Λαογραφία, Παράδοση

Κυπριακή Παράδοση: Τραγούδι, Στίχος, Χορός από τον Όμηρο ως το σήμερα

ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΑΚΕΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Γράφει ο Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

Η Κυπριακή Παραδοσιακή Μουσική είναι αναπόσπαστο μέρος του Πολιτισμού της Κύπρου. Επηρεάστηκε από διάφορα ρεύματα αλλά κράτησε ότι της ήταν απαραίτητο – αρχέγονους και βυζαντινούς ήχους, άσματα για τον πόνο, την ελπίδα και τη χαρά του λαού και του ατόμου –  μέσα από το βάρος της μακραίωνης και πολυτάραχης ιστορίας του νησιού. Είναι δημιουργία του λαού της Κύπρου που ακολούθησε την παράδοση βγαλμένη από τις ρίζες αρχαίες, βυζαντινές μεσαιωνικές και από τις δημοτικές ‘φωνές’ που αντηχούν γεγονότα ιστορικά ή κοινωνικά ή του καθημερινού μόχθου και βίου.

Ο Όμηρος περιγράφει διαγωνισμούς ασμάτων, χορών και αθλημάτων στην Αμαθούντα στην Εορτή «Αφροδίσια» προς τιμή της Θεάς Αφροδίτης (αυτά τελούνταν στην περίοδο μεταξύ 10ου και 6ου αιώνα π.Χ.). Έχουν γραφεί πολλά και για τον ποιητικό διαγωνισμό ανάμεσα στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ο διαγωνισμός είχε τη μορφή ‘δίστιχο του ενός έναντι δίστιχου του άλλου’. Αν ο Ησίοδος προκαλούσε με δίστιχο, έπρεπε ο Όμηρος να απαντούσε με δίστιχο στην πρόκληση του Ησίοδου, και αντίστροφα. Οι διαγωνισμοί μεταξύ των νέων στην ποίηση και στη μουσική προς τιμή της Θεάς και του Άδωνι έγιναν θεσμός. Ο Δρ Κ. Σπυριδάκις συμπέρανε ότι: ‘Οι ύμνοι στα Αφροδίσια δημιουργήθηκαν και στην Κύπρο, με αοιδούς και όργανα’. Παρέμειναν στη συνείδηση του λαού και εκφράστηκαν διαχρονικά, ως τους διαγωνισμούς του Κατακλυσμού Λάρνακας σήμερα.

Στην Αρχαιότητα καθιερώθηκε επίσης η Εορτή ‘Αδώνια’, στην Αρχαία Ελλάδα και μετά στην Κύπρο. Όπως λέει ο Δρ Κωνστ. Σπυριδάκις απαγγέλλονταν ύμνοι προς τον νεκρό Άδωνι. Ποιητής των ύμνων και ελεγειών για τον θάνατο του Άδωνι ήταν ο Κινύρας, ο βασιλιάς της Πάφου και ιεράρχης της Αφροδίτης. Η πρώτη ημέρα της γιορτής λεγόταν ‘Αφανισμός’. Ήταν ημέρα πένθους για τον θάνατο του Άδωνι. Οι γυναίκες, με λυμένα τα μαλλιά τους, ξυπόλητες, γυμνόστηθες, περιέφεραν στους δρόμους με θρήνους και οδυρμούς τα ομοιώματα του Άδωνι. Έφταναν στη ακτή της θάλασσας όπου τα έριχναν, παρακαλώντας να επιστρέψει ο Άδωνις από τον Κάτω Κόσμο. Η δεύτερη ημέρα λεγόταν ‘Εύρεσις’ (Ανάστασις). Ήταν μέρα χαράς για την ανάσταση του Άδωνι και την ανάληψή του δίπλα στην Αφροδίτη – αλλά για μισό μόνο χρόνο. Τα ‘Αδώνια’ ήταν ο συμβολισμός της ανάστασης της φύσης και της γονιμότητας των χωραφιών. Στην Αμμόχωστο είχαν τα άσματα ‘Λάζαρα’ ή ‘Λαζαρικά’. Κάποια διασώθηκαν από τους Βαρωσιώτες ποιητάρηδες σε εορτές Κατακλυσμού στη Λάρνακα του Αγίου Λαζάρου.

Στα αρχαία ‘Ανθεστήρια’ στις πρώτες δύο μέρες άνθρωποι σε ευθυμία ανέβαιναν σε περιοδεύουσες άμαξες και πείραζαν πεζούς με σατιρικά ποιήματα που στιχουργούσαν αυθόρμητα. Την τρίτη μέρα, που επονόμαζαν ‘Υδροφορία’, γίνονταν αγώνες (κυρίως στην Αίγινα) σε ανάμνηση της προσφοράς πόσιμου νερού από τον κόσμο προς τους Αργοναύτες κατά την εκστρατεία τους προς την Ιωλκό. Αλλά και στα αρχικά χρόνια του Κατακλυσμού (1918-1950) οι φίλοι ή οι γνωστοί κατέβρεχαν ο ένας τον άλλο με την ‘πιτσίκλα’- κομμάτι καλαμιού που το γέμιζαν νερό και το φυσούσαν ο ένας στον άλλο.

Βέβαια, η λέξη ‘Κατακλυσμός’ παραπέμπει στον Κατακλυσμό του Νώε, πόσο μάλλον που το αρχαίο Κίτιο φέρει το όνομα του δισέγγονου του Νώε, του Κιττίμ. Αν και πόλη φοινικική, το Κίτιο κατοήκησαν Μυκηναίοι τον 14 αιώνα π.Χ. και έχει ρίζα ελληνική.

Με το ‘πιτσίκλισμα’ ο λαός ήθελε να ‘εξευμενίζει’ τη δόλια θάλασσα για χάρη των Αγροναυτών, των Μηκυναίων ή του Νώε, προπάππου του Κιττίμ. Αργότερα, η Εκκλησία – διαπιστώνοντας ότι ήταν μάταιο να καταργήσει τις γιορτές λατρείας προς την Αφροδίτη, τον Άδωνι, ή τα Ανθεστήρια δέχθηκε να συνεορτάζονται με τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, ελπίζοντας έτσι ν’ αποδυναμωθεί το ειδωλολατρικό στοιχείο.

Πρόσθετα, ο Πεισίστρατος στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του, αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες γιορτές της Αθήνας, όπως ήταν τα ‘Διονύσια’ και τα ‘Παναθήναια’. Περιέλαβε στους εορτασμούς της πόλης αγώνες, αθλητικούς, μουσικούς και ποιητικούς. Λέγεται ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.Χ. Τότε οι ραψωδοί απήγγελλαν αποσπάσματα από τα Έπη του Ομήρου με τον τρόπο εξ υπολήψεως εφεξής’ : όπου σταματούσε ο ένας ραψωδός, έπρεπε να συνέχιζε ο άλλος, απαντώντας στον πρώτο. Έχανε όποιος ‘έχανε τα λόγια του’. Έτσι απαγγέλλοντας ‘Ιλιάδα’ και ‘Οδύσσεια’ διατηρούσαν τη Γραπτή Παράδοση.

Στον πρωτεύοντα στο τραγούδι απονεμόταν, με συνοδεία κιθάρας, χρυσό στεφάνι με σχήμα φύλων δάφνης, αξίας 1000 δραχμών και επίσης μια αμοιβή 500 δραχμών. Τα υπόλοιπα βραβεία ήταν αξίας 1200, 600, 400 και 300 δραχμών αντίστοιχα. Το πρώτο βραβείο για μουσική κιθάρας (χωρίς τραγούδι) ήταν χρυσό στεφάνι αξίας 500 δρχ. και αμοιβή 300 δρχ. Στον καλύτερο αυλητή (χωρίς τραγούδι) απονεμόταν απλό στεφάνι.

Αλλά αυτός που διοργάνωσε διαγωνισμούς βουκολικής και ερωτικής ποίησης μεταξύ απλών ανθρώπων (αγροτών, ποιμένων, τεχνιτών κ.ά.) ήταν ο μέγας Συρακούσιος ποιητής Θεόκριτος (315-260 π.Χ.). Οι απλοί του λαού τον ακολουθούσαν με δημοτική γλώσσα και τους κατεύθυνε με ποιήματά του όπως Φαρμακεύτριαι, Θερισταί, Παιδικά.

Σήμερα τα πιο πάνω έχουν κοινά με τους διαγωνισμούς του Κατακλυσμού Λάρνακας, όπου συμμετέχουν πολλοί τραγουδιστές, οργανοπαίκτες, χορευτές, σε τραγούδι, χορό, ‘τσιαττιστά’! Και σε τί διαφέρουν οι αοιδοί και οι ραψωδοί των Ομηρικών επών από τους ποιητάρηδες που υμνούν τους ακρίτες για προάσπιση της πατρίδας; Ελάχιστα διαφέρει ο θρήνος της Αντιγόνης για τον νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, από τον θρήνο της Παναγιάς για τον εσταυρωμένο γιo της στο αντίστοιχο κυπριακό Μοιρολόι; Τι διαφέρουν τα ερωτικά για την Αφροδίτη ή την Ελένη από τα Κύπρια δημοτικά ερωτικά;

Ο Πλούταρχος (46-127 μ.Χ.) γράφει ότι οι βασιλείς της Κύπρου στην κλασική εποχή χρηματοδοτούσαν μουσικούς διαγωνισμούς για κυκλικούς χορούς και τραγούδια, με ηθοποιούς και τραγουδιστές που καλούνταν από την Ελλάδα. Ένας από τους βασιλείς ήταν ο Ευαγόρας της Σαλαμίνας που καθιέρωσε τα Ελληνικά Γράμματα και τις Τέχνες στην Κύπρο και επιπλέον θα έφερε μουσικά όργανα και μουσικούς για να τα διδάξουν.

Οι Σαλαμίνιοι θα γνώριζαν και τη ρήση του Σωκράτη ‘Μουσικήν ποίει και εργάζου’, και θα την εισήγαγαν στο Θέατρο Σαλαμίνας, θεωρώντας την ως ‘τέχνη ύψιστης σημασίας, που μορφώνει και ανυψώνει το άτομο, του καλλιεργεί γνώση, ευαισθησία, συνείδηση’.

Ως όργανα αναφέρονται η λύρα, ο δίαυλος και ο ύδραυλος. Ο δίαυλος – δύο αυλοί σε οξεία γωνία, που χειριζόταν ο αυλητής με δύο χέρια όπως φαίνεται σε αρχαία αγγεία- διατηρήθηκε σε γιορτές προηγούμενων αιώνων, μα σήμερα εκλείπουν οι δεξιοτέχνες.

Ο ύδραυλος, που εφηύρε ο Κτησίβιος (283-221 π.Χ.) ήταν η αρχική μορφή του πιάνου και του εκκλησιαστικού οργάνου. Ο ύδραυλος πέρασε στο Βυζάντιο και στην Κύπρο. Με την πτώση του Βυζαντίου παρήκμασε η χρήση του υδραύλου, όμως πέρασε στους Δυτικούς, η δε Καθολική Εκκλησία το εξέλιξε ως το βασικό εκκλησιαστικό όργανό της.

Παρόλ’ αυτά η Κυπριακή μουσική διατήρησε επιρροές από τη Βυζαντινή και την αρχαία Ελληνική μουσική. Αυτά, και κάποιες επιδράσεις από τη φράγκικη και ενετική μουσική, διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του Κυπριακού τραγουδιού. Άλλωστε επηρεάστηκε ο λαός από ιστορικά γεγονότα, και γι’ αυτό μέσα από το τραγούδι και τον χορό, εξέφραζε πόνο, ελπίδα κ.ά. Εμπλουτίστηκε η μουσική παράδοση μα δεν μετέβαλε τη μορφή της.

Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, σύμφωνα με το έργο του Γκιγιώμ ντε Μασώ ‘La Prise d’Alexandrie’, κυρίως με το Χειρόγραφο του 15ου αιώνα ‘Manuscript Torino J.II.9’, οι Λουζινιανοί άρχοντες της Κύπρου ανέπτυξαν είδη μουσικής για δική τους ψυχαγωγία, αλλά με τον καιρό έγιναν γνωστά και στον λαό. Στο Χειρόγραφο αυτό, που διασώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Τορίνου, περιέχονται γαλλικά ή γαλλικής επίδρασης μουσικά κομμάτια για θρησκευτικές και άλλες δραστηριότητες της Αυλής και των ευγενών.

Πολλές από τις μελωδίες του χειρόγραφου έχουν μελωδική κατιούσα φορά εντός της τροπικής μεσαιωνικής κλίμακας. Η μελέτη των τρόπων στα κομμάτια δείχνει ότι ακολουθήθηκε η πρακτική της μεσαιωνικής Ευρώπης. H Turcograecia του Γερμανού Ουμανιστή Martin Crusius (1526-1607 μ.Χ.) που δημοσιεύτηκε το 1584 περιγράφει τη ζωή των ελληνόφωνων και χριστιανών στην οθωμανική αυτοκρατορία του 16ου αιώνα. Αναφέρει τη διοργάνωση Διαγωνισμών ποίησης σε Ελληνικά νησιά και στην Κύπρο, μεταξύ νέων, μεταξύ νεανίδων και μεταξύ ενηλίκων, ενώπιον μιας Κριτικής Επιτροπής η οποία βράβευε τους καλύτερους. Επί Τουρκοκρατίας υπήρχε ανάλογος διαγωνισμός σε πόλεις του Πόντου. Κάθε διαγωνιζόμενος απαντά με δίστιχα στα δίστιχα του αντίπαλου, εξ υπολήψεως εφεξής’, αντικρούοντάς τον – όπως πριν, για τα Ομηρικά έπη.

Ο Père R. Estiene de Lusignan στο έργο του ‘Description de toute l’ isle Chypre’, το 1580, ζώντας πια στο Παρίσι, εννιά χρόνια μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους, περιέγραψε διαγωνισμούς ποίησης στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο. Ανέφερε ότι οι αστοί και άτομα της μεσαίας τάξης, μετά το γεύμα τους συνήθιζαν να διασκεδάζουν σε κήπους παίζοντας παιγνίδια και χορεύοντας. Μάλιστα αυτοσχεδίαζαν ποιήματα, τα μελοποιούσαν και τα τραγουδούσαν, επιδεικνύοντας έτσι το ταλέντο τους. Τέτοιες συνήθεις διασώθηκαν σε Κοκκινοχώρια της Κύπρου (στο χωριό Αυγόρου, κ.ά.)

Για την ενόργανη μουσική παράδοση του νησιού, μουσικά όργανα της Λατινοκρατίας και της Ενετοκρατίας (1100–1570 μ.Χ.) έχουν εικονογραφηθεί από αγιογράφους σε εκκλησίες της Κύπρου. Ακόμη στις εικονογραφίες Λατίνων αγιογράφων διακρίνονται αερόφωνα, ιδιόφωνα και μεμβρανόφωνα, ενώ στις ορθόδοξες εκκλησίες διακρίνονται ο ποιμενικός αυλός, ο πλαγίαυλος, ο αυλός, ο άσκαυλος, η σάλπιγξ, το κέρας ή βούκινο, τα κύμβαλα, το τύμπανο, το βαρελλόσχημο με ένα τύμπανο δύο μεμβράνων.

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, υποχώρησε η γνήσια καλλιτεχνική και πολιτιστική συνύπαρξη Ευρωπαϊκών και Κυπριακών μουσικών στοιχείων. Εμφανίζονται τούρκικα όργανα όπως ο ζορνάς, το τουρμπελέκι, ο ταμπουράς, το σαντούρι αλλά μόνο για τις γιορτές των Τούρκων. Είχαν ελάχιστη απήχηση στους Χριστιανούς της Κύπρου, που έμειναν προσηλωμένοι σε βυζαντινά ακούσματα και ύμνους και στη χρήση βιολιού και λαγούτου. Η Μουσική – Βυζαντινή/ Εκκλησιαστική και η Παραδοσιακή Δημοτική – επιδρούσαν στον λαό και ως συλλογική μνήμη για το έθνος μέσω της παράδοσης. Επιπλέον, τα μοναστήρια προωθούσαν στην ευρεία ύπαιθρο τη Βυζαντινή Μουσική. Για παράδειγμα ο Ιωαννίκιος, απ’ τους πρώτους διδασκάλους Μουσικής, δίδαξε την Παρασημαντική σε πολλούς δασκάλους και ψάλτες. Η Βυζαντινή Μουσική κράτησε τον υπόδουλο λαό σε εγρήγορση κοντά στα ήθη, στα έθιμα, στη γλώσσα, στη θρησκεία και ανασύνταξε το Κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι, τα ‘τσιαττιστά’ και τον χορό.

Όταν η Τουρκοκρατία άρχισε να αποδυναμώνεται, ιδρύθηκε στη Λευκωσία η πρώτη σχολή Θηλέων όπου διδασκόταν και πιάνο (1859). Η διδασκαλία επεκτάθηκει και στη λαϊκή μουσική από δασκάλους, που αρκετοί ήταν πρακτικοί και κάποιοι έγραφαν νότες. Τα μοναστήρια συστηματοποίησαν πιο πολύ τη διδασκαλία της Βυζαντινής Μουσικής.

Από το 1878, έτος κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους, και για αρκετό καιρό, η μουσική δραστηριότητα περιοριζόταν ως θρησκευτική, ειδικά στις εκκλησίες και στα μοναστήρια, και ως δημοτική στις γιορτές, στα πανηγύρια και στους γάμους. Ένας από τους πιο διαπρεπείς διδασκάλους της Μουσικής ήταν ο Στυλιανός Χουρμούζιος. Συνέγραψε πολλά βιβλία και θεωρούσε τη Βυζαντινή Μουσική ως «ηθοπλαστικήν, αρετοποιόν, εξημερωτικήν, εκπολιτιστικήν, εξαγνιστικήν» και ανώτερη της Ευρωπαϊκής Μουσικής γιατί είναι πλουσιότερη σε ήχους και κλίμακες, και καλλιεργεί καλύτερα «τα ευγενή συναισθήματα, καταστέλλει τα αγενή πάθη και μορφώνει εις τας ψυχάς τα πρέποντα ήθη». Ήταν φιλόπατρις, πιστός στην παράδοσή στη Βυζαντινή Μουσική που στηρίζει την εθνική επιβίωση και συνδέεται με τη λατρεία και την οικογενειακή συνοχή.

Με την άφιξη των Άγγλων στην Κύπρο, η δυτικοευρωπαϊκή μουσική άρχισε σταδιακά να κερδίζει έδαφος π.χ. αναπτύχθηκαν φιλαρμονικές με Άγγλους μαέστρους. Ακόμη και οι δύο αντίπαλοι υποψήφιοι Αρχιεπίσκοποι, ο Κύριλλος και το Κυριλλούιν, (κατά το έντονο ‘Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, 1900-1909) είχαν δική τους φιλαρμονική ορχήστρα. Στην εξέλιξη της μουσικής επέδρασαν και ιστορικά γεγονότα όπως η Ρωσική Επανάσταση, ο Διωγμός των Αρμενίων, η Μικρασιατική Καταστροφή και άλλα. Έτσι αναπτύχθηκε ένα μουσικό μωσαϊκό. Ήδη, από το 1915, κάνουν εμφάνιση Κυπριακά μουσικά σχήματα που ερμηνεύουν έντεχνη μουσική, Αρμένιοι βιρτουόζοι στο βιολί, κανταδόροι, ιδίως στη Λάρνακα, την πόλη των Ευρωπαίων από τον Μεσαίωνα.

Η Ελληνική νησιώτικη δημοτική μουσική και η Μικρασιατική παραδοσιακή εμπλούτισαν την Κυπριακή. Πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες, μετά την καταστροφή, έφεραν μαζί τους την παράδοση, τα τραγούδια, τη μουσική, τους χορούς και τη διάλεκτο τους, στοιχεία που επηρέασαν τη μορφή της μουσικής στις αρχές του 20ου αιώνα. Ωστόσο, η Κυπριακή πέρασε στην παράδοσή της στοιχεία που της ταίριαζαν, ή τα προσάρμοσε και τα διαφοροποίησε σε ότι αφορά στη διάλεκτο, στο αισθητήριο, στη θεματολογία.

Στη δεκαετία 1920-1930 τίθενται πλέον οι βάσεις της έντεχνης μουσικής στην Κύπρο, με το ανέβασμα κυπριακών μουσικών παραγωγών (όπερες, ορατόρια, κ.ά.). Λόγω αυτού δημιουργήθηκαν Ορχήστρες, όπως η Συμφωνική Ορχήστρα ‘Μπετελιάν’ (1930), η Ορχήστρα Εγχόρδων «Ολυμπιακός» (1934), η Συμφωνική Ορχήστρα, η Μικτή Χορωδία «Ολυμπιακός» (1935), η Ορχήστρα Μότσαρτ (1938, που μέχρι και το 1963 συνέβαλλε στην έντεχνη μουσική). Αφετέρου, από το 1920 παρατηρείται σημαντική έρευνα για διάσωση της κυπριακής μουσικής παράδοσης. Τον δρόμο του Στυλιανού Χουρμούζιου συνέχισε ο Θεόδουλος Καλλίνικος («Κυπριακή Μούσα», 1951), ο Σώζος Τομπόλης («Κυπριακοί Ρυθμοί και Μελωδίες» 1967, Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών) και νεότεροι (Π.Ζαρμάς, Μ.Χατζήμιχαηλ, Λ.Λάρκου, Λ.Ζυμαράς, Τ.Σολωμού).

Απ’ το 1987 λειτούργησαν η Κρατική Ορχήστρα Κύπρου και η Κρατική Ορχήστρα Νέων Κύπρου ενώ το 2007 εκκίνησε η «Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου» ως ανεξάρτητος οργανισμός με 60 μουσικούς, για κλάσική και κάποια παραδοσιακή ελληνική μουσική.

Εκτός από τον Δήμο Λάρνακας, που συνεισφέρει τα μέγιστα στην Παράδοση λόγω του Κατακλυσμού, ελπιδοφόρα είναι η συμβολή του ΡΙΚ, κάποιων καναλιών, δήμων και κοινοτήτων και των Πολιτιστικών Υπηρεσιών. Ωστόσο παραμένουν πολλά να γίνουν για τους Απόδημους Κυπρίους, τους νέους, τους ξένους επισκέπτες. Αδρανεί ο Σύνδεσμος Ξενοδόχων/ ο ΚΟΤ ενώ οι αυξανόμενοι τουρίστες θα ήσαν διαφημιστές ως αυτήκοες μάρτυρες μιας ζώσας παράδοσης με τραγούδια, χορούς, ‘τσιαττιστά’ κλπ.

Παραδοσιακοί ρυθμοί, μελωδίες, φωνητικά και όργανα που διατηρούνται

Η μελέτη αυτή ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των ρυθμών των μελωδιών, των φωνητικών και των οργάνων που διατηρούνται στον Κατακλυσμό και στις επαρχίες.

Κατ’ αρχάς τα είδη των ρυθμών είναι σύνθετα: Υπάρχουν οι πεντάσημοι (τα-τα-τάμ + τα-τάμ   ή  τα-τάμ + τα-τα-τάμ), οι επτάσημοι και οι εννεάσημοι.

Σε ότι αφορά τις μελωδίες αυτές βασίζονται σε τρόπους και κλίμακες που συναντώνται στην αρχαία ελληνική μουσική, στη βυζαντινή και σε μείζονες και ελάσσονες κλίμακες της δυτικής μουσικής. Σύμφωνα με τους Τομπολή (2002), Κουτσουπίδου (1996) κ.ά.  στα Κυπριακά τραγούδια και στους χορούς ακούγονται οι Αρχαίοι Τρόποι – με βάση το σύστημα των τετράχορδων, π.χ. υποδώριος, δώριος, φρύγιος, λύδιος. Οι χρωματικές κλίμακες βασίζονται στον Ήχο πλάγιο Β΄ της βυζαντινής μουσικής. Οι μεικτές κλίμακες εκτελούνται με διπλό και μονό τετράχορδο αρχαίου τρόπου (Διατονικό ή Εναρμόνιο).

Οι χοροί ποικίλουν: α) Συρτοί (Πολίτικος, Σκυλλάκια, Σκαλιώτικος, Καραβάς, Ππεκρής, Συλιβριανός, Αηβαλιώτικος, Βαρύς), β) Καλαματιανοί, γ) Μπάλλοι, δ) Ζεϊμπέκικοι, ε) Μάντρα (ο χορευτής κράδαινε το δρεπάνι ή την ‘τατσιά’), στ) Σατιρικό, ζ)  Αντικρυστοί/ Καρτσιλαμάδες (2 του ίδιου φύλου, ή ‘χορός αντρόγυνου’ – χορός από τον Μεσαίωνα.

Η Κύπρια παραδοσιακή μουσική διαχωρίζεται σε φωνητική και ενόργανη.

Η φωνητική περιέχει τραγούδια και άσματα π.χ.: οι ‘φωνές’, τα δίστιχα – τα τσιαττιστά, τα ποιητάρικα, της αγάπης (ερωτικά), τα γιορταστικά, τα σατιρικά, του γάμου, παιδικά και νανουρίσματα, τα μοιρολόγια, της δουλειάς, της ξενιτιάς, τα θρησκευτικά, τα αφηγηματικά – οι παραλογές, τα ακριτικά, τα ιστορικά, τα επίλλυα και τα εισαγόμενα.

Η ενόργανη μουσική περιέχει χορούς και συνοδευτικά κομμάτια για το τριήμερο του γάμου με συνοδεία πιθκιαυλού ή βιολιού, λαούτου ή ταμπουτσιά. Σε μεγάλους χορούς, αρχοντικούς γάμους/ γιορτές γίνεται και χρήση σαντουριού, αρμόνικας και κλαρίνου.

Σημαντικοί σύγχρονοι ερμηνευτές είναι ο Μιχάλης Ττερλικκάς, η Κυριακού Πελαγία, ο Ευαγόρας Καραγιώργης, ο Χρήστος Σίκκης, ο Μιχάλης Βιολάρης, ο Μιχάλης Χατζιημιχαήλ με το ‘Μεσόγειος’, ο Λάρκος Λάρκου με την ‘Κυπρογένεια’, ο Λ. Ζυμαράς με του ‘Λάς’ και ο Μαρωνίτης Τόνυ Σολωμού. Συνέβαλαν και εκλεκτοί συνθέτες (Σόλων Μιχαηλίδης, Αχιλλέας Λυμπουρίδης, Δευκαλίων Ιωαννίδης, Αρμάνδο Ζιοζεφέν) χορωδίες και σολίστες κλασικής μουσικής που ερμήνευσαν διεθνώς δημοτικά άσματα.

Ο βαρύτονος στην Όπερα της Βιέννης Πιερής Ζαρμάς έκανε διάσημο το ‘ποιητάρικο’ ‘Καρπασιτοπούλα’ και ιδού μια στροφή του πιο κάτω:

Απόψε εν να γινεί καυκάς να τραβηχτούν μασιέρκα
τζι’ ούλοι εν να τρέξουν στον καυκάν τζι εγιώ στα δκυό σου σιέρκα.
Ρούλα, Ρούλα, Ρούλα, ρε Καρπασιτοπούλα. (2)’

Ως δείγμα για τη ‘Φωνή’ πιο κάτω αναφέρεται ερωτικός στίχος από  την ‘Αυκορίτισσα’ 

Επήαν τζι’ είπαν της πελλής πως εν να πάω πέρα,
τζι’ εμάεψεν την θάλασσαν τζι’ εσήκωσεν αέραν.

Στο δραματικό ‘Επύλλιο’Αντρονίκη’, ο στίχος μιλά για τη συγκίνηση των άψυχων φλυτζανιών όταν έπαιρναν την άδικα σκοτωμένη από τον αδελφό της να τη θάψουν. 

Τζ’ αντάν την επαιρνούσαν απού τον καβενέν
εσπάζαν τα φεντζάνια που πίνναν τον καβέν.

Επιμύθιον

Σημαντικές οι αναφορές των Ελλήνων Νομπελιστών, του Σεφέρη και του Ελύτη, που επισκέφθηκαν την Κύπρο. Και οι δύο εμπνεύστηκαν από το  τοπίο, το φως, τα ήθη, τη γλώσσα και αναγνώρισαν ότι ο Πολιτισμός και η παράδοση μας κρατούν για 30 αιώνες.

Ο Σεφέρης συζητά με τους ποιητάρηδες και γράφει στο ποίημα του ‘Ελενη’ το ‘αηδόνι-ποιητάρη’, παραδοσιακές λέξεις (καματερό, κολόκα, κοπέλια, συντυχαίνω) και μύθους (Οι γάτες του Άη Νικόλα’), και θαυμάζει την Κύπρο ‘όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη’.

Εξάλλου ο Ελύτης ομολογεί για την Παράδοση της Κύπρου: «Δεν ξέρω αν έχουμε άλλο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία. Καμιά σχεδόν ποίηση ξένης χώρας δεν ασχολείται με την Ιστορία και την μοίρα του λαού της. Επειδή ο Ελληνισμός έζησε πάντοτε κοντά στον κίνδυνο. Επειδή ό,τι κινδυνεύει, ζητάς να το διασώσεις. Επειδή νιώθουμε μόνοι. Επειδή σαν πολιτιστική μονάδα δεν έχουμε συγγενείς. Και επειδή στο βάθος μάς φοβόντουσαν, όσο αδύναμοι κι αν είμασταν. Και μας πολεμούσανε. Ή μήπως αυτό δεν συμβαίνει με την Κύπρο; Η ψυχή μας αυτή, μέσα απ’ την Παράδοση, είναι μεγάλη υπόθεση …»

Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Διάλεξη σε Συνέδριο της ‘Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών’
Θέμα: ‘Λαογραφία και Παράδοση’, στις 18 Νοέμβρη 2017.

Πίνακας Εύρου Ευρυβιάδη: ‘Κατακλυσμός’ στη Λάρνακα (2010)

Πίνακας Εύρου Ευρυβιάδη: ‘Κατακλυσμός’ στη Λάρνακα (2010)