Το Δοκίμιο είναι είδος γραπτού λόγου. Δεν είναι ούτε έκθεση, ούτε πραγματεία, αλλά ένα ευσύνοπτο κείμενο, με μικρή, κατά κανόνα, έως μέση έκταση, ευπρόσιτο στο κοινό, γραμμένο με αμεσότητα, που προσεγγίζει σε αρκετό βαθμό ένα θέμα πολιτισμού, κριτικής, επιστήμης, ηθικής. Περιέχει γνώση και τεκμήρια αλλά δεν εξαντλεί το θέμα γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε συστηματική και διεξοδική διερεύνηση, και θα ήταν πολυσέλιδη “πραγματεία” με έννοιες και δυσνόητη γραφή. Και ενώ οι αναγνώστες μιας πραγματείας είναι ειδικοί, αυτοί του δοκιμίου είναι και απλοί πολίτες. Μάλιστα αρκετοί επιστήμονες καταφεύγουν συχνά στο δοκίμιο, όταν θέλουν να εκλαϊκεύσουν τις ιδέες τους ή να τις προβάλουν δημόσια στο ευρύ κοινό.
Το δοκίμιο είναι ελκυστικό στη γραφή και προσκαλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει και θέτει σε κίνηση τόσο τη σκέψη και τη φαντασία του, απευθύνεται στη νόηση και στα συναισθήματά του, του προσφέρει γνώση και πληροφόρηση με τρόπο που να τον τέρπει, να τον ευχαριστεί και κάποτε να τον συγκινεί. Το δοκίμιο καλλιεργεί τον αναγνώστη και του αναπτύσσει την καλαισθησία και του ασκεί το κριτικό πνεύμα. Το δοκίμιο έχει ύφος, ευαισθησία, αυτοτέλεια, εσωτερική ζωή, προσωπική στάση απέναντι στα πράγματα.
Το στίγμα του δοκιμίου βρίσκεται μεταξύ της λογοτεχνίας και της λόγιας ενημέρωσης. Έχει πιο ελεύθερη σύνταξη από εκείνην του λογοτεχνήματος και είναι πιο προσωπική από αυτήν ενός πληροφοριακού κειμένου. Το δοκίμιο είναι διδακτικό έστω κι αν δεν πλεονεκτεί με την ουδετερότητα της επιστήμης. Η δοκιμιακή έκφραση είναι επιπλέον μια ιδεολογική ομολογία για προβλήματα επίμαχα και ριψοκίνδυνα. Όμως, έχει ασαφή χαρακτήρα, άλλοτε προσεγγίζει τη λογοτεχνία και άλλοτε την επιστήμη ή τη φιλοσοφία.
Ο δοκιμιογράφος άλλοτε εκφράζει τις παρατηρήσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για τη ζωή ή περιπλανιέται ελεύθερα στο χώρο των ιδεών, που προέρχονται από τα γενικότερα πνευματικά του εφόδια και από τη διανοητική και αισθητική του καλλιέργεια. Παράλληλα, προσπαθεί να αναλύσει και μαζί να ερμηνεύσει, συχνά με εκλαϊκευμένο τρόπο, θέματα αισθητικής, ηθικής, κοινωνικής, πολιτικής κτλ. τάξης, ακόμη και επιστημονικά, με σκοπό να πληροφορήσει, να διδάξει, να τέρψει και αναλόγως να πείσει.
Ο δοκιμιογράφος παρουσιάζει την πραγματικότητα φιλτραρισμένη μέσα από τις εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα. Ανάλογα με την προσωπικότητά του προσδίδει κύρος ή/και ύφος ή/και ενέργεια στην έκφραση. Μας παριστάνει τον κόσμο με λιγότερη επιστημονική μεθοδολογία και πιο πολύ καλλιτεχνική. Το δοκίμιο είναι είδος νόθο εκ γενετής, ένα “υβρίδιο”, κάτι μεταξύ επιστήμης ή φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Ωστόσο είναι αποδεικτικό, όταν πείθει με λογική. Το θέμα του έστω και αν είναι καθημερινό, επίκαιρο ή διαχρονικό, πρέπει να έχει ένα ευρύ κοινωνικό ενδιαφέρον, ώστε να εκλύει μεγάλες μάζες αναγνωστών. Ο δοκιμιογράφος οργανώνει το κείμενο με σαφή πρόλογο, ανάπτυξη ιδεών, τεκμήρια, επιχειρήματα για τη θέση του και κλείνει με συμπέρασμα. Η καλή οργάνωση είναι η μισή πειθώ. Μπορεί να παραθέσει και λόγια σοφού και να πείθει αθόρυβα. Αν δεν έχει τεκμήρια, ο λόγος του θ’ αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη. Πείθει αν η γλώσσα του αποδίδει τα επιχειρήματα και τα νοήματα με τρόπο σαφή, με προσωπικό λόγο, ή με μεταφορικό, με γλώσσα δηλωτική, στο γ’ πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού, σε απόσταση από τα γύρω.
Σίσσυ Σιγιουλτζή-Ρουκά
Θεσσαλονίκη, 2023