Αρθρογραφία

31/1/2021 | «Περί Γνώσης» – Ιάκωβος Γαριβάλδης

Γαριβάλδης Ιάκωβος

Εισαγωγή

ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν
οὐκ ἔχει γνώμας…
Ηράκλειτος, Ο Λόγος και το Εν, 5.78

Ο Ηράκλειτος με την πιο πάνω φράση λέγει πως εμείς ως θνητοί δεν είναι δυνατό να έχουμε ουσιώδη γνώση μόνον οι θεοί είναι δυνατόν να έχουν αληθινή και ουσιώδη γνώση (…θείον δε έχει).

Η ηρακλήτεια αυτή ρήση εντάσσεται εντός του πλαισίου του σκεπτικού του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας-Κύπρου και θεωρείται επίκαιρη και κατάλληλη προς περισσότερη ανάλυση. Υπάρχει βέβαια αυτή η ρήση και στο έργο του Ωριγένη (Κατά Κέλσου, 6.12.14-5, απόσπ. 78). Δεν γνωρίζουμε τον τίτλο του βιβλίου του Ηράκλειτου γιατί δεν έχει σωθεί και ο τίτλος ‘Ο Λόγος και το Εν’ είναι θέμα σύγχρονης ταξινόμησης.

O Ηράκλειτος όμως αντιδιαστέλλει το ‘ανθρώπειον ήθος’ προς το ‘θείον ήθος’, δηλ. τον ανθρώπινο τρόπο προς τον θεϊκό τρόπο, τον τρόπο που χρησιμοποιεί κανείς προκειμένου να αποκτήσει γνώση. Στο ίδιο κείμενο ο Ηράκλειτος σημειώνει πως ‘ξυνον εστι πασι το φρονεειν’ (είναι κοινή σε όλους η λογικότητα / σύνεση / φρόνηση).

Ο Αριστοτέλης από την πλευρά του περί γνώσης και μνήμης λέγει: ‘ὅταν γὰρ ἐγγένηται ἡ ἕξις ἢ τὸ πάθος͵ τότε μνήμη ἐστίν…'[1], (μόνον όταν γίνεται απόκτημα το ερέθισμα/η γνώση ή το πάθος τότε μπορεί να υπάρχει και μνήμη). Εδώ αμέσως γεννάται το ερώτημα αν όταν υπάρχει μνήμη υπάρχει συνάμα και γνώση και τέλος ποια η διαφορά μεταξύ γνώσης και μνήμης; Την απάντηση σ’ αυτά τα δύο ερωτήματα δίνει πιο κάτω στο παρόν ο ίδιος ο Αριστοτέλης.

Ο Εμπεδοκλής δεν χρησιμοποιεί τη λέξη ‘γνώμην’ (γνώση), όλοι όμως οι άλλοι οι προσωκρατικοί, όπως Παρμενίδης, Δημόκριτος, Αναξαγόρας, κ.ά. την χρησιμοποιούν με την ίδια έννοια που έχει σήμερα. Ο Αναξαγόρας π.χ. μιλώντας για την παντογνωσία του νου γράφει: ‘και γνώμην γε περί παντός πάσαν ίσχει και ισχύει μέγιστον'[2] (και έχει πάσα γνώση για τα πάντα).

Ο Πλούταρχος τώρα με το ‘απιστίη διαφυγγάνει μη γιγνώσκεσθαι’[3] (από τη δυσπιστία μας διαφεύγει κάτι και δεν γίνεται γνωστό) εννοεί πως προϋπόθεση για τη γνώση προβάλλεται η πίστη. Συγγενεύει δηλαδή τη γνώση με την πίστη υποδηλώνοντας για παράδειγμα πως ο θεός ‘αποκαλύπτεται’ δεν ‘γιγνώσκεται’.

Συνάμα οι λέξεις νόος (μυαλό) και φρήν (φρόνηση) συναντάται σε πολλά αρχαία κείμενα όπως στον Πρόκλο, ‘τις γαρ αυτών νόος ή φρην;χρείωνται ομίλω, ουκ ειδότες ότι οι πολλοί κακοί, ολίγοι δε αγαθοί’[4] (Ποιο είναι το μυαλό και η φρόνησή τους;… δασκαλεύονται από τον όχλο, δίχως να γνωρίζουν ότι πολλοί οι κακοί και λίγοι οι καλοί.)

Όσο για την προέλευση της γνώσης ο Ιππόλυτος λέγει: ‘όσων όψις ακοή μάθησις, ταύτα εγώ προτιμέω'[1] (εγώ προτιμώ όσα πέφτουν στην αντίληψή μου από την όραση και την ακοή).

Παράλληλα ο Δημόκριτος, διαχωρίζει τη γνώση. ‘την γνησίην‘, της διάνοιας από τη γνώση, ‘την σκοτίην‘ των αισθήσεων, και απορρίπτει τη δεύτερη. Κατά παρερμηνεία δηλαδή γνήσια γνώση, σύμφωνα με τον Δημόκριτο, είναι αυτή που ακολουθεί ή απορρέει από τη διάνοια, τη σκέψη, τη λογική, ενώ σκοτεινή γνώση είναι η γνώση που απορρέει από τις αισθήσεις. Κι όταν λέει σκοτεινή ο Δημόκριτος εννοεί ότι υπάρχει η αμφισβήτηση εντός τέτοιας γνώσης, παρ’ όλο που οι αισθήσεις μας την παρουσιάζουν ως αληθινή.

Ο ορισμός της γνώσης που κάποιοι σύγχρονοι φιλόσοφοι επιστημολόγοι (οι ασχολούμενοι με τη θεωρία της γνώσης) έχουν υιοθετήσει είναι ο ακόλουθος:

«Γνώση είναι η αληθινή, δικαιολογημένη πίστη».

Σχετικά με τη μνήμη, ο ίδιος πιστεύει ότι αυτή είναι γνώση όταν το περιεχόμενό της είναι λ.χ. το μαθηματικό Πυθαγόρειο Θεώρημα (ότι για κάθε ορθογώνιο τρίγωνο το μήκος της υποτείνουσας ισούται με την τετραγωνική ρίζα των αθροισμάτων των δύο άλλων πλευρών στο τετράγωνο: α2+β2 = γ2). Από την άλλη όμως πλευρά, η μνήμη δεν είναι γνώση όταν το περιεχόμενό της είναι μύθος, λ.χ. της αρπαγής του Γανυμήδη από τον Δία. Τέλος θεωρεί τη μνήμη ως δυνατότητα του νου να ανακαλεί (να θυμάται) γεγονότα και ιδέες του παρελθόντος.

Από δικής του πλευράς ο Πλάτων θεωρούσε τη μνήμη ως παθητική ανάπλαση των εικόνων, και ενεργητική την ανάμνηση στην οποία απέδιδε και το σύνολο της γνώσης. Στη συνομιλία του Ευθύφρωνος με το Σωκράτη γράφει: ‘τὸ γὰρ νέον ὄντα τοσοῦτον πρᾶγμα ἐγνωκέναι οὐ φαῦλόν ἐστιν…’ [2], (δεν είναι ασήμαντο πράγμα ένας νέος να κατέχει γνώσεις για σπουδαίες υποθέσεις). Άρα ο Πλάτων θεωρεί πως η γνώση είναι συνήθως απόκτημα των μη νέων οι οποίοι μπορούν να έχουν και επαρκείς αναμνήσεις.

Ο άνθρωπος πάντα δημιουργούσε χρησιμοποιώντας τη μνήμη, τη γνώση και την ευφυΐα του∙ μήπως το πράττει για ν’ αποδείξει πως διαφέρει από τ’ άλλα ζώα, ή το πράττει για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον περίγυρό του;

Ο Αριστοτέλης λέγει ‘διὸ καὶ ἑτέροις τισὶν ὑπάρχει τῶν ζῴων͵ καὶ οὐ μόνον ἀνθρώποις καὶ τοῖς ἔχουσι δόξαν ἢ φρόνησιν…’[3], (γι’ αυτό υπάρχει [η μνήμη] και σε μερικά άλλα ζώα και όχι μόνον στους ανθρώπους). Έτσι, με τη φράση αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε πως και ο Αριστοτέλης πίστευε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ μνήμης και γνώσης, εφόσον και μερικά άλλα ζώα έχουν ως κτήμα τους τη μνήμη ενώ τα ίδια δεν έχουν γνώση, όπως έχει αυτή οριστεί πιο πάνω.

Η γνώση του νοητού όντος περιγράφεται από τον Πλάτωνα ως “Αληθής Δόξα μετά λόγου” στο Συμπόσιο 202a2-10, 209e5-211d1, και στο Μένων 97e2-98c4. H ίδια η γνώση πάντως περιγράφεται επίσης με τον ίδιο τρόπο από τον Πλάτωνα ως “Όνομα και Λόγος”, στο Σοφιστής. Μεταξύ γνώσης και άγνοιας, σύμφωνα πάντα με το Συμπόσιο του Πλάτωνα, υπάρχει η Αληθής Δόξα (δηλ. αληθινός ισχυρισμός, δοξασία) η οποία δεν είναι μέρος της γνώσης διότι είναι άλογος και δεν είναι μέρος της άγνοιας διότι είναι μέρος της γνώσης του νοητού όντος.

Ο άνθρωπος τώρα, κάνοντας χρήση της μνήμης και μόνον μήπως άραγε αυτό τον καθιστά γνώστη; Αν τον καθιστά γνώστη κάποιων εννοιών τότε δεν έχει τίποτα περισσότερο ν’ απαντήσει ή να ερευνήσει πάνω στις ίδιες έννοιες. Αν όμως δεν γνωρίζει τότε ίσως λογίζεται πως κατέχεται από άγνοια ή ακόμη πως είναι και μωρός εφόσον δεν διαφέρει από τα ζώα.

Παράλληλα και ξεφεύγοντας λίγο από τον όρο «γνώση» ο πιο πλούσιος, ο πιο ισχυρός συγκάτοικος και συγγενής της γνώσης, την οποία ο άνθρωπος επιδιώκει και για την οποία θυσιάζεται, είναι το απόλυτο άγνωστο. Δηλαδή το άγνωστο για το οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε αν υπάρχει. Το άγνωστο που είναι εντελώς απροσδιόριστο. Η μόνη υπόσταση η οποία είναι απόλυτη στην παντοδυναμία της αλλά και συνάμα απόλυτη στην αδυναμία της.

Το τι είναι δυνατό ν’ αποτελεί αυτό το άγνωστο στην πράξη έχει προβληματίσει πολλούς. Γι’ αυτό και συνεχώς ο άνθρωπος προσπαθεί να παρουσιάσει κάποιες ερμηνείες, κι ας ταλαιπωρείται μ’ αυτές. Για τον ίδιο επίσης λόγο και ο Σωκράτης προτιμούσε να λέγει: ‘…Ουδέν οίδα’. Σημειώνοντας βέβαια στη φράση αυτή ότι «γνωρίζει πως δεν γνωρίζει» άρα δεν ήταν απόλυτη η άγνοιά του. Τουλάχιστον γνώριζε, όπως δηλώνει, ότι δεν γνωρίζει.

Στη γνώση της ύπαρξης κάποιας υποθετικής συγγένειας γνωστού και αγνώστου πλέον θα ήθελα να επικεντρωθώ. Της συγγένειας που τόσο ταλαιπωρεί κυρίως τ’ ανήσυχα πνεύματα. Δεν είναι φανταστική γιατί πρώτιστα επηρεάζει τη ροή της καθημερινότητας του ατόμου.

Εξετάζοντας τη γνώση, η οποία για τους θνητούς ποτέ δεν είναι απόλυτη, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο πιο πάνω, αντιλαμβανόμαστε πως αυτή τοποθετείται στην περιοχή του αγνώστου, συνεπώς στην περιοχή κάποιου κενού απαντήσεων. Ο Αριστοτέλης πάνω σ’ αυτό σημειώνει: ‘αγνοίας μεν φθορά ανάμνησις και μάθησις, επιστήμης δε λήθη και απάτη'[Αριστοτέλης Περί Μακροβιότητος και Βραχυβιότητος 465α] (καταστροφή της άγνοιας είναι η ανάμνηση και η μάθηση, και της επιστήμης η λήθη και η απάτη…)

Εδώ γεννιέται όμως η εξής απορία: Αν θεωρώ τον εαυτό μου γνώστη πώς δικαιολογώ τα λάθη μου στο στοιχείο το οποίο υποθετικά γνωρίζω; Αν θεωρώ τον εαυτό μου ότι κατέχεται από άγνοια πώς δικαιολογώ τη γνώση της ύπαρξης της άγνοιας; Άρα η γνώση δεν είναι απόλυτη. Ακόμη και αν θεωρήσει κάποιος πώς έχει γνώση, ο χώρος της γνώσης είναι ημιτελής, υπάρχουν κενά τα οποία καταστρέφουν την πληρότητα του απόλυτα γνωστού. Συνεπώς μήπως θα πρέπει να βρισκόμαστε σε μια συνεχή έρευνα βελτίωσης των κενών της γνώσης μας παρά να θεωρήσουμε τους εαυτούς γνώστες; Ή ακόμη μήπως θα πρέπει να καθοριστεί κλίμακα γνώσης με την οποία θα μπορούμε να μετράμε το βάθος ή τη στάθμη της γνώσης προτού προβούμε σε σοβαρές αποφάσεις;

Αυτό που δεν γνωρίζουμε καθόλου, ούτε γνωρίζουμε αν υπάρχει, αποτελεί ένα απόλυτο κενό, ήτοι άγνωστο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η κατάσταση αυτή στο άτομο ονομάζεται Διπλή άγνοια σε αντίθεση με την Απλή άγνοια κατά την οποία γνωρίζουμε ότι υπάρχει κάτι αλλά δεν το γνωρίζουμε εις βάθος. Το άγνωστο όμως εμποτίζει και τη γνώση με αμφισβήτηση, διότι ακόμη και σ’ αυτά τα θέματα που θεωρεί ο άνθρωπος γνωστά υπάρχουν κενά, οπότε το άγνωστο ίσως είναι ο κυρίαρχος και όχι η γνώση.

Μια και αναφερθήκαμε όμως στην άγνοια κατά Πλάτωνα ας γίνει αναφορά στο ότι πέραν από την Απλή και Διπλή άγνοια ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος αναφέρεται επίσης στις Μεγίστη και Σοφιστική άγνοια. Η κατάσταση της Μεγίστης θεωρείται, πάντα κατά τον Πλάτωνα, ως η κατάσταση κατά την οποία η άγνοια αγνοείται θεληματικά παρ΄ όλο του ότι υπάρχει γνώση της άγνοιας από το άτομο το οποίο “…επιμένει στις απόψεις και γνώμες του, χωρίς να θέλει να ξεφύγει από την άγνοιά του”. Σοφιστική δε είναι η γνώση της άγνοιας η οποία συνοδεύεται από “…εικασίες, ανεξέταστες θεωρίες και λανθασμένα συμπεράσματα” έτσι ώστε το άτομο αυτό να συνεχίζει το δρόμο κάλυψης της αγνοίας του.

Στην άγνοια τώρα που είναι το ίδιο με το άγνωστο, αν τη φανταστούμε σαν κενό χώρο, η γνώση πληρεί μερίδια και τα μετατρέπει στην περίπτωση της συνολικής η ατομικής γνώσης και τα αποκτάει. Τοιουτοτρόπως μεταλλάζει την υπόσταση του αγνώστου με το γνωστό, για πολλούς του ανικανοποίητου με το ικανοποιητικό.

Κι ακόμη ένα ερώτημα: υπάρχει άραγε χώρος ο οποίος δεν ανήκει ούτε στη γνώση ούτε στο άγνωστο και πώς προσδιορίζεται αυτός ο χώρος, υποθέτοντας πως μιλούμε περί χώρου, μήπως αποτελεί αυτός το λεγόμενο ένστικτο; Τροφή προς περισσότερη ανάλυση…

Γεγονός είναι πως ο άνθρωπος, ως επί το πλείστον, πασχίζει καθημερινά ν’ αναπληρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα απ΄ αυτά τα μερίδια του άγνωστου, όπως προανέφερα. Να τα κατακτήσει και να τα μεταφέρει στη γνώση.

Αν υπολογίσω όμως ρεαλιστικά για το πόσοι από τους ανθρώπους υποφέρουν ως αποτέλεσμα της γνώσης, ενώ άλλοι πόσο ήρεμα βιώνουν ως αποτέλεσμα της άγνοιας, τότε αντιλαμβάνομαι το ότι πάντοτε ‘χρείαν έχει’ το ‘εν οίδα…’ του Σωκράτη. Για τον μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών το Σωκράτη, μήπως το ‘ουκ οίδα’ χρησίμευε σ’ αυτόν κυρίως στο να ηρεμίζει τα πνεύματα ή μόνον για να δίδεται έμφαση αρχικά στους διαλόγους πως  οι γύρω του διακατέχονται από άγνοια; Δηλαδή εφόσον θα θεωρείται πως έχει άγνοια, ίσως να έχει και περισσότερη ευχέρεια να πιάσει τους συνομιλητές του απροετοίμαστους;

Όσο για τα επακόλουθα της γνώσης, αν υποθέσουμε πως η γνώση αποκτάται με απώτερο σκοπό την ευτυχία στη ζωή, εφόσον σύμφωνα με τον Ηράκλειτο η γνώση του ανθρώπου δεν είναι ουσιώδης, είναι άραγε ο αμόρφωτος λιγότερο ή περισσότερο ευτυχής από τον μορφωμένο; Αν είναι πιο ευτυχής τότε γιατί η γνώση είναι ανούσια;

Τα ερωτήματα δεν σταματούν εδώ. Υπάρχει και το εξής ερώτημα στην περίπτωση αυτή για το αν υπάρχει άχρηστη (μη χρήσιμη) γνώση; Σύμφωνα με την M.E.J. Taylor, καθηγήτρια κλασικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, στο βιβλίο της «Greek Philosophy» (1947, σ. 13), γράφει (μετάφρ.):
«… οι Έλληνες οδηγήθηκαν στη φιλοσοφία, όπως και στην επιστήμη από την ίδια αδιάφορη περιέργεια – τη δίψα για γνώση, όχι γιατί η γνώση είναι χρήσιμη αλλά γιατί είναι καλή – το κίνητρο που πρέπει να χαρακτηρίζει όλες τις γνήσιες μελέτες.»

Ας μου επιτραπεί τώρα ν’ αναφερθώ σε κάτι διαφορετικό, παραπλήσιο: Στον πλανήτη γη αυτό που βασιλεύει, αυτό που δεσπόζει πάνω απ’ όλα τ’ άλλα φαινόμενα και που δεν του ξεφεύγει απολύτως τίποτα είναι η αλλαγή ή ροή. Εννοώ την αλληλένδετη με το χρόνο και χώρο αλλαγή από το ένα στάδιο μορφής σε κάποιο άλλο, από ένα χώρο στον άλλο, από μια εποχή στην άλλη, από μια κατάσταση σε μια άλλη.

Τα «πάντα ρει και ουδέν μένει…» [Πλάτων, Κρατύλος, 440C, (σημ. Η ρήση «Τα πάντα ρει…» ανήκει στον Ηράκλειτο αλλά ο Πλάτων τη δανείζεται και τη χρησιμοποιεί σε τρία σημεία εντός του Κρατύλου)]. Εφόσον η αλλαγή δεσπόζει και αλλάζει τα πάντα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι επηρεάζεται και η γνώση του ανθρώπου απ’ αυτή. Σε ποιο βαθμό τώρα αυτή η αλλαγή επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τη γνώση είναι ένα ερώτημα που πάντα θα μας απασχολεί. Εφόσον φθίνει η μνήμη με το χρόνο επηρεάζεται παράλληλα και η γνώση. Εφόσον προσθέτουμε στη μνήμη καθημερινά εμπλουτίζεται ανάλογα και η γνώση. Η διαφορά όμως του αν προσθέτουμε στη γνώση περισσότερα από όσα χάνουμε με την ελάττωση της μνήμης ίσως έγκειται ως επί το πλείστον στην ηλικία του ατόμου. Το παιδί συνεχώς μαθαίνει και εμπλουτίζει τις γνώσεις του με την πάροδο του χρόνου, ταυτόχρονα δε μήπως ελαττώνεται η περιεκτικότητα της μνήμης του; Από την άλλη πλευρά το ηλικιωμένο άτομο συνεχώς ξεχνάει ή συνεχώς λιγότερα ενθυμείται. Συνεπώς η γνώση ελαττώνεται, η σοφία όμως; Υπάρχει ανάλογη σύνδεση μεταξύ σοφίας και γνώσης;

Ο Τάκης Κουφόπουλος στο βιβλίο του «Γλώσσα και Γραφή» (Αθήνα 2001, σ. 41) σημειώνει:

«Η γνώση μοιάζει με νιφάδα Κωχ. Το μήκος της πριονωτής κλειστής καμπύλης που περιβάλλει τη νιφάδα, και είναι το πλήθος των πληροφοριών που δέχεται ο άνθρωπος, αυξάνει συνεχώς και σταθερά τείνοντας στο άπειρο, ενώ το εμβαδόν της νιφάδας, που είναι η συνολική ανθρώπινη γνώση, αυξάνει με μειούμενο ρυθμό, προς ένα όριο, το οποίο και δεν θα υπερβεί ποτέ το εμβαδόν του περιγραφόμενου στη νιφάδα κύκλου, ορισμένου εξ’ αρχής.»

Συμπερασματικά σημειώνω πως όλες αυτές οι έννοιες συνυπάρχουν άρρηκτα συνδεδεμένες και συνυφασμένες. Όλες περιεκτικά ευρισκόμενες σε μια υπόσταση και συμπτυγμένες σ’ ένα μείγμα που καθορίζουν τη γνώση (την αποδεδειγμένη, αδιαμφισβήτητη, εμπεριστατωμένη, ενεργό και χρηστή φρόνηση), τη μνήμη (τη βάση πληροφοριών η οποία υποβοηθάει τη γνώση στη λήψη των συμπερασμάτων) και το απόλυτο άγνωστο (εκείνο που δεν γνωρίζουμε ούτε αν υπάρχει, ούτε το μέγεθός του).

Ιάκωβος Γαριβάλδης ΟΑΜ
Προγραμματιστής – Αναλυτής Η/Υ