Κριτικές Προσεγγίσεις

Κριτική Προσέγγιση «Σιμά στα Ασήμαντα»

κοντογιώργη μαριλένα_σιμα στα ασήμαντα_maketa_kritikes_proseggiseis

Κριτική προσέγγιση της ποιητικής συλλογής «Σιμά στα ασήμαντα» της Κωνσταντίας Φιλίππου, εκδόσεις Αρχύτας – ΣΠΕΚ, από την φιλόλογο Κοντογιώργη Μαριλένα.

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Κωνσταντίας Φιλίππου φέρει τον τίτλο «Σιμά στα ασήμαντα», έχει εκδοθεί το 2021 στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο «Αρχύτας» και είναι κάτω από τη γενική εκδοτική διεύθυνση του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου – του οποίου η ποιήτρια είναι μέλος, όπως και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Η συλλογή περιέχει 34 ποιήματα, που εντάσσονται σε πέντε θεματικές ενότητες. Τόσο το εξώφυλλο, όσο και το εσωτερικό της έκδοσης, κοσμούν πίνακες, ο καθένας με τη δική του σχέση σε συνάρτηση με τον στίχο.

Γενικά ομιλούντες, στη λογοτεχνία (και στις τέχνες γενικά) θεωρείται ως πλεονέκτημα όταν ο αναγνώστης γνωρίζει στοιχεία της βιογραφίας του δημιουργού, το ιστορικό υπόβαθρο του έργου ή την αφορμή που οδηγεί τον δημιουργό να το εμπνευστεί. Έτσι κι εγώ ως αναγνώστης επιχειρώ να «αποκωδικοποιήσω» την ποίηση της Κωνσταντίας Φιλίππου, δεδομένου ότι γνωρίζω πολύ καλά τον χαρακτήρα, τα βιώματα και τις ανησυχίες της. Ο εκάστοτε ποιητής, ωστόσο, μέσα από το ποιητικό υποκείμενο που διαπλάθει μπορεί να κρύβει τον προσωπικό του χαρακτήρα και χάρη ακριβώς σε αυτή τη δυνατότητα της ποίησης δύναται να αλλάζει ρόλους, να μεταφέρει μηνύματα, να αφυπνίζει αναγνώστες, να προειδοποιεί, να υπόσχεται, να διαμαρτύρεται… Και εδώ ακριβώς έγκειται η ομορφιά και η πρόκληση της αποκωδικοποίησης του κάθε ποιήματος.

Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής κεντρίζει χάρη στην αντίθεση που σχηματίζουν οι δύο όροι, σιμά – ασήμαντα, αλλά και χάρη στο λογοπαίγνιο και στην παρήχηση που δημιουργεί το «σ» και το «μ» το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όπως η ίδια η ποιήτρια αναφέρει στην εισαγωγή, αλλά και υπαινίσσεται στο ομότιτλο ποίημα, νιώθει ότι βρίσκεται ανά πάσα στιγμή κοντά, πλησίον σε μια θεωρητικά «ασήμαντη» κατάσταση, όπως από κάποιους λανθασμένα θεωρείται η ποίηση. Διατηρεί μια οικεία σχέση με την ποίηση και αυτό είναι ένα δέσιμο γερό, γιατί μπορεί η ποίηση να μην αποτελεί πρακτικό μέσο για την επιβίωσή της, ωστόσο επιστρέφει πάντα σε αυτήν, για να εκφράσει μέσα από τις δυνατότητες που της προσφέρει ό,τι την απασχολεί και ό,τι τη βασανίζει. Η σχέση αυτή φαίνεται ότι είναι αμφίδρομη, αφού (όπως και η ίδια αναφέρει) η ποίηση αυτή καθαυτή δεν την αφήνει να επαναπαύεται, αλλά σε στιγμές χαλάρωσης, μοναξιάς και περισυλλογισμού είναι εκεί για να κεντρίσει το μυαλό και να την οδηγήσει σε μια νέα δημιουργία.

Εκδηλώνει ακριβώς αυτό τον διαρκή αναβρασμό, στον οποίο ακούσια βρίσκεται η ποιήτρια, τις ανησυχίες, τις υποχρεώσεις και ευθύνες που έχει ως συνειδητοποιημένος άνθρωπος και τα εκφράζει με προβληματισμούς μέσα από τα ποιήματά της. Άλλωστε, έχει να επιτελέσει πολλούς και συχνά αντικρουόμενους μεταξύ τους ρόλους, όπως οι ρόλοι της γυναίκας, της μητέρας, της συζύγου, της εκπαιδευτικού σε δύσκολους καιρούς. Ενδεικτικά, ο πίνακας του εξωφύλλου δεν εκπέμπει ηρεμία, ούτε γαλήνη, αλλά απεικονίζει μια αέναη κίνηση μέσα από τις εναλλαγές των χρωμάτων και τις καμπύλες γραμμές. Ωστόσο, συναπεικονίζει το άγχος, την αγωνία και τη διαρκή ένταση στην οποία βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος.  Όλα αυτά υπονοούνται και στους υπόλοιπους πίνακες της συλλογής αλλά και στα περισσότερα ποιήματα της έκδοσης αυτής.

Την εγγύτητά της προς την ποίηση αλλά και τον σημαντικό ρόλο που έχει η ποίηση στη ζωή της, το αντιλαμβανόμαστε και από το γεγονός ότι έχει αφιερώσει την πρώτη ενότητα της έκδοσης στην ίδια την τέχνη της ποίησης, εντάσσοντας στην ενότητα αυτή έξι ποιήματα. Στην ενότητα «Της ποιήσεως» με επιδέξια γραφή, η ποιήτρια μιλά μεταγλωσσικά και αναφέρεται στην αξία της ποίησης μέσα …από την ποίηση. Κάνει λόγο για τη δυνατότητα της ποίησης που επιτρέπει στον ποιητή να αποτυπώνει γραπτώς τις σκέψεις του, τους συλλογισμούς ενός προβληματιζόμενου ανθρώπου, προκειμένου να μην τους σβήσει η λήθη. Ειδικότερα με το ποίημα «Ίαση» αποδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο «σημαντική» είναι τελικά η ποίηση γι’ αυτήν, αφού ακόμα και στις δύσκολες στιγμές μιας απλής ασθένειας, η ποίηση αποτελεί ίαση, γίνεται λύτρωση και παρηγοριά.

Η Κωνσταντία εύσχημα αφιερώνει το ποίημα «Απόκληρος» σ’ έναν σύγχρονο ομότεχνό της, τον Μιχάλη Παπαδόπουλο, και στον στίχο της εκφράζει παράπονο που οι καρέκλες είναι άδειες, που η κοινωνία αγνοεί ανθρώπους του πνεύματος, και ειδικότερα λογοτέχνες, αδιαφορώντας να παραστεί σε εκδηλώσεις για παρουσίαση βιβλίων τους κλπ. Ακολούθως μέσα από το ποίημά της «Εγώ δεν είμαι η Ναυσικά» δείχνει το πώς και πόσο η ποίηση είναι τόσο κοντά της ακόμα και σε απλές καθημερινές στιγμές. Μια «μπουγάδα» τής είναι αρκετή να ανακαλέσει στοιχεία και πρόσωπα της μυθολογίας, τα οποία θα οδηγήσουν στο τέλος στη συνειδητοποίηση του δύσκολου ρόλου του ποιητή, από τον οποίο βασανίζεται τόσο που προξενεί την εντύπωση ότι επιθυμεί η ίδια ν’ απαλλαγεί. Παράλληλα, ως φιλόλογος και ποιήτρια, εκφράζει τον προβληματισμό της ως προς την αμήχανη θέση στην οποία βρίσκονται οι φιλόλογοι, όταν αναγκάζονται, βάσει της διδακτέας ύλης, να αδικούν βαθύτερα μηνύματα ενός λογοτέχνη, και να «κολλούν» μόνο σε συγκεκριμένα μονοδιάστατα «φιλολογικά σημεία» στο εκάστοτε λογοτέχνημά του.

Στην ενότητα που ακολουθεί, με τίτλο «Πραξικοπήματα και άλλα», η Κωνσταντία εκφράζει τους προβληματισμούς της για πολιτικά γεγονότα που συνέβησαν στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου κυρίως, αλλά και για άλλα συναφή πολιτικά ζητήματα που την απασχολούν. Στα δύο πρώτα ποιήματα της ενότητας αυτής, που φέρουν τον τίτλο «Σειρήνες Ι» και «Σειρήνες ΙΙ», αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 15 Ιουλίου 1974 στην Κύπρο, όταν έγινε το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου. Έχοντας αυτό ως ιστορικό υπόβαθρο, επικεντρώνεται συγκεκριμένα στον ήχο των Σειρήνων, αλλά και στον απόηχο που έχουν στην καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής και στις συνειδήσεις των νέων ανθρώπων, που δεν έζησαν τα γεγονότα, εστιάζοντας στη διαρκή αδιαφορία, αλλά και στα λάθη που συνέβησαν τότε και που σήμερα περνούν «άηχα», αφού τα εντατικά βουητά της ρουτίνας του σήμερα «καλύπτουν» και «φιμώνουν» τον δραματικό ήχο των Σειρήνων του τότε.

Παράλληλα, δεν διστάζει να συνδέσει τη μοίρα του ποιητή με τις ιστορικές εξελίξεις που συμβαίνουν σε κάθε χώρα, αφού μέσα από το ποίημά της «Σφαγή αντιφρονούντων» δείχνει ακριβώς το πόσο δηκτικός και βαρύς μπορεί να είναι ένας στίχος για όσους υποστηρίζουν αντίθετη άποψη απ’ αυτές που ο στίχος πρεσβεύει. Εκφράζει, θα λέγαμε, εν μέρει το παράπονό της για την αντιμετώπιση που τυγχάνουν οι ποιητές που τολμούν να εκφράσουν μια γνώμη που αντιβαίνει στο ρεύμα των πολιτικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα σε ιστορικές στιγμές της Κύπρου, της προσφιλούς πατρίδας της ποιήτριας.

Στα υπόλοιπα ποιήματα της αυτής ενότητας καταπιάνεται με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Με το ποίημα «Σωματίδια σκόνης» προσμένει σ’ έναν κατακλυσμό, που θα λυτρώσει κάποιο πολιτικό πρόσωπο από τη σήψη και τη διαφθορά που έχει επισκιάσει τον θρόνο του. Γι’ αυτό τον κοινωνικό προβληματισμό και για το μεγάλο θέμα που ταλαιπωρεί τις σύγχρονες κοινωνίες, την έκπτωση αξιών, τη διαφθορά και την κατάντια πολλών ανθρώπων, φαίνεται να αναφέρεται και στο ποίημα «Σύντομα». Ακόμη, ποίημα πολιτικού προβληματισμού μπορεί να χαρακτηριστεί και το ποίημα «Τίση», το οποίο και πάλι επικεντρώνεται στην αρμόζουσα κατάληξη των πολιτικών προσώπων. Στα πιο πάνω ποιήματα είναι φανερό πως εκπροσωπώντας το σύνολο βάλλει εναντίον των τυραννικών μορφών εξουσίας που με τη βία χειραγωγούν τη μάζα και επιβάλλονται. Ο στίχος της παραπέμπει και στο τελευταίο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Επί Ασπαλάθων…» για την τιμωρία του τυράννου. Τέλος, στο ποίημα με τίτλο «Σύντομο» επιχειρεί μια γενική έποψη και αναφέρεται στη συνεχή εξέλιξη της ζωής, αφού σε κάθε τομέα όταν τελειώνει κάτι, κατόπιν ξεκινά κάτι νέο, ένα νέο κεφάλαιο, ίσως μια νέα στόχευση και ελπίδα.

Ακολούθως, στην ενότητα με τίτλο «Της στιγμής» η ποιήτρια εντάσσει ποιήματα για την έμπνευση των οποίων δεν συνέβη κάποιο γνωστό ιστορικό γεγονός, αλλά αντίθετα «ξεφύτρωσαν σε μονοπάτια της νόησής της» σε ώρες ανυποψίαστες, σε ώρες περισυλλογής. Στο ποίημα «Των καπνών οι αναμνήσεις» γίνεται αναφορά στον Οδυσσέα, καθώς η ποιήτρια εκφράζει την απογοήτευσή της προς τον κατά τ’ άλλα εξιδανικευμένο Οδυσσέα, που εν τέλει έφτασε στην Ιθάκη του και στην οικογένειά του, αλλά τελικά τους εγκαταλείπει για να πάει στη Θεσπρωτία και να βάλει στη ζωή του «αγάπες άλλες θηλυκές». Η ποιήτρια νιώθει ό,τι θα ένιωσε και η Πηνελόπη, ίσως και κάθε αναγνώστης της Οδύσσειας. Στο ποίημα «Wolfgang» η δημιουργός αποπειράται ένα ποίημα με ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Ακριβώς αυτός ο ρυθμός κάνει πιο έντονη την υπόσχεση που δίνει πως θα μπορούσε να σκοτώσει έναν «άνθρωπο», καλύτερα έναν απάνθρωπο, που προκάλεσε τόσα δεινά σε άλλο πλάσμα. Στο ποίημα «Εκρίζωση εξιδανικευμένου αίματος» η Κωνσταντία δεν διστάζει να μιλήσει για τον τρόπο που ορισμένα συγγενικά πρόσωπα κάποτε την απογοητεύουν και καταρρίπτουν την αψεγάδιαστη εικόνα που είχε μέχρι τότε γι’ αυτά. Ένας απαισιόδοξος και θλιβερός τόνος επικρατεί και στο τελευταίο ποίημα αυτής της ενότητας, που φέρει τον τίτλο «Της μνήμης το θεριό», όπου με αρνητικά φορτισμένες εικόνες επιχειρεί να δείξει πόσο δύσκολο ρόλο διαδραματίζει η μνήμη σε έναν άνθρωπο, όταν αυτή λειτουργεί ως μορφή βασανιστηρίου και δεν αφήνει να λησμονηθούν δυσάρεστες αρνητικές καταστάσεις.

Η προτελευταία ενότητα της έκδοσης φέρει τον τίτλο «Των εποχών». Πέντε από τα  ποιήματα έχουν ως τίτλο μια αναφορά σε κάποιο από τους δώδεκα μήνες. Ενδεικτικά στο ποίημα με τίτλο «Μπόρα Νοεμβρίου», η Κωνσταντία αναφέρεται στις πρώτες βροχές που ευεργετικά απελευθέρωσαν τη γη από την ανομβρία, αλλά και ταυτόχρονα προκάλεσαν μια μπόρα, η όποια μάλλον τρόμαξε το παιδί της. Τριπλός ο στόχος: ευχή για βροχή, απευχή για απρόβλεπτο κίνδυνο και ανησυχία μιας μάνας για το παιδί της. Στο δεύτερο ποίημα με τίτλο «Οκτώβρης ξανά», γίνεται μια συνομιλία με το ποίημα «Οκτώβρης» που περιλαμβάνεται στην ομώνυμη πρώτη συλλογή της. Πρόκειται για ποίημα γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο με τομή στην έβδομη ή όγδοη συλλαβή, σε ομοιοκατάληκτους στίχους, χωρισμένους σε τετράστιχες στροφές. Με το ποίημα αυτό καταθέτει τις προσωπικές εμπειρίες της, ενώ με στοιχεία της φύσης (βράχος, πέτρα, βουνό, άμμος, κοχύλια) αναφέρεται στην αξία τελικά που έχει ο βράχος στη ζωή – και φαίνεται για την ίδια να συμβολίζει το σθένος του ατόμου.

Παρακάτω στο ποίημα «Full moon, you fool» καταδεικνύει πόσο εύκολα και ανώδυνα προσπερνούν οι άνθρωποι σπάνια φυσικά φαινόμενα, φαινόμενα όμως που για την ίδια δεν μένουν απαρατήρητα. Στο επόμενο ποίημά της «Ο Μάρτης που δεν έφερε την Άνοιξη» είναι έκδηλο ότι αναφέρεται στις αρχές της πανδημίας και σ’ όλες τις δυσάρεστες εξελίξεις που αυτή επιφύλασσε, ενώ στο ποίημα «Μέσα Απριλίου» κινούμενη πάνω στη νόρμα του ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη «Φοβάμαι», αναφέρεται στις «επικίνδυνες» κατ’ αυτήν συμπεριφορές που παρουσίασαν άνθρωποι συμφεροντολόγοι και υποταγμένοι κατά την περίοδο της πανδημίας στην Κύπρο. Στα ποιήματα «Παράθυρα Ι», «Παράθυρα ΙΙ» και «Παράθυρα ΙΙΙ» είναι και πάλι εμφανής η επίδραση του μεγάλου Καβάφη, στον οποίο για άλλη μια φορά καταφεύγει. Τα παράθυρα αποτελούν γι’ αυτήν ένα είδος τυραννίας, αφού γίνονται η αιτία να εισβάλουν απρόσκλητα στην οικία της εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι ενδεχομένως να διαταράζουν την ηρεμία της. Παράλληλα είναι και η αφορμή να την κρατάνε χώρια από δικούς της ανθρώπους. Τέλος, τα παράθυρα αποζητούν κι αυτά τη δική τους φροντίδα, την οποία δεν διστάζει πρόθυμα να τους την προσφέρει.

Στην τελευταία ενότητα, η οποία τιτλοφορείται «Της γης» εντάσσει το ποίημα «Η κυρία του Άζολο», το οποίο αναφέρεται στην τελευταία βασίλισσα της Κύπρου, Αικατερίνη Κορνάρο, όταν κατέληξε έρμαιο στα χέρια των Ενετών, που επινόησαν την «πονηρή» πρακτική να αποκτούν εξουσία με μέσο μία γυναίκα. Ωστόσο, η ποιήτρια απομυθοποιεί την Κορνάρο ως έναν ακούσιο ή εκούσιο θηρευτή τίτλων (παραπέμποντας και σε τόσους της εποχής μας). Στο ποίημά της «Άλλη μια καύχα απ’ τις πολλές» διαφαίνεται η επίδραση του ποιήματος του Γ. Σεφέρη, «Ο δαίμων της πορνείας», με το οποίο θα λέγαμε πως τρόπον τινά συνομιλεί ως προς το θέμα της εκμετάλλευσης των γυναικών. Με τα δύο αυτά ποιήματα (και άλλα) αποδεικνύει πως ο τόπος της, η Κύπρος και η ποίησή της, αντλούν εμπνεύσεις και διδαχές από την ιστορία, την παράδοση, τις ρίζες μας και τον πολιτισμό ευρύτερα.

Στην ίδια ενότητα ισχυρό είναι και το στοιχείο της θρησκείας, εφόσον τρία ποιήματα αναφέρονται σε Αγίους. Στο ποίημα «Η Αγία Κυριακή» εκφράζει τη «ντροπή» της που τόλμησε να δείξει ολιγοπιστία και να χάσει την ελπίδα της σ’ έναν ιερό τόπο, ενώ στο ποίημα «Το καμπαναριό του Αγίου Φανουρίου» εκφράζει τις σκέψεις για τη ματαιότητα και την προσωρινότητα της επίγειας ζωής. Στο ποίημα «Αναστήματα Αγίων» δημιουργώντας υπερρεαλιστικές εικόνες δίνει στους Αγίους ανθρωπόμορφες ιδιότητες και τους εντάσσει σε μια κοινωνία απλών θνητών.

Συνοψίζοντας, η ποιητική συλλογή της Κωνσταντίας Φιλίππου, «Σιμά στα ασήμαντα», δείχνει εμφανώς πως ένας νέος υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος, με κοινωνικούς, πολιτικούς και άλλους προβληματισμούς, μπορεί να «αδράξει τον χρόνο» και με τον λόγο της, έντεχνα σμιλεμένο, να πλάσει μεστούς στίχους και να προσεγγίζει την τέχνη με σεβασμό. Σκοπός της δημιουργού, κατά την άποψή μου, δεν είναι μόνο να μείνουν οι στίχοι αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου, αλλά να αποτελέσουν και μελλοντική έμπνευση κυρίως για τους νεώτερους αλλά και για την ίδια. Στίχοι για να προβληματίσουν, να αφυπνίσουν, να συγκινήσουν ή και απλώς να ευφράνουν ψυχές χάρη στον λυρισμό τους.

ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ ΜΑΡΙΛΕΝΑ

Μαριλένα Κοντογιώργη

Φιλόλογος

9 Αυγούστου, 2021