Κριτικές Προσεγγίσεις

Κριτική Παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής «Συμμετρικά και Ασύμμετρα» του Τίτου Χριστοφίδη από τον Κώστα Κατσώνη

Ποίηση: γνώση, τέχνη, αισθήσεις διεγείρει, μοναδικό ανάχωμα αντίβαρο της άγνοιας, ο πλαστουργός αποδοχής ατέλειωτου μυστήριου στον χρόνο μετάλλαξης ανθρώπινων γενετικών μηχανισμών, χωρίς παροπλισμό.

Έτσι ορίζει την ποίηση ο Τίτος Χριστοφίδης, δίνοντας μέσα σε λίγες λέξεις  έναν πολύ συμπυκνωμένο, φιλοσοφημένο και περιεκτικό ορισμό-που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο ορισμός αυτός,  όπως ο ίδιος τον έχει επινοήσει ποιητικά,  αποτελεί την επιλογική  καταληκτική παράγραφο σ’ ένα εκτενές ποιητικό Ανάγνωσμα-με προφανή την Ελύτικη επίδραση και με τίτλο «Γενετική συνωμοσία». Στο κείμενο αυτό, ο Χριστοφίδης,   ως ποιητής-αφηγητής περιγράφει  το δικό του συναπάντημα και οδοιπορικό  με τους μεγάλους ποιητές μας,  που παρελαύνουν, σε μια εξαίσια ποιητική σύλληψη και περιγραφή: από τον Σεφέρη ως τον Ελύτη, τον Καββαδία, τον Ρίτσο, τον Παλαμά, τον Εμπειρίκο, τον Καρυωτάκη, τον Γιάννη Σκαρίμπα,τον Νικηφόρο Βρετάκο, τον Καβάφη και τους μεγάλους Κύπριους ποιητές:  Βασίλη Μιχαηλίδη, Δημήτρη Λιπέρτη, Παύλο Λιασίδη, Κυριάκο Καρνέρα, Τεύκρο Ανθία,  Θεοδόση Πιερίδη κι ακόμα τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε.

«Φωτόλουστη η αιγαιοπελαγίτικη δροσιά, ένα κατώφλι πριν το ύψωμα Ελύτη με ηλιοκάμωτο το ρώτημα να τριγυρνά, τι Εστί υπέροχο, τι μέγα και μικρόν, ώστε να είναι Άξιον, μαγεύουν το μυαλό», γράφει χαρακτηριστικά στο ποιητικό αυτό Ανάγνωσμα που παραθέτει  ο ποιητής  προς το τέλος του  βιβλίου, δίνοντας το στίγμα της δικής του ποιητικής συγκρότησης, απότοκο μιας πολύχρονης ενασχόλησης και  εντρύφησης στο έργο των μεγάλων  δημιουργών. Ταυτόχρονα, στέλνει  το μήνυμα  στους νεότερους ότι η καταφυγή στους  μεγάλους μας  ποιητές  αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει κάθε νέος ποιητής να συγκροτηθεί ποιητικά  και  να αποκτήσει τα αναγκαία εφόδια, ώστε να  μπορεί να αρθρώσει με αξιώσεις τον δικό του ποιητικό λόγο.

Έκρινα σκόπιμο να αρχίσω την εισήγησή μου από το  μοναδικό  ποιητικό ανάγνωσμα της συλλογής,  γιατί μέσα από το κείμενο αυτό ο ποιητής ξεδιπλώνει και αποκαλύπτει πτυχές της δικής του ποιητικής πορείας, που αξίζει να έχουμε κατά νουν, καθώς προχωράμε στην αναδίφηση και ανάλυση της νέας ποιητικής του κατάθεσης.  Ο  Τίτος Χριστοφίδης, ο οποίος είναι επαγγελματικά ιατρός οφθαλμών, ή κατά το κοινώς λεγόμενον «οφθαλμίατρος», είναι ταυτόχρονα και ένας αξιόλογος ποιητής. Υπηρετεί μάλιστα εδώ και αρκετά  χρόνια την τέχνη του στίχου,  έχοντας ήδη στο ενεργητικό του τέσσερις ποιητικές συλλογές, στη διάρκεια μιας εικοσαετίας, αφού η πρώτη του ποιητική παρουσία έγινε το 2000, με την ποιητική συλλογή «Προσμονή», για να ακολουθήσουν στη συνέχεια οι ποιητικές συλλογές «Ασκαρδαμυκτί» (2004) και «Φύλλο Απορίας» (2013), ενώ πρόσφατα (2020) εξέδωσε τη συλλογή «Συμμετρικά κι ασύμμετρα»,  που αποτελεί και το αντικείμενο αυτής της αναφοράς.

Όπως κάθε ποίηση,  έτσι και  η ποίηση του Χριστοφίδη φιλοδοξεί και μπορεί, αναμφίβολα,  να αποτελέσει  καταφύγιο και για όσους αποζητούν τη λυτρωτική διέξοδο της ποιητικής δημιουργίας  και κάθε τέχνης, σε ώρες σχόλης και πιο πολύ σε δύσκολες ώρες! Δεν υπονοώ, βέβαια,   με αυτό ότι ο Χριστοφίδης, εκτός από ιατρός οφθαλμών είναι ταυτόχρονα και θεραπευτής ψυχών,  αλλά σίγουρα είναι ένας βαθυστόχαστος δημιουργός, που ανατέμνει την καθημερινότητα και ό,τι άλλο τον αγγίζει συναισθηματικά και διανοητικά, μετουσιώνοντάς το  σε στίχους, με προφανή και έντονη φιλοσοφική διάθεση, εσωτερική αναζήτηση  και βαθύ προβληματισμό.  Παλεύει με τις λέξεις και με τον εσώτερο εαυτό του σε μια αβυθομέτρητη ποιητική ενδοσκόπηση, με θεματικό επίκεντρο το καταλυτικό αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου, ενώ εμπνέεται επίσης και γράφει στίχους –με εμφανή την παρουσία και την επίδραση του λεκτικού της ιατρικής του ιδιότητας, για τον έρωτα, την κλιματική αλλαγή, την ομορφιά της φύσης και του κόσμου,  τη χειμαζόμενη πατρίδα, την αγαπημένη του  Λάρνακα και τις Φοινικούδες της κι ακόμα για τον αείμνηστο εμβληματικό της δήμαρχο Γιώργο Χριστοδουλίδη και άλλα  αγαπημένα πρόσωπα.

Σε ήρεμους, χαμηλούς τόνους, χωρίς τυμπανοκρουσίες και βαρύγδουπα λόγια, ιχνηλατεί ποιητικά τα μέσα και γύρω του δρώμενα, δίνοντάς μας ποιήματα, που απευθύνονται σε πολλούς δυνητικούς αποδέκτες, με  πολλαπλά μηνύματα.  Οι έσω σκέψεις ουδέποτε ουρλιάζουν./Αναπηδούν, μικρά πουλιά σαν/ευχολόγιο σε ξόβεργο κλαδί/ χωρίς τη φωνητική απόδειξη της ύπαρξής τους./Όπως οι άναρθρες κραυγές λαθρόβιων αλχημιστών,/φεύγουν κυνηγημένες συννεφιές/, γράφει στο ποίημα «Άδολη πληρότητα», για να προσθέσει καταληκτικά, δίνοντας το στίγμα της δικής του επίπονης αλλά και επίμονης ποιητικής αναζήτησης:  Κανένας ήλιος δεν κουράστηκε ποτέ./Δεν διολίσθησε στο ψάξιμο λιγότερο οδυνηρής πορείας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στην ποιητική συλλογή «Συμμετρικά και ασύμμετρα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αθήνα, σε μια προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση, από τις Εκδόσεις «Αρχύτας», ο Χριστοφίδης έχει περιλάβει συνολικά 50 ποιήματα, σε νεοτερικό και αρκούντως υπαινιχτικό στίχο, όπου καταθέτει τους καινούργιους ποιητικούς στοχασμούς του, με τον δικό του χαρακτηριστικό ποιητικό τρόπο, μ’ έναν υποβόσκοντα λυρισμό,  εικονοπλασική δύναμη, σουρεαλιστικές αποχρώσεις,  αποφθεγματικό-γνωμικό λόγο, προσεγμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας και προφανή την  ποιητική δεξιοτεχνία.

Καθώς παίρνεις στα χέρια σου το βιβλίο, το βλέμμα στρέφεται αθέλητα και φυσιολογικά στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Μπορεί ακόμα να προηγηθεί πριν από την αίσθηση της οπτικής επισκόπησης του βιβλίου και η αίσθηση της όσφρητικής ανίχνευσης, αφού μπορείς ακόμα και να το μυρίσεις, όπως μας έλεγε και συνήθιζε να κάνει ο αείμνηστος μεγάλος ποιητής μας Θεοδόσης Νικολάου, για να νιώσεις, όπως έλεγε,  τη μυρωδιά του χαρτιού, αυτήν την  τόσο προσφιλή για τους βιβλιόφιλους αίσθηση, «οσμήν ευωδίας πνευματικής», όπως θα μπορούσαμε να πούμε,  κατά την ορολογία της Γραφής.

Προϊδεασμό του αναγνώστη για το απολαυστικό ταξίδι της  περιδιάβασης στους ποιητικούς λειμώνες του Τίτου Χριστοφίδη αποτελεί η υδατογραφία του εξωφύλλου, στην οποία αφιερώνεται το τελευταίο ομότιτλο ποίημα της συλλογής,  ως επιλογικό ίσως ποιητικό συμπέρασμα, όπου διαβάζουμε  ανάμεσα σε άλλα: Φθόγγοι ξεχύθηκαν/από το ανοιχτό παράθυρο στον δρόμο/με βήμα προς το πουργκατόριο./Φυτεύτηκαν στη γη /βλάστησαν δέντρα πράσινα/ με αποχρώσεις ομοιόμορφων συλλογισμών./Η υδατογραφία τους, στολίζει/το εξώφυλλο των σκιρτημάτων.  Η υδατογραφία, λοιπόν,  φιλοτεχνημένη από τον Δρα Κυριάκο Πιερίδη, χειρουργό-οφθαλμίατρο και φίλο του ποιητή,  απεικονίζει δρόμους δασικούς, σ’ ένα προφανώς απογυμνωμένο δάσος και   μας προϊδεάζει για το δικό μας ποιητικό σεργιάνι στους διαδρόμους της ποιητικής έμπνευσης (των «σκιρτημάτων») του Τίτου Χριστοφίδη, για την ποίηση του οποίου γράφει χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο ο γνωστός Έλληνας ποιητής της γενιάς του ’70 και κριτικός, Γιάννης Βαρβέρης: Τα ποιήματα του Τίτου Χριστοφίδη, τα μαγνητίζει ένας εύρωστος στοχασμός φιλοσοφικής τάξης.΄Ομως, όχι μόνο αυτό. Μέσα απ’ τις σκεπτόμενες εικόνες του, αναδύεται πλούσιος λυρισμός που τον εκτρέφει γενναιόδωρα η δυναμική της γλώσσας.

Στην αρχή του βιβλίου, πριν από την ποιητική  μας περιδιάβασης, διαβάζουμε τον εύστοχο και  ευσύνοπτο προλογικός σχολιασμό της Πρόεδρου του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας-Κύπρου, Σίσσυς Σιγιουλτζή-Ρουκά, καταξιωμένης φιλολόγου και λογοτέχνιδας. Γράφει χαρακτηριστικά η Σίσσυ, σχολιάζοντας την ιατρική ιδιότητα του Χριστοφίδη ως οφθαλμίατρου, η οποία, αναπόφευκτα, διαχέεται στο λεξιλόγιο της ποιητικής του γραφίδας  και στον ποιητικό στοχασμό:  Όπως, ως ιατρός έχει την επιστημονική μέθοδό του, έτσι και ως  ποιητής έχει το ταλέντο, τη μαεστρία, τον «ποιητικό οφθαλμό» να εισέρχεται και να οράται μέσα στον πυρήνα των λέξεων  και των συναισθημάτων και να «ποιεί» ποιητικές εικόνες που «ταράττουν νερά». Κάθε στίχος μια ιστορία, ένα ποίημα μέσα στο ίδιο το ποίημα. Έχει θέσεις και αντιθέσεις που διεκδικούν ν’αναδείξουν πλάνες και αλήθειες, τις οποίες κάποιοι ανάμεσά μας, ζώντας σε σκοτάδια δεν διακρίνουν.

Κι είναι στ΄ αλήθεια εύστοχη η πιο πάνω καταληκτική επισήμανση του παραθέματος.  Όταν έχεις ήδη διεξέλθει τα 50 ποιήματα της συλλογής, εκείνο που απομένει στο τέλος, πέρα από την αισθητική συγκίνηση,  είναι αυτή η αίσθηση της διαρκούς αναζήτησης και της βαθιάς φιλοσοφικής ενατένισης και ανατομίας της ζωής, που επιχειρεί ο ποιητής μέσα από τους στίχους του, που αποκρύβουν, υπαινίσσονται και υπονούν, οι πλείστοι, ένα βαθύτερο νόημα, με αποφθεγματικό, σε αρκετές περιπτώσεις γνωμικό λόγο.  Συμμετρικά κι άλλοτε ασύμμετρα, αφήνεται ο ποιητής στην αχαλίνωτη δύναμη της ποιητικής έμπνευσης και μας ταξιδεύει σε κόσμους ποιητικού στοχασμού, άλλοτε με μια υποβόσκουσα πικρία και πεσιμιστική διάθεση κι άλλοτε με προφανή την πίστη και την αισιοδοξία για τη ζωή και για το αύριο.

Συμμετρικό, με προκαθορισμένο δηλαδή, κατά την άποψή μου και οριοθετημένο-κατασταλαγμένο πλαίσιο ποιητικής έκφρασης,  είναι το λεκτικό του ποιητή όταν καταπιάνεται με  θέματα που αφορούν π.χ. το καταλυτικό πέρασμα του χρόνου, την αδυσώπητη πραγματικότητα του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης ή όταν γράφει για τη χειμαζόμενη πατρίδα και το ατελείωτο δράμα της, για την κλιματική αλλαγή κ.ά.  Κι από την άλλη, ασύμμετρο είναι το πεδίο της ποιητικής έκφρασης όταν ο ποιητής εμπνέεται απο τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, την άνοιξη, την ομορφιά της φύσης, την πανδαισία των χρωμάτων και τη μυρωδιά των λουλουδιών, οπότε η ποιητική του γραφίδα αφήνεται να εκφραστεί με σχετική ελευθεριότητα, σ’ ένα παιγνίδισμα λέξεων και συναισθημάτων, εκπέμποντας ένα  διαφορετικό μήνυμα, αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο. Δίνουμε ενδεικτικά παραδείγματα συμμετρίας και ασυμμετρίας στην ποιητική του έκφραση, μέσα από σχετικά αποσπάσματα:

Γράφει, για παράδειγμα, ανάμεσα σε άλλα, στο ποίημα «Η παρέα» (σ.46):

Επίσημα κατέγραψαν και τους χαμένους.
Ανήκουν ήδη στο ξεχασμένο παρελθόν.
Μαζί και το ανήλικο προσφυγάκι, το μικρό.
Ποτέ μονάχο.
Παρέα με τα άλλα. Τα πολλά.
Μια συντροφιά σε πανηγύρια αίσχους.
Όλα ψηλαφητά «διά τα περαιτέρω»
στον άψυχο κατάλογο…
Μην ξεφυλλίζεις αμαρτήματα.
Ολόκληρη ζωή ένα αμάρτημα,
Πολλοί το ζουν στην πράξη
εκτός από το προσφυγάκι.
Έφυγε πρόωρα μαζί με την παρέα.
Ας πούμε όλοι εμείς για ψυχοανακούφιση
ότι μας δοκιμάζουν
με τον περίπλοκο σχεδιασμό ελέγχου
αισχύνης, κυνισμού και αδιαφορίας.

Κοφτός ο λόγος, απλός και πικρός, συμμετρικός και πολύσημος, ταυτόχρονα, καθώς ο ποιητής  ανατέμνει ποιητικά το δράμα του τόπου: την τραγωδία του 1974, την προσφυγιά, τους πεσόντες, τους αγνοούμενους- ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και παιδιά, επισημαίνοντας και στηλιτεύοντας με τον δικό του ποιητικό τρόπο την καταισχύνη της ατιμωρησίας και τον κυνισμό της αδιαφορίας, που προοιωνίζεται νέα δεινά. Αλλά κι όταν μιλά για την κλιματική αλλαγή  ο ποιητής,  κινείται σε ανάλογους τόνους, που στοχεύουν στην ανάδειξη από τη μια της μεγαλύτερης απειλής που αντιμετωπίζει πλέον καθημερινά ο σύγχρονος άνθρωπος του 21ου αιώνα, σε διαπλανητικό επίπεδο, αλλά και στην ευαισθητοποίηση του αναγνώστη σε σχέση με την αναγκαιότητα της περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Ρωτά, για παράδειγμα, ο ποιητής στο ποίημα «Το άπληστο του τίποτε κορμί» (σ. 24):

Η απερήμωση το θέμα.
Οι πλημμύρες, το χάος πυρκαγιών,
το άχτι μίσους μόλυνσης  αέρα και νερού.
Μήπως οι ποταμοί του θράσους
παράγωγοι του θρήνου λιωμένων παγετώνων
θα μας ποτίζουν πια τη γη ;

Ένα αναπάντητο και μαστιγωτικό για την κατάντια του σύγχρονου κόσμου ποιητικό ερώτημα, που θέτει ο ποιητής, καθώς μέσα σε έξι στίχους έχει αναδείξει όλο το φάσμα  της κλιματικής απειλής, που είναι πια υπαρκτή και τραγική στις διαστάσεις της πραγματικότητα. Ιδού όμως, στη συνέχεια, πώς δίνει την απάντηση, μ’ έναν άκρως εικονοπλαστικό και κάπως ασύμμετρο λόγο πια, ο ποιητής στο   ποίημα «Το  θράσος του ωραίου»(σ.19):

Κραυγή του πρόσκαιρου θριάμβου.
Θα ηττηθεί η φύση.
Το απαιτεί του αύριο ο εξακοντισμός
σε τερατώδη ύψη
εκτός ισορροπίας
της αρμονίας τον ζυγό
το  θράσος του ωραίου.
Το νέο θα’ ναι θυμιατός
λιβάνι στο αλόγιστο.
Στη φετινή συνάντηση χελιδονιών
των ανθοφόρων μυγδαλιών,
ροπαλοφόρων ποταμιών
αγριεμένων κεραυνών
και συναφών εμπόλεμων μερών
δεν ξέρω αν προτάθηκε στρατηγικός σχεδιασμός.
Αφαίρεση πρωτοκαθεδρίας και στέρηση
δυνατοτήτων πρόσκαιρων θριάμβων με άχνα νικητή.
Η φύση δεν θα ηττηθεί παρά το ξέσπασμα ρητορικής.
Το  βλέμμα της βροχής μού φάνηκε πολύ αγριεμένο!

Για το θέμα της κλιματικής αλλαγής αναφέρεται επίσης στο ποίημα «Παρεμπιπτόντως» (σ. 16), όπου αναδεικνύει το  θέμα τον κίνδυνο αφανισμού των μελισσών, που αποτελεί σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο μια υπαρκτή απειλή, απότοκο της ρύπανσης και της περιβαλλοντικής μας απρονοησίας: Αφανισμός επικονίασης των μελισσών/ με κίνδυνο την εκ των ων ουκ άνευ/απώλεια της γονιμότητας της φύσης./Του έρωτα το διοξείδιο απρόσκλητα φωνάζει./Όλα παρεμπιπτόντως./Και το περιβόλι της ζωής παράπλευρη απώλεια.

Παρόμοιες ποιητικές σκέψεις και εικόνες διαχέουν την ποίηση του Χριστοφίδη, με προφανή την αγωνία και την έγνοια για την περιβαλλοντική μας απιρσκεψία αλλά και με προφανή φυσιολατρική διάθεση. Είναι ενδεικτικοί οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων: «Άνθη κοσμιότητας», ένα ποίημα στο οποίο η αχαλίνωτη-ασύμμετρη  ποιητική φαντασία, με σαρκαστική σκωπτική διάθεση-που τη συναντάμε και σε άλλα ποιήματα,  θέλει τα φυτά και τα άνθη του κήπου να επαναστατούν σε ένα ξέσπασμα αυτογνωσίας, ενάντια στον «διάκοσμο επίδειξης πνευματικού αυταρχισμού/ σε χρυσοποίκιλατα δοχεία εντυπώσεων». «Βροχή»: ένα ποίημα με χειμαρρώδη ποιητικό λόγο, όπως και το θέμα απαιτεί, όπου ο ποιητής προσωποποιεί τις σταγόνες της  βροχής που ερωτεύονται, ενώ ταυτόχρονα φιλοσοφεί και θυμοσοφεί : «Βρέχει, βρέχει, βρέχει. /Όλη η ζωή μας βρέχει μνήμη/ δεν λείπει και η λήθη».

Γράφει εξάλλου στο ποίημα «Κυρτές αλήθειες», όπου η ποιητική σκέψη αναμετριέται με το καταλυτικό πέρασμα του χρόνου, που κονιορτοποιεί τους κανόνες και μας προσγειώνει ανώμαλα, καθώς ξεφεύγει από όσα εμείς θεωρούμε δεδομένα (απόσπασμα από το ποίημα): 

Από κυρτό καθρέφτη
μόνο κυρτές αλήθειες  θα προκύψουν.
Σφαίρα η γη, καμπύλη επιφάνεια.
Πόδια και ώμοι στα γεράματα κυρτοί,
όπως βαρύγδουπα ανώφελα νοήματα,
καρποί ανύποπτων βολών και πειθαναγκασμού.
Κυρτή και  η πορεία των αδειανών  συναισθημάτων
με το κυρτό της πονηριάς μειδίαμα
να καταργεί το άφθαρτο χαμόγελο του μπάτη
σε ανοιχτόχρωμο πανσέληνο βραδάκι.
Το κύρτωμα του χρόνου δεν είναι αστοχία,
Γεννοβολα μαρτύρια γιατί
μόνο  ευθύβολος ο χρόνος  σε εγρήγορση
κονιορτοποιεί αλλήθωρους κανόνες
χιλιόχρονων σαθρών συναλλαγών,
ξεφεύγει από τα δεδομένα…. 

Αλλά και στο ποίημα «Μνηστήρες», όπου η ασύμμετρη και αρκούντως αλληγορική ποιητική σκέψη φιλοσοφεί και πάλι με τη γοητεία της αποκλίνουσας ατιθάσσευτης έμπνευσης, με αφορμή την Ομηρική Οδύσσεια και την ακατάλυτη πάλη με τον χρόνο και τη ζωή, διαβάζουμε στίχους μεστούς και απέριττους, όπως οι ακόλουθοι: 

Μνηστήρες των κακών καιρών
ο χρόνος πάντα εφευρίσκει.
Χρόνια  πολλά πλανήθηκε
σε χώρες διπλοπρόσωπες,
 με δυστοκίες ανεμόδαρτες πληγές,
ακόρεστη τη σκέψη…
Του πρότεινε ο Όμηρος
Στη σύγχρονή του ανατύπωση,
σε εκδοχή αιχμής.
την Αντι-νόηση Αντίνοου,
Ευρύ-μαχου αδίσταχτη μανία και ορμή
να διαγράψει.
Αυτός αρνήθηκε, πιστός σε κάτι απλοϊκό:
Ότι οι χρόνοι και καιροί δεν έχουν μέτρημα
στις  άσχημες κακοτοπιές του δόλου…
Ο νόστος μοναχός στα σίγουρα
τη μοίρα της ζωής δεν εξαγνίζει. 

Ενδεικτικό της διαρκούς αναζήτησης και της υπαρξιακής ανθρώπινης αγωνίας, που γεννά μεταφυσικά ερωτήματα και άλγη ψυχικά, είναι επίσης το ποίημα

«Σαν σίφουρας ο χρόνος», όπου γράφει ο Χριστοφίδης (απόσπασμα):

…Καμία βράβευση ούτε και εξαργύρωση.
Στους ώμους παράτολμες κι οι ψευδαισθήσεις,
Τραυματισμένες με χρόνια κατάγματα,
μωλωπισμούς και άγνοια κατά καιρούς…
Οι λαβωμένες όμως ψευδαισθήσεις
Συγχυτικής αντίληψης σκοπών
επέμεναν συμμετοχή
ως συνοδοί σε κάθε αύριο του χθες… 

Αλλά και στο ποίημα «Πριν το κλικ», όπου ο ποιητής καταπιάνεται και πάλι μετον χρόνο και την ιστορία,  διαβάζουμε : Η ιστορία δεν είναι κατά συνταγή/ ρακοσυλλέκτης εύπεπτων στιγμών, /περαστική αντίγλυκη στιγμή./ Είναι το απολίθωμα αδιάβαστων ερμηνειών/με χτυποκάρδια  πόνου, γελώτων, άναρθρων κραυγών/το πάντρεμα της απογείωσης με την αμηχανία/αιώνιος ογκόλιθος σε στείρα ανακύκλωση.

Όσον αφορά το θέμα της εσωτερικής και μεταφυσικής αναζήτησης, της διαρκούς και εναγώνιας πάλης του ποιητή με τις λέξεις και με τα πράγματα, σε μια προσπάθεια αυτοκαθορισμού  αλλά και αυτοπροσδιορισμού, διαβάζουμε στη συλλογή αρκετά ποιήματα, όπως είναι π.χ. το ποίημα «Το σύννεφο, συνομιλία με Οδυσσείς», όπου γράφει, χαρακτηριστικά: Συνήθιζε να γράφει αυθύπαρκτα ερωτήματα/ με αυτεπάγγελτη εσώψυχη παρότρυνση, όπως :  / γιατί να αγαπάς, γιατί να θεραπεύεις άλλων τις πληγές,/γιατί να θέλεις να συνομιλείς με Οδυσσείς. Εξαίρετο ποίημα αυτοκαθορισμού, όπου ο ποιητής δίνει το στίγμα της δικής του φιλοσοφικής ενατένισης της ζωής, είναι επίσης το ποίημα  «Ορίζοντες», όπου με την τεχνική της τριτοπρόσωπης γραφής, αυτοπροσδιορίζεται και αυτοκαθορίζεται περίτεχνα, με τη δική του ποιητική γραφίδα:  

Ποτέ δεν πίστεψε ότι ορίζοντας
σημαίνει άκρη τελική του ορατού,
ασάλευτου περίχωρου
της περικυκλωμένης
μονότονής μας σιγουριάς.
Μας δίδαξαν πως  οι ορίζοντες
γεννήθηκαν ακίνητοι τεμπέληδες και πενιχροί
το ίδιο αργόσχολοι  ηθοποιοί
στο βάθος της σκηνής.
Ότι φιλοξενούν τις άσπρες πινελιές
ανέξοδης χαράς,
μόνο στου ήλιου τη βαριεστημάρα
με τους ανέμελους συλλογισμούς
κάθε φορά να ξεγεννουν ανία.
Και όμως αυτός,
πήρε μακρύ κοντάρι πείσματος
ατσάλινη πορεία εύστοχης ματιάς .
Έστειλε μήνυμα ευθύ στα  σπάρουχνα
αμφίβιων θαλασσινών και γήινων τεράτων.
Πίστεψε, όταν περάσεις τον ορίζοντα
Θα πλησιάσεις την αλήθεια. 

Εξάλλου, στο ποίημα «Από τη γη  πίσω στη γη χωρίς συναλλαγή», διαβάζουμε στίχους ποιητικής περίσκεψης, με αποχρώσεις αισιοδοξίας, που αναμφίβολα, δεν απολείπει από την ποιητική του έμπνευση, όσο κι αν ο βαθυστόχαστος ποιητικός λόγος πλεονάζει και μας παραπέμπει σε άλλες ατραπούς: Πυξίδες από όνειρα, ανόθευτο ιδρώτα/το σκότος αντιμάχονται/στους δρόμους ξαναστρώνουν./Ποτέ δεν άλλαξαν και δεν αλλάζουν ρότα. Αλλά και στο ποίημα «Μέρες γιορτινές», αφού κάνει θλιβερές απογοητευτικές διαπιστώσεις, τελειώνει με έναν κάπως αισιόδοξο ποιητικό υπαινιγμό: Δυσεύρετος ο ήχος /του άγρυπνου αηδονιού στις Πλάτρες/ μέσα και έξω από φυλλωσιές/. Νοθεύεται από κονότυπες ηλεκρικές φωνές/τυμπάνων, φλογέρων και ψαλμωδιών./Κανείς δεν λογαριάζει πια οδηγητή/το φως περιστρεφόμενων/κτιστών ασβεστωμένων φάρων./Και οι ακτογραμμές ατόνησαν/ως στοχοθέτηση σκοών. /Την πλεύση καθορίζουν τώρα συντεταγμένες/απόκρημνης ανακατωμένης σκέψης/…/Στην κεντρική πλατεία ανθεί το μικρεμπόριο/όλως ιδιαιτέρως τις γιορτινές μέρες…/

Κι αφού κάνει αυτές τις θλιβερές διαπιστώσεις σημειώνει καταληκτικά, με τη λεκτική  ακρίβεια της ιατρικής ορολογίας: Οι γνωστικοί μιλούν για σωφροσύνη/. Το άνοστο πληθωρικό και διαστρεβλωμένο φως/παράγει μη αναστρέψιμα εγκαύματα/στο φλογερό σημείο όρασης/ στο κέντρο αμφιβληστροειδούς./Βροχή, πολλή βροχή και άπνοια/μην πνίξει τις καρδιές μας. 

Αναφορικά με το  γνωμικό αποφεγματκό στοιχείο, που είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποιητικής του Τίτου Χριστοφίδη, όπου είναι έντονη η φιλοσοφική διάθεση, παραθέτουμε ένδεικτικά σχετικούς στίχους από διάφορα ποιήματα:

..Οι πιο μεγάλοι πόλεμοι εκρήγνυνται /με άτυπα χαρτιά, την  απερισκεψία /και
Άτσαλες φαντασιώσεις. («Παρεμπιπτόντως», σ. 16).
Είτε οι κλέφτες δεν υπάρχουν πια/είτε δεν είναι κλέφτης όποιος μπορεί να μπει/ χωρίς ενόχληση/ στην κιβωτό των  μύχιων συναισθημάτων. ( «Το πρόσχημα» (σ. 22)
Δυο μισές αγάπες δεν συμπληρώνουν μια/ολόσωμη πραγματική, ζεστή, ρομαντική…Δυο ημισέληνοι δεν θα συνθέσουν /την ευτυχία της ολόγιομης λαμπρής σελήνης  («Αναθεώρηση», σ. 23)
Δεν περπατούν οι λέξεις/Εκεί που θα φυτρώσουν μένου…Κι έτσι μια λέξη , φράση/δεν έχει όμοια αντανάκλαση/νοήματος για όλους      («Εξαργύρωση», σ. 31)
Ουράνια τόξα δεν παράγουν τα βιβλία/Προσφέρουν όμως χρώματα εσύ για να τα φτιάξεις      («Κουρκουτάς κυπριακός», σ. 33)
Το ουσιώδες όμως σίγουρα μάς λείπει…(«Κάτι μας λείπει»)
Μνηστήρες των κακών στιγμών ο χρόνος  πάντα εφευρίσκει… («Μνηστήρες», σ. 40)
Φίλοι αχώριστοι και κολλητοί η θλίψη και η μνήμη./Η εγκαρτέρηση δεν δίνει χώρο  στην αδράνεια/προσφέρει τάξη στο μυαλο και νοικοκυροσύνη/ («Αστεροπωλείο», σ. 70)
Κι οι ηττημένοι της ζωής έχουν δικαίωμα στο γέλιο. («Φασματογραφία» σ. 72)

Αυτά κι άλλα πολλά χαρακτηρίζουν την ποίηση του Χριστοφίδη, που όπως ήδη έχουμε αναφέρει είναι ποίηση μεστή, υπαινικτική και βαθυστόχαστη. Κάθε στίχος, κάθε ποίημα προσφέρεται, αναμφίβολα για περαιτέρω ανάλυση και εμβάθυνση, που σίγουρα, ο χρόνος δεν επιτρέπει στην παρούσα αναφορά. Θα ή ήθελα όμως, συγχαίροντας τον ποιητή Τίτο Χριστοφίδη για τη  νέα σημαντική κατάθεσή του στον χώρο της κυπριακής και της ευρύτερης σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, ευχόμενος καλή δημιουργική συνέμεια, να διαβάσω, ως επιστέγασμα ένα χαρακτηριστικό ποίημα, που έχει τίτλο  «Η Προγιαγιά», που μας ταξιδεύει στις απαρχές και τις ρίζες της παράδοσης, όπου στέρεα φαίνεται να πατά και να πορεύεται  ο ιατρός-ποιητής Τίτος Χριστοφίδης: 

Η προγιαγιά

Η μάνα της γιαγιάς, η προγιαγιά
απόμακρη ως οπτασία ανεξερεύνητου καιρού
μικρόσωμη ασπριδερή με στήθη πεταχτά
είχε κομψή σβελτάδα στις ώριμες ανταύγειες του νου.
Ζούσε με μάτια περισκόπιο, χωσμένα
στην κατάμαυρη καλυπτική κουρούκλα
με πάθη και αστράγαλους το ίδιο αόρατους
τυφλά πειθαρχημένους, σε μονοκόμματους,
χωρίς ελαστικότητα, παμπάλαιους  μηχανισμούς.
Παντρεύτηκε ρεσπέρη και μάστρο θεριστή,
απέκτησαν παιδιά, κι εμείς
εκείνων των παιδιών  εγγόνια και δισέγγονα
χίλιες ευχές μαζέψαμε, ήλιους ολόσωστους,
φεγγάρια ραγισμένα, εξαίσια συγκομιδή.
Πριν χρόνια έφυγε η λατρευτή στετέ
με φάρμακα ορρούς και δεισιδαιμονίες
χωρίς πομπές πολύχρωμες ευχές και
φαντασμαγορίες.
Εμείς που πίσω μείναμε, ακάλυπτοι, ισχνοί
με το φωτόδεντρο και την καρδιά να σιγοκαίει
ούτε το φως μαντρίσαμε, μήτε την οικουμένη.

Δρ Κώστας Κατσώνης

φιλόλογος – συγγραφέας – κριτικός 

Κύπρος, 26/11/2020