θετική κληρονομιά. Όχι όμως όπως ακριβώς ήταν όταν την ζούσαμε, αλλά διαφοροποιημένη, χωρίς παιδικά παιχνίδια, έχοντας το αποτέλεσμα όλων των βιωμάτων και των γνώσεων συγχωνευμένο στην νοοτροπία του ενήλικα. Ενώ, δηλαδή, την ξεπερνάμε, ταυτόχρονα την χρησιμοποιούμε και ως στήριγμα της ώριμης μας ζωής. Όταν ανεβαίνουμε ένα σκαλοπάτι, το προηγούμενο δεν το καταστρέφουμε με περιφρόνηση, αλλά το αφήνουμε στη θέση του, γιατί στηρίζει μαζί με όλα τα άλλα την σκάλα επάνω στην οποία βρισκόμαστε. Είμαστε όμως ήδη σε επόμενο σκαλοπάτι και όχι στο προηγούμενο, κοιτώντας μπροστά σ’ένα μελλοντικό κόσμο που καταφθάνει και όχι πίσω. Αυτή είναι η υγιής ψυχολογική στάση. Το πισωγύρισμα δεν οδηγεί πουθενά. Αυτό καλούνται οι κοινωνίες να κατανοήσουν σήμερα.
Η κατάσταση αυτή των κοινωνιών μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο, όταν ο καθένας από εμάς, ως άτομο, βρει τις ισορροπίες μέσα του. Όταν ξεκαθαρίσει τις σχέσεις του με το δικό του παρελθόν, όταν νοιώσει την απαραίτητη ευγνωμοσύνη προς τους γονείς του, προς την κοινωνία στην οποία ανήκει, προς τους πάντες και ταυτόχρονα μπορεί να κινείται προς το μέλλον, κάνοντας επαναστατικές αλλαγές μέσα του. Αυτά τα δύο φαίνονται αντιφατικά, αλλά ουσιαστικά δεν είναι τέτοια. Η αντίφαση υπάρχει μόνο στην μαθηματική λογική του ανθρώπου. Η λογική της καρδιάς μπορεί να τα συνδυάσει με μεγάλη ευκολία. Εισχωρώντας κάποιος σε βάθος μέσα του, φθάνει σε μια κατάσταση όπου μπορεί να ωφελείται από το παρελθόν και ταυτόχρονα, όταν χρειαστεί, να το προσπερνάει, ώστε να υπερβαίνει τα παλιά σύνορα και να κινείται σε νέους χώρους.
Σε αυτήν τη λογική της καρδιάς στηριζόμενοι, προσπερνάμε τα σκαλοπάτια, που πατώντας σταθερά και με ασφάλεια επάνω τους φθάσαμε μέχρις εδώ, μέχρι το σήμερα και προχωρούμε ως σύγχρονοι πλέον πολίτες προς τους αχανείς ορίζοντες του μέλλοντος.
Χρήστος Ντικμπασάνης
ποιητής, συγγραφέας και μελετητής των θρησκειών
Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2023