Κλείνει φέτος η Κυπριακή Δημοκρατία τα εξηντάχρονα της. Γέννημα των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959. Επίσημη ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας, έγινε στις 16 Αυγούστου 1960. Καθιερώθηκε, όμως ως Ημέρα Ανεξαρτησίας, η 1η Οκτωβρίου.
Θα προσπαθήσω να καταγράψω προσωπικές μνήμες, που αφορούν τα πρώτα βήματα του νεοσύστατου κράτους, “βήματα μετέωρα όπως το μετέωρο βήμα του πελαργού”, με βάση πως τα είχα βιώσει στον συγκεκριμένο χρόνο που είχαν διαδραματιστεί, χωρίς σχόλια και χαρακτηρισμούς. Όπου όμως οι ευθύνες “βοούν” θα καταγράφονται. Θα περιοριστώ στα πρώτα δεκατέσσερα χρόνια – 1960-74, απόλυτα καθοριστικά, για την σημερινή κατάσταση που εξακολουθούμε να βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Τόσο οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, όσο και η ανακήρυξη της ανεξαρτησία της Κύπρου, δεν είχαν επέλθει μέσα από νηφάλια και ελεύθερη σκέψη, ώστε η κατάληξη να είναι ώριμη και πραγματικά αποδεχτή από τις δύο κοινότητες του νησιού. Ήταν μια πράξη αδήριτης ανάγκης, γιατί η κατάσταση στο νησί, είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δυστυχώς οι δύο κοινότητες στην Κύπρο, αναγκάστηκαν να τις αποδεχτούν, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού, άλλες σκέψεις και προσδοκίες, παρά τις πρόνοιες των συμφωνιών, τις οποίες είχαν ήδη υπογράψει και αναμενόταν να τις υλοποιήσουν. Συμφωνίες που έγιναν μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας και της Ελλάδας και τις οποίες αποδέχτηκαν υπογράφοντας τες οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων.
Οι τρείς χώρες ταυτόχρονα με την υπογραφή, καθόρισαν τους εαυτούς των και ως εγγυήτριες δυνάμεις της Ανεξαρτησίας, της Εδαφικής Ακεραιότητας και της τήρησης του Συντάγματος του νέου κράτους, με πρόσθετο δικαίωμα να μπορούν να επέμβουν “από κοινού” σε περίπτωση που διαταρασσόταν κάτι από τα συμφωνηθέντα.
Ας δούμε, όμως, πως ήταν η κατάσταση στον τόπο, μέχρι τη μέρα της Ανεξαρτησίας ή καλύτερα την μέρα που υπεγράφησαν οι συμφωνίες. Η Ελληνοκυπριακή Κοινότητα (ΕΚ) που αποτελούσε το 82% του λαού, έβγαινε μέσα από τον Αγώνα του 1955-1959 με ένα και μοναδικό στόχο. Την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Τουρκοκυπριακή Κοινότητα (ΤΚ) που αποτελούσε το 18% του λαού, είχε στοχεύσει με την υποστήριξη της Τουρκίας και την ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας στη Διχοτόμηση της Κύπρου, ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η Αγγλία είχε κερδίσει την διατήρηση βάσεων στο νησί, μετατρέποντας τις περιοχές των ως Βρετανικό έδαφος, αποκαλώντας τις κυρίαρχες. Οι συμφωνίες, επομένως από την πρώτη κιόλας μέρα της υπογραφής των ήταν φανερό πως ξεκινούσαν με τους χειρότερους οιωνούς για μια Κύπρο ανεξάρτητη και κυρίαρχη, που θα έπαιρνε τη θέση της ανάμεσα στα ελεύθερα κράτη, που είχαν και εξακολουθούσαν να δημιουργούνται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι δύο ηγέτες Μακάριος και Κουτσιούκ, που εξελέγησαν Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Κύπρου, τον Δεκέμβρη του 1959 από την πρώτη κιόλας μέρα της ανάληψης των καθηκόντων τους, ήταν φανερό πως ξεκινούσαν με στόχους άλλους και όχι για να δώσουν όλες τις δυνάμεις των για να εδραιώσουν μια Κύπρο κυρίαρχη και ανεξάρτητη, μια πατρίδα που θα έπαιρνε περήφανα τη θέση της ανάμεσα στα ελεύθερα κράτη που είχαν και εξακολουθούσαν να δημιουργούνται μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Πότε συγκεκαλυμμένα και κάποτε ξεκάθαρα, άφηναν να νοηθεί πως η λύση της Ανεξαρτησίας δεν ήταν ο τελικός στόχος και έπρεπε να αλλάξει ώστε να επιτευχθούν οι στοχεύσεις που η κάθε κοινότητα είχε κατορθώσει να εμφυσήσει στο δικό της κόσμο. Διορίστηκε και η κυβέρνηση αποτελούμενη βάσει του Συντάγματος από επτά ΕΚ και 3 ΤΚ υπουργούς. Οι μεν ΕΚ υπουργοί, όλοι σχεδόν νεαροί, στελέχη της ΕΟΚΑ, οι δε ΤΚ στελέχη της τρομοκρατικής οργάνωσης ΤΜΤ. Γύρω από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο, άνθρωποι που η λύση που κλήθηκαν να υπηρετήσουν ήταν πρόσωπα γαλουχημένα σε αντίθετα με αυτήν προσανατολισμούς και στόχους. Ήταν, λοιπόν, ξεκάθαρο πως θα την υπέσκαπταν και θα έβαζαν τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία του κράτους σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος που ορκίστηκαν να υπηρετήσουν.
Εκείνοι όμως που φάνηκαν ανίδεοι της πολιτικής, που οι νέες καταστάσεις που δημιουργήθησαν, έπρεπε να τροχοδρομήσουν, ήταν οι δύο ηγέτες. Τόσον ο Πρόεδρος Μακάριος όσον και ο Αντιπρόεδρος Κουτσιούκ, παρά τις μεγάλες εξουσίες που τους παρείχε το Σύνταγμα, έδειξαν πως ήταν κατώτεροι των περιστάσεων, που οι θέσεις τους και οι υπογραφές τους, τους επέβαλλαν να ακολουθήσουν. Είδαν την άσκηση της εξουσίας, ως εφαλτήριο, που θα την εκτελούσαν με βάση όχι τα συμφέροντα της ολότητας του κυπριακού λαού αλλά τα δήθεν συμφέροντα της κοινότητας που τους εξέλεξαν να υπηρετήσουν. Αντί να οδηγήσουν το όχημα της χώρας σε μια πλατιά λεωφόρο συναίνεσης, αλληλοσεβασμού, συνεκτίμησης και συνεννόησης, ώστε να γίνουν οι φάροι για τη δημιουργία ενός κράτους σύγχρονου και ικανού να ακολουθήσει την ευημερία, την πρόοδο και την κατεύθυνση που τα νέα κράτη της εποχής όφειλαν να ακολουθήσουν και οι δύο προσπαθούσαν να βρουν τι ήταν εκείνο που τους χώριζε, ώστε να εμποδίσουν την ομαλή λειτουργεία του.
Τόσον η μια, όσο και η άλλη κοινότητα, διαβλέποντας πως τα πράγματα δεν ακολουθούσαν τον δρόμο που ανέφερα πιο πάνω, άρχισαν μυστικά και παράνομα, να δημιουργούν ομάδες ενόπλων, μεταφέροντας οπλισμό και στρατιωτικούς εκπαιδευτές από την Ελλάδα και την Τουρκία, ώστε να είναι έτοιμες μόλις παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία να αντιδράσουν στρατιωτικά και να επιβάλουν με την δύναμη των όπλων, αυτά που νόμιζαν πως θα τους έδιναν το αποτέλεσμα που ενδόμυχα επιθυμούσαν. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος.
Έχω γνώση των καταστάσεων, γι’ αυτό δεν επικαλούμαι κανενός την μαρτυρία. Ήμουν μέλος της ΕΟΚΑ 1955-1959, καθώς επίσης και των νέων ομάδων 1960-1963. Μάλιστα όταν δημιουργήθηκε η Εθνική Φρουρά μέτρησε η θητεία στις ομάδες αυτές και ο τότε υπουργός εσωτερικών και άμυνας, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, μας έδωσε Απολυτήριον, που αντιστοιχούσε με έξι μήνες στρατιωτικής θητείας κι έτσι η θητεία μας ήταν πιο σύντομη. Η «περίεργη» ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με βάση τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, κράτησε συνολικά σαράντα μήνες και δέκα μέρες.
Ο Πρόεδρος Μακάριος επέλεξε δεκατρία σημεία του Συντάγματος και ζήτησε από τον Αντιπρόεδρο Κουτσιούκ να συναινέσει στην τροποποίηση των ώστε να γίνει πιο λειτουργικό. Αυτός αρνήθηκε και η αφορμή για το ξέσπασμα και το άναμμά της φωτιάς, θα γινόταν η απαρχή των μεγάλων δεινών του Κυπριακού Λαού. Παραμονές Χριστουγέννων του 1963, ξεκίνησαν οι πρώτες αψιμαχίες, που έδωσαν το έναυσμα για να ξεκινήσουν τα όσα φρικτά σημάδεψαν κι εξακολουθούν να σημαδεύουν μέχρι σήμερα την απαράδεκτη πραγματικότητα που βιώνουμε. Μια μοιρασμένη πατρίδα με 40,000 κατοχικό στρατό να κατέχει το 37% του κυπριακού εδάφους, τις χιλιάδες νεκρούς, τις πολλές εκατοντάδες αγνοούμενους και το ένα τρίτο του λαού πρόσφυγες.
Το τι επακολούθησε ήταν «έτοιμο από καιρό». Ο ΤΚ Αντιπρόεδρος, οι ΤΚ βουλευτές, οι ΤΚ αξιωματούχοι του κράτους και της κυβέρνησης, οι ΤΚ αστυνομικοί και στρατιώτες, εγκατέλειψαν τις θέσεις των και κλείστηκαν στις ΤΚ συνοικίες των πόλεων που κατοικούσαν. Επίσης οι κάτοικοι των μικρών ΤΚ χωριών μετακινήθηκαν στα μεγαλύτερα. Οι δε ΤΚ των μικρών χωριών τα εγκατέλειψαν. Αυτά επέφεραν έναν πρωτόγνωρο διαχωρισμό στα δύο σύνοικα στοιχεία της Κύπρου που για αιώνες ζούσαν αρμονικά και αγαπημένα.
Η κατάσταση, δυστυχώς ολοένα και χειροτέρευε και πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Τα Ηνωμένα Έθνη με ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας έστειλαν στρατιωτική ειρηνευτική δύναμη, που βρίσκεται για πάνω από μισό αιώνα στο νησί. Μεμονωμένες συγκρούσεις και φόνοι πολιτών και από τις δύο κοινότητες έδωσαν την αφορμή στην Τουρκία να πραγματοποιήσει μεγάλης κλίμακας αεροπορικούς βομβαρδισμούς στην περιοχή της Τυλληρίας με μεγάλο αριθμό νεκρών. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επενέβη και με αυστηρά ψηφίσματα καταδίκασε την Τουρκία. Κάλεσε και τις δύο πλευρές να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και να αρχίσουν αμέσως συνομιλίες για επίλυση των διαφορών και εξεύρεση ειρηνικής λύσης, με την εμπλοκή του ίδιου του Γενικού Γραμματέα και εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του, πράγμα που φαινομενικά ακολούθησε. Είπα φαινομενικά, γιατί στην πράξη ο διαχωρισμός που άρχισε από την πρώτη μέρα των εχθροπραξιών συνεχίστηκε τώρα σε πιο μεγάλο βαθμό και οι Τουρκοκυπριακοί θύλακες έγιναν πιο ισχυροί, με κανονικά στρατεύματα που τα οργάνωσαν και διοικούσαν Τούρκοι στρατιωτικοί που έρχονταν μυστικά από την Τουρκία. Στην ΕΚ κοινότητα, οι ΕΚ βουλευτές λόγω της αποχώρησης των ΤΚ και με τη διεθνή αναγνώριση που τους είχε ο ΟΗΕ και η ολότητα των κρατών-μελών επικαλούμενη το «Δίκαιο της Ανάγκης», άλλαξαν τις πρόνοιες του Συντάγματος που εμπόδιζαν το κράτος να λειτουργήσει και παραμένει μέχρι τη λύση ως έχει. Δημιουργήθηκε η Εθνική Φρουρά στην οποία διορίστηκε από τον Πρόεδρο ο Γεώργιος Γρίβας ως διοικητής, ο οποίος είχε σαν κύριο σύνθημα του «Οι Τούρκοι στη θάλασσα», γεγονός που χειροτέρεψε την κατάσταση. Το ατυχές τούτο σύνθημα, έδωσε άλλη μια ευκαιρία στην τρομοκρατική τους οργάνωση ΤΜΤ να φανατίσει ακόμα πιο πολύ τους οπαδούς της και να μεγαλώσει την έχθρα τους εναντίον των ΕΚ. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως όταν αργότερα έγινε η εισβολή, μας ειρωνεύονταν μέσω του ραδιοσταθμού Μπαϋράκ με τη φράση «Ελληνοκύπριοι σας μιλούμε από τον βυθό της θάλασσας». Το ίδιο ανώριμο κι έξω από ό,τι συνέβαινε στον τόπο ήταν και το ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων που διακήρυξε πως στόχος πλέον για λύση του Κυπριακού ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αυτό έγινε με προτροπή τη στήριξη της Χούντας.
Ο Πρόεδρος Μακάριος, ο οποίος αντιλήφθηκε, επιτέλους, πως τέτοια λύση δεν μπορούσε να γίνει, σε διάγγελμα του, διεκήρυξε πως η λύση της «Ενώσεως» δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τη Διεθνή Κοινότητα. Είπε, χαρακτηριστικά, πως έχει περάσει η διεκδίκηση μιας ευκταίας λύσης, εννοώντας τη λύση της Ένωσης. Στόχος μας τώρα πρέπει να είναι η λύση του εφικτού, εννοώντας τη λύση του ανεξάρτητου κράτους. Προς τον σκοπό τούτο διόρισε τον Γλαύκο Κληρίδη ως διαπραγματευτή για να βρει λύση με τους ΤΚ που είχαν πλέον ως ηγέτη τον Ραούφ Ντεκτάς. Ως απάντηση στην πρόταση του Μακαρίου η Χούντα των Αθηνών έστειλε μυστικά στην Κύπρο τον Γεώργιο Γρίβα. Αυτός δημιούργησε μια νέα παράνομη οργάνωση, την ΕΟΚΑ Β’. Η δράση αυτής της οργάνωσης δεν ήταν απλά καταστροφική. Με την διάβρωση της Εθνικής Φρουράς, τις ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, τις δολοφονίες ανθρώπων που εναντιώνονταν στα σχέδια του, το εμφυλιακό κλίμα που δημιούργησε με την καθαίρεση του Μακαρίου από τους 3 Μητροπολίτες και τις συνεχείς απόπειρες δολοφονίας του, δημιούργησε στον τόπο το απόλυτο χάος. Κάποιοι εξακολουθούν να αποκαλούν αυτή την κατάσταση ως εμφύλια διαμάχη. Τίποτε πιο ψεύτικο. Όλη αυτή η κατάσταση ήταν ο πρόδρομος της μεγάλης προδοσίας που ακολούθησε με κάλυψη «Αγώνας για την Ένωση».
Σε αυτή την χαώδη κατάσταση με τις ευλογίες και τη στήριξη της Χούντας, φτάσαμε στην αποφράδα μέρα της 15ης του Ιούλη, 1974 με το προδοτικό πραξικόπημα και 6 μέρες αργότερα στις 20 του Ιούλη στη βάρβαρη Τουρκική εισβολή που μοίρασε την Κύπρο. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα, έκαναν την εμφάνιση τους και οι δυο όψεις του συμφωνημένου εγκλήματος.
Το τι συμβαίνει στα 46 χρόνια που ακολούθησαν είναι γεγονότα και καταστάσεις που τα βιώνουμε καθημερινά όλοι μας. Δική μου ευχή και άσβεστη ελπίδα μέσα μου είναι να δω επανενωμένη την πατρίδα μου, με μια δίκαιη λύση που να στηρίζει και να σέβεται τον κάθε Κύπριο ανεξάρτητα καταγωγής και θρησκείας. Ο τόπος μας είναι πολύ μεγάλος για όλους, αλλά πολύ μικρός για να παραμείνει μοιρασμένος.
Αυτά, ως μαρτυρία από έναν άνθρωπο που στην οικογένεια του έχασε τρεις νέους λεβέντες. Δύο παιδιά 17 χρόνων ο ένας, που δολοφονήθηκε από πραξικοπηματίες κι ένα 21 που έπεσε ηρωικά πολεμώντας τους εισβολείς την 20η Ιουλίου. Παιδιά αδερφού μου και ο τρίτος που κάηκε από βόμβες ναπάλμ την 1η μέρα της εισβολής, παιδί της αδερφής μου.
Το τι ακολούθησε την πτώση της Χούντας των Αθηνών είναι απίστευτο. Οι πραξικοπηματίες εξακολουθούσαν να ελέγχουν τα πάντα και να εδραιώνονται στις θέσεις που είχαν παράνομα καταλάβει. Εδώ εστιάζω και το τεράστιο σφάλμα του Μακαρίου, ο οποίος προτού επανέλθει στο νησί, 5 μήνες μετά τα τραγικά γεγονότα δήλωσε πως μεταφέρει στους ώμους του «κλάδον ελαίας», δίνοντας άφεση αμαρτιών σε όλους όσους ήταν συνεργοί στην προδοσία του πραξικοπήματος και σε όλα τα εγκλήματα που διεπράχθησαν προ, κατά τη διάρκεια και μετά απ’ αυτό. Αυτό το αφήνω στην κρίση του κάθε Κύπριου.
Άφησε έτσι τον χρόνο να περνά, προσδοκώντας ίσως, πως θα μηδένιζε τον χρόνο, πράγμα αδύνατο γιατί ο χρόνος ποτέ δεν μηδενίζεται. Τον χρόνο μπορείς μόνο με αποφασιστικότητα να τον δαμάσεις τη δεδομένη στιγμή που πάει να εκδηλωθεί, αν πάρεις τα σωστά μέτρα και να τον μετατρέψεις υπέρ του δικαίου. Αυτό όμως δυστυχώς δεν έγινε ούτε πριν την προδοσία ούτε και μετά. Τα γεγονότα που ακολούθησαν κι εξακολουθούν να μας συνοδεύουν μέχρι σήμερα μου θυμίζουν τον Αίσωπο με τους κοχλίες του «Ώ κάκιστοι άνθρωποι, των οικιών υμών εμπιπραμένων αυτοί άδετε».
Ιούλιος 2020
Κώστας Γεωργιάδης
Δάσκαλος – Συγγραφέας