Αρθρογραφία

Παναγία η Ελεούσα του Κύκκου και η Ιερά Μονή της στην Κύπρο – Ελένη Καραγιάννη

Eλένη

Η Παναγία η Ελεούσα του Κύκκου γιορτάζει οκτώ Σεπτεµβρίου, τη γέννηση της Παναγίας. Ελεούσα σηµαίνει πηγή ελέους. Από αυτή ζητάµε το έλεος της για µας, τις οικογένειές µας, το σπίτι µας τον τόπο µας, το έθνος µας, σε κάθε δύσκολή στιγµή της ζωής µας.

Ήδη είµαστε στην πρώτη εβδοµάδα της Σαρακοστής που ξεκίνησε µε την Καθαρά Δευτέρα. «Το στάδιο» των αρετών ηνέωκται και κάπου αλλού ο υµνωδός µας καλεί: «ελήλυθεν η νηστεία η µήτηρ της σωφροσύνης, η κατήγορος της αµαρτίας και η συνήγορος της µετανοίας…» Εµείς λοιπόν σαν, γενναίοι αθλητές καλούµαστε να αγωνιστούµε στο στίβο των αρετών, ώστε «κεκαθαρµέναις διανοίαις», να βιώσουµε τα Πάθη του Χριστού και την Ανάστασή του.

Στην κατανυκτική περίοδο της Σαρακοστής ψάλλεται και ο Ακάθιστος Ύµνος κάθε Παρασκευή από έξι οίκους και την τελευταία Παρασκευή ολόκληρος. Όλος ο Ύµνος αναφέρεται στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου, στην ενανθρώπιση του Χριστού, στην σωτηρία του ανθρώπου και εξαίρεται ιδιαίτερα η συµβολή της Παναγίας. Εξάλλου ο πρώτος οίκος του Ακαθίστου Ύµνου αρχίζει µε τον Ευαγγελισµό της Παναγίας. «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέµφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε». Εποµένως δεν είναι τυχαίο που σήµερα αναφερόµαστε στην Παναγία, αφού ήδη χτες ακούσαµε τους πρώτους Χαιρετισµούς στην εκκλησία µας.

Αύριο, γιορτάζουµε τη µεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας και την αναστήλωση των εικόνων. Ήταν ένα ζήτηµα που είχε διχάσει τους πιστούς σε εικονοµάχους και εικονολάτρες και συντάραξε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έλαβε τέλος µε την παρέµβαση της Βασίλισσας Θεοδώρας, του βασιλιά Θεόφιλου και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερµανού. Τότε επετράπηκε η προσκύνηση των εικόνων και διευκρινίστηκε ότι δε λατρεύουµε τις εικόνες, αλλά αποδίδουµε τιµή στα πρόσωπα των Αγίων που εικονίζονται. Όπως συνηθίζεται να λέγεται σήµερα µια εικόνα ισοδυναµεί µε χίλιες λέξεις. Αυτό δείχνει τη δύναµη της εικόνας στο να µεταδίδει εύκολα µηνύµατα χωρίς να , χρειάζεται επεξηγήσεις. Έτσι και µέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί µπορούν να αναχθούν, στις υψηλές πνευµατικές θεωρίες και στο Θείο.

Στην Εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας για παράδειγµα, φανερώνεται πρώτον η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο της Παναγίας, δεύτερον η αγγελική φύση µε τους δύο Αρχαγγέλους που κρατούν το στέµµα της Παναγίας πάνω από το κεφάλι της και τρίτον η Θεία φύση µε το Άγιο Πνεύµα που εµφανίζεται εν είδει περιστεράς και τον Πατέρα που δηλώνεται µε τον οφθαλµό. Σε µία µόνο εικόνα περιέχεται όλη η ορθόδοξη Θεολογία.

Παρατηρώντας δε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Παναγίας της Ελεούσας του Κύκκου στην εικονογραφία, βλέπουµε την υποµονή, την αγάπη, τη στοργή, τη σωφροσύνη, τη σοβαρότητα, αρετές που την περιβάλλουν και µας αναγάγουν µε την προσευχή µπροστά στο θρόνο της και µας προκαλούν να µιµηθούµε τις δικές της αρετές.

Η Αγία εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας του Κύκκου είναι µία από αυτές που ζωγράφισε ο Απόστολος Λουκάς, επτά χρόνια µετά την Ανάληψη του Κυρίου, όταν η Παναγία ακόµα ζούσε. Οι άλλες δύο βρίσκονται η µία στο µοναστήρι της Παναγίας του Σουµελά και η άλλη στο ιστορικό µοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου. Οι πίνακες, τα ξύλα, για να ζωγραφίσει ο Άγιος Λουκάς, του δόθηκαν από τον ίδιο τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και ήταν από ξύλο κυπαρισιού. Όταν η Παναγία είδε την εικόνα ανεφώνησε και είπε: «Η χάρις του εξ ’εµου τεχθέντος είη δι’ εµού µετ’ αυτών». Δηλαδή ευλόγησε την εικόνα να έχει τη χάρη του Υιού της.

Ο Άγιος Λουκάς µετά την Κοίµηση της Θεοτόκου τη µετέφερε µαζί του στην Αίγυπτο και µετά το θάνατό του, την άφησε στα χέρια πιστών ακολούθων του.

Μετά το τέλος της Εικονοµαχίας οι πιστοί αποφάσισαν να τη µεταφέρουν στην Ελλάδα. Στη διάρκεια του ταξιδιού, το καράβι κατέλαβαν πειρατές και οι αιχµάλωτοι Χριστιανοί έριξαν την εικόνα στη θάλασσα. Ως εκ θαύµατος δύο βυζαντινά καράβια που έπλεαν βρήκαν την εικόνα, την παρέλαβαν και τη µετέφεραν στην Κων/πολη, όπου την παρέδωσαν στο Βασιλιά Αυτοκράτορα Αλέξιο Κοµνηνό (1081-1118). Εκεί στο παλάτι έµεινε η Αγία εικόνα, ώσπου η Παναγία έδειξε την επιθυµία της να κατοικήσει στο βουνό του Κύκκου.

Στην Κύπρο την εποχή αυτή ως βυζαντινός Κυβερνήτης της Κύπρου είχε διοριστεί ο Εµµανουήλ Βουτοµύτης. Το καλοκαίρι παραθέριζε λόγω ζέστης,στα ορεινά χωριά του Τροόδους, όπως συνήθιζαν τότε οι ευγενείς. Κάποια µέρα, ενώ κυνηγούσε στο βουνό του Κύκκου χάθηκε από τους συντρόφους του και ψάχνοντας το δρόµο για την επιστροφή έφτασε µπροστά σε µια σπηλιά. Εκεί ζούσε ένας µοναχός ο Ησαΐας που επιδιδόταν στην προσευχή και τη σιωπή. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε ο µοναχός στα αιτήµατά του, να του δείξει το δρόµο, θύµωσε πολύ, τον κτύπησε άγρια και έφυγε. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Κυβερνήτης ασθένησε από µια ανίατη αρώστεια, τη ληθαργία (ισχυαλγία). Τότε κατάλαβε το σφάλµα του και ζήτησε συγχώρεση από το µοναχό Ησαΐα, ο οποίος µε την προσευχή του το θεράπευσε. Η Παναγία παρουσιάστηκε στον Ησαΐα και το συµβούλευσε για αντάλλαγµα, να ζητήσει από το Βουτοµύτη να φέρει την εικόνα της από το παλάτι στην Κύπρο. Ο Βουτοµύτης δίσταζε γνωρίζοντας ότι ο Αυτοκράτορας δε θα έδινε την εικόνα. Τελικά όµως, όταν θα πήγαινε στην Κων/πολη, για να δει τον Αυτοκράτορα για τις διοικητικές υποθέσεις της Κύπρου, του ζήτησε να πάνε µαζί.

Δόθηκε η ευκαρία να συναντήσει ο Ησαΐας τον Αυτοκράτορα και να του κάνει το αίτηµά του, όταν η κόρη του ασθένησε µε τη ίδια αρώστεια της ληθαργίας και µε την προσευχή του έγινε καλά. Δεν ήθελε, όµως ο Αλέξιος, να δώσει την εικόνα, γι’ αυτό παρήγγειλε σε ένα ζωγράφο ένα αντίγραφό της. Σε λίγο όµως η ίδια ασθένεια χτύπησε και τον Αυτοκράτορα, ο οποίος χρειάστηκε και πάλι τη βοήθεια του Ησαΐα. Μετά και τη δική του θεραπεία και µε την εµφάνιση της Παναγίας σε αυτόν, αποφάσισε να δώσει την εικόνα στον Ησαΐα, αλλά και πάλι προσπάθησε να τον ξεγελάσει. Έβαλε το µοναχό να διαλέξει ανάµεσα σε δύο εικόνες που είχαν καλυµµένο το πρόσωπό τους. Προσευχήθηκε τότε ο Ησαΐας στην Παναγία και ξαφνικά ένας οιωνός εµφανίστηκε µπροστά του. Μια µέλισσα, αφού τριγύρισε στην αίθουσα, κάθησε σε µια από τις εικόνες. Αυτή διάλεξε ο Ησαΐας και ήταν η αυθεντική εικόνα που ζωγράφισε ο Άγιος Λουκάς.

Ο Αλέξιος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την εικόνα και να τη στείλει στην Κύπρο µε ένα αυτοκρατορικό καράβι και µε χρυσόβουλα. Η µονή, που ιδρύθηκε στο βουνό του Κύκκου, για να κατοικήσει η Παναγία µας, ονοµάστηκε Σταυροπηγιακή, γιατί στα θεµέλιά της τοποθετήθηκε Σταυρός και Βασιλική γιατί συνοδεύτηκε η ιδρυσή της µε βασιλικά χρυσόβουλα.

Όταν το βυζαντινό καράβι έφτασε στο λιµάνι της Τηλλυρίας στην Κύπρο µε το πολύτιµο φορτίο του, πλήθος λαού υποδέχτηκε την Αγία Εικόνα µε ιδιαίτερη συγκίνηση και ευλάβεια. Όλοι µαζί µε το µοναχό Ησαΐα, κλήρος και λαός πορεύτηκαν µέσα από κοιλάδες, δάση, χωριά ως τα ψηλά βουνά για να εναποθέσουν στην κορυφή του Κύκκου το Άγιο εικόνισµα. Σύµφωνα όµως µε την παράδοση, όχι µόνο οι άνθρωποι, αλλά τα πουλιά, τα δέντρα, όλη η φύση συµµετείχε στην υποδοχή της. Ένα πουλάκι τραγουδούσε και πριν ακόµα φτάσει το Άγιο κειµήλιο και έλεγε: «Κύκκου, Κύκκου το βουνί µοναστήρι θα γενεί, µια χρυσή κορή θε να µπεί και ποτέ της δε θα βγει».

Τα πεύκα από όπου περνούσε η εικόνα γονάτισαν, για να υποδεχτούν την Κυρία των Ουρανών. Έτσι µε λυγισµένο τον κορµό και µε την κορφή να στέκεται ολόρθια, µπορεί να τα δει ο πεζοπόρος ακόµα και σήµερα. Μα και τα κοχύλια έβγαιναν από τη θάλασσα και ακολουθούσαν την πορεία πάνω στο βουνό γι’ αυτό, ακόµα και σήµερα ο επισκέπτης µπορεί να συναντήσει µέσα στο δάσος σπαρµένα κοχύλια. Η Αγία Εικόνα, όταν έφτασαν στην ψηλή κορυφή τοποθετήθηκε σε µια ξύλινη βάση που λέγεται Θρονί και έµεινε εκεί, µέχρι να αποφασίσουν που θα έχτιζαν το µοναστήρι. Σύµφωνα µε µια όµορφη παράδοση, λίγο πριν φτάσει η ποµπή στο Θρονί, η Παναγία δίψασε και ακούµπησε στη πλαγιά του βουνού από όπου έτρεξε νερό και µέχρι τώρα από εκεί, αναβλύζει το αγίασµα.

Το όνοµα του βουνού Κύκκος, οφείλεται στο κελάηδηµα του πουλιού ή σε ένα θάµνο που φυτρώνει στο βουνό και λέγεται κόκκος.

Η Παναγία η Ελεούσα του Κύκκου είναι θαυµατουργική. Πλήθος τα θαύµατα που αναφέρονται σε αυτήν. Εκδιώκει δαιµόνια, θεραπεύει ανίατες ασθένειες και βοηθά στείρες γυναίκες, να τεκνοποιήσουν, µα πιο πολύ έχει συνδεθεί ως βροχοποιός δύναµη.

Γι’ αυτό, στην εποχή της Λατινοκρατίας ονοµαζόταν «Αγία Μαρία της Βροχής».

Η πρώτη γραπτή µαρτυρία, αναφορά είναι του 16ου αιώνα της εποχής της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, όπου ο Τούρκος Αναπληρωτής Διοικητής της Κύπρου, διατάζει τους Τούρκους Αξιωµατούχους να µην εµποδίζουν τη λειτάνευση της Εικόνας.

Οι κάτοικοι της Κύπρου, έδιναν πνευµατική διάσταση στο φυσικό αυτό φαινόµενο της ανοµβρίας και το συνέδεαν µε τον τρόπο ζωής τους. Πίστευαν ότι είχαν ξεφύγει από την πίστη και ότι µόνο µε τη µετάνοια θα εσώζετο ο τόπος από τις επώδυνες συνέπειες της ξηρασίας. Γι’ αυτό, κατέφευγαν στη Θεοτόκο.

Οι µοναχοί µετέφεραν την Εικόνα της από το µοναστήρι και την τοποθετούσαν στο Θρονί, πάντα µε το πρόσωπό της γυρισµένο προς τον ουρανό, ώστε να µην µπορεί κάποιος να το δει. Εκεί ανέπεµπαν δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις στην Παναγία που αµέσως έδινε τη ζωοποιό βροχή.

Οι κάτοικοι των χωριών, επίσης πολλές φορές παρακαλούσαν τους µοναχούς, να συνοδεύσουν τη µεταφορά της Εικόνας στα χωριά τους για αγιασµό, για να τερµατιστεί ένα θανατικό, µια επιδηµία ή κάποια άλλη θεοµηνία. Και η Παναγία έκανε πάντα το θαύµα της.

Επιτρέψτε µου να κάµω µια παρέκβαση σ’ αυτό το σηµείο. Το πρόβληµα της ανοµβρίας στην Κύπρο δεν είναι σηµερινό µε αποτέλεσµα να απειλείται ο τόπος µε απερήµωση. Σύµφωνα µε την εκκλησιατική µας παράδοση η µεγαλύτερη περίοδος ανοµβρίας στην Κύπρο συνέβηκε τον 4ο αιώνα και κράτησε για τριανταέξι χρόνια. Με αποτέλεσµα να υπάχει έλλειψη τροφής και πολλοί κάτοικοι να εγκαταλείψουν το νησί, για να µπορέσουν, να επιβιώσουν. Η ανοµβρία αυτή τερµατίστηκε το 326 µετά τη δεύτερη άφιξη της Αγίας Ελένης στην Κύπρο, όταν επέστρεφε από τα Ιεροσόλυµα. Τότε άφησε κοµµάτια Τιµίου Ξύλου και έκτισε το µονστήρι του Τιµίου Σταυρού στο Σταυροβούνι. Από τότε ο Κύριος ξαναέστειλε βροχή και αφού, ακούστηκε η είδηση αυτή, πολλοί Κύπριοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

Για την ίδια περίοδο σώζεται η παράδοση ότι λόγω της ανοµβρίας στην Κύπρο αυξήθηκαν τα ερπετά, όπως το είχε διαπιστώσει και η Αγία Ελένη. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, για να εξαλειφτούν τα ερπετά έστειλε το Δούκα Καλόκαιρο µε ένα καράβι µε πολλές γάτες. Εκεί που προσάραξε το καράβι στα Νότια της Λεµεσού το ακρωτήριο ως τα σήµερα ονοµάζεται Ακρωτήριο Γάτας.

Ένα πραγµατικό στολίδι του εικονοστασίου του Βορείου κλείτους, που είναι αφιερωµένο στους Αρχαγγέλους, είναι η Παναγία η Παραµυθία, αντίγραφο της εικόνας που φυλάσσεται στο µοναστήρι του Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος. Το αντίγραφο αυτό της Παναγίας, έκανε το θαύµα της στις 3 Φεβρουαρίου του 1997, την ηµέρα της γιορτή της. Ο µοναχός Στυλιανός, ενώ διάβαζε τις προσευχές µπροστά στην Εικόνα της, αισθάνθηκε ευωδία και είδε δάκρυα να τρέχουν από τα µάτια της Παναγίας και από το δεξί µάτι του Χριστού. Έγινε φανερό σε όλους ότι ο κόσµος ακολουθεί λάθος δρόµο και έχει αποµακρυνθεί από το Θεό και πρέπει να µετανοήσει.

Πολλά αντίγραφα αναφέρονται στην Παναγία την Ελεούσα του Κύκκου (70, 80, 150), πράγµα που δείχνει τη διάδοση και τη σηµασία της σε όλο το χριστιανικό κόσµο.

Ένα από αυτά υπάρχει η µαρτυρία ότι είναι η Παναγία το Άξιον Εστί, η Εφέστιος Εικόνα του Αγίου Όρους. Είναι αυτή η Εικόνα µπροστά στην οποία προσευχόµενος ο µοναχός στο κελλί του, παρουσιάστηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και του έδωσε τον Ύµνο Άξιον Εστί που ψάλουµε ακόµα και σήµερα. Η Εικόνα αυτή βρίσκεται σήµερα στο Πρωτάτο στο Άγιο Όρος. Κάτω από το αργυρόχρυσο πουκάµισό της στο ξύλο είναι γραµµένη η φράση, Παναγία η Ελεούσα του Κύκκου.

Έτσι η Παναγία η Ελεούσα του Κύκκου συνδέει το ιερό βουνό του Τροόδους της Κύπρου συµβολικά µε το ιερό βουνό του Άθωνα, αφού και στα δύο βουνά κατοικεί η Παναγία η Ελεούσα και τα δύο βουνά είναι εξάλλου Θεοτοκοβάδιστα.

Σύµφωνα µε την παράδοση η Παναγία µαζί µε τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο επισκέφτηκαν την Κύπρο, για να συναντήσουν τον Άγιο Λάζαρο τον Τετραήµερο και να του παραδώσει η Παναγία το ωµοφόριό της. Ό Άγιος Λάζαρος µετά την ανάστασή του από το Χριστό έζησε στην Κύπρο. Εκεί, έγινε Επίσκοπος Κιτίου (σηµερινή Λάρνακα), όπου βρίσκεται και ο τάφος του. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού περπάτησαν µαζί µε τον Άγιο Ιωάννη όλη την οροσειρά του Τροόδους. Γι’ αυτό, αργότερα εκτός από το µοναστήρι του Κύκκου ιδρύθηκαν και πολλά άλλα προς τιµή της.

Η ιστορική εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας του Κύκκου είναι κατασκευασµένη από κηρό και µαστίχα, είναι δεξιοκρατούσα και ντυµένη µε αργυροεπίχρυσο κάλυµµα. Το πρώτο τοποθετήθηκε το 1576, από τον ηγούµενο Γερµανό και το δεύτερο το 1795, από τον ηγούµενο Μελέτιο. Το πρόσωπο της Παναγίας είναι σκεπασµένο πάντα µε ένα χρυσοϋφαντο κάλυµα, διότι δεν επιτρέπεται να το δει κανένας. Την σκεπή αυτή επέβαλε ο Αλέξιος Κοµνηνός που αποχωρίστηκε την εικόνα παρά τη θέλησή του, αλλά και για να εµπνέει σεβασµό ή και λόγω της αναξιότητας µας «από των πολλών µας αµαρτιών» ,να ατενίσουµε το πρόσωπό της.

Δύο φορές έγινε προσπάθεια να δουν το πρόσωπο της Παναγίας και τις δύο φορές τιµωρήθηκαν. Το 1669 ο Πατριάρχης Ιεροσολύµων Γεράσιµος που επισκέφθηκε τη Μονή προσπάθησε να αποκαλύψει το πρόσωπό της και αµέσως τυφλώθηκε. Μετά από τρεις µήνες προσευχής και πραγµατικής µετάνοιας ανέβλεψε. Το 1776 ο Ελλόγιµος Ρόδιος ιεροµόναχος Ιωάννης µετά από ολονύχτια αγρυπνία προσπάθησε να ανασηκώσει το κάλυµµα και τότε βγήκε µια λεπτότατη λάβρα που το σταµάτησε.

Επίσης δίπλα στην εικόνα υπάρχει ένα οµοίωµα χεριού, για να θυµίζει ένα άλλο θαύµα. Όταν ασεβής έτινε το χέρι του, για να δει το πρόσωπο της Παναγίας αµέσως εµεινε ξερό. Ακόµα στο τέµπλο υπάρχει µέρος της γλώσσας ενός θαλάσσιου κήτους από το οποίο σώθηκαν οι ναυτικοί. Στις 15 Σεπτεµβρίου 1718 ένα µικρό πλοιάριο έπλεε από τη Λάρνακα προς τον Απόστολο Αντρέα. Ένα κήτος κτύπησε µε το ρύγχος του το πλοίο που κινδύνεψε να βυθιστεί. Τότε οι ναυτικοί προσευχήθηκαν λέγοντας: «Παναγία του Κύκκου βοήθησον ηµάς» και αφού κατάφεραν να το σκοτώσουν σώθηκαν. Για να ευχαριστήσουν την Παναγία, αφιέρωσαν τη γλώσσα του µπροστά στην εικόνα της.

Στο µοναστήρι του Κύκκου φυλάσσεται πλούσια συλλογή ιερών λειψάνων Αγίων µέσα σε ασηµοποίκιλτες λειψανοθήκες. Η προσκύνηση των οποίων αποδεικνύει την πίστη των ανθρώπων που τα προσεγγίζουν µε σεβασµό και ευλάβεια.Τα ιερά αυτά λείψανα είναι οι ανάργυροι ιατροί των σωµάτων και των ψυχών όλων των καταφευγόντων µε πίστη στη δύναµή τους.

Σε συνέχεια της εκκλησίας και του λειψανοφυλάκιου, τµήµα της Μονής αποτελεί και το Μουσείο. Εκτός από την καλλιτεχνική του αξία, το Μουσείο, ανακαλεί στη µνήµη µας την ιστορία και τη λατρεία της Μονής. Εκεί διασώζονται και συντηρούνται πρωτοχριστιανικά, βυζαντινά και µεταβυζαντινά σκεύη, άµφια, εικόνες, ξυλόγλυπτα, τελετουργικά βιβλία κ.α. Βοηθά έτσι, τον επισκέπτη να ανεβεί πνευµατικά και να φτάσει νοερά κοντά στο Θεό.

Η προσφορά της Μονής είναι µεγάλη όχι µόνο ως θρησκευτικό λατρευτικό κέντρο, αλλά και ως φορέας διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας και της ελληνικής συνείδησης.

Τον 13ο αιώνα, την Εποχή της Φραγκοκρατίας, οι κατακτητές είχαν σφετεριστεί την εκκλησιαστική περιουσία και της εστέρησαν την πνευµατική καθοδήγηση των πιστών.

Στην Εποχή της Τουρκοκρατίας οι συνθήκες χειροτέρεψαν, η απάνθρωπη εκµετάλλευση των κατοικών του νησιού, οι επιδροµές της ακρίδας, της πανώλης, της χολέρας, εξαθλίωσαν οικονοµικά και πνευµατικά τον κυπριακό λαό. Η µόνη ελπίδα ήταν η Εκκλησία που µε τους αγώνες της, συνέτεινε στην πνευµατική και εθνική στήριξη του ελληνισµού της Κύπρου και στη διάσωση της ιστορικής συνέχειας.

Τεράστια ήταν την περίοδο αυτή η συµβολή της Μονής Κύκκου. Υπήρξε χώρος προαγωγής του µοναχισµού, της καλλιέργειας των γραµµάτων και των τεχνών. Η Ιερά Μονή ανέπτυξε ένα πολύ µεγάλο οργανωµένο δίκτυο Μετοχίων εκτός Κύπρου που επάνδρωνε µε µέλη της αδελφότητας. Απετέλεσε έτσι ένα αγωγό µεταλαµπάδευσης των πνευµατικών επιτευγµάτων από το εξωτερικό στην Κύπρο και παράλληλα συγκέντρωνε χρήµατα τα οποία διέθεται για να βοηθά οικονοµικά το λαό της Κύπρου. Αγόραζε κτήµατα στα οποία εργάζονταν κύπριοι αγρότες και κτηνοτρόφοι, ώστε να µπορούν να πληρώνουν τους φόρους στους Τούρκους και να µην υποχρεώνονται από τις καταπιέσεις να εξισλαµίζονται. Σηµαντικός ήταν και ρόλος της Μονής στη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Από το δεύτερο ήµισυ του 18ου αιώνα λειτούργησε µέσα στο µοναστήρι Ελληνική Σχολή µε κύρια µαθήµατα την ελληνική γλώσσα και τη βυζαντινή µουσική. Επίσης ίδρυσε και χρηµατοδότησε ελληνικά σχολεία σε πολλές πόλεις και χωριά της Κύπρου. Στην Ιερά Μονή επίσης δηµιουργήθηκε βιβλιοθήκη µε εκκλησιαστικά και κυπρολογικά βιβλία.

Πρωτοποριακή ήταν και η δράση της Μονής να στέλλει µέλη της σε Σχολές του εξωτερικού, για να µορφώνονται και να στελεχώνουν αργότερα την Κυπριακή Εκκλησία.

Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας η Μονή Κύκκου συνέχισε την πνευµατική και εθνική της δράση. Χρηµατοδότησε τις κυπριακές αποστολές µε επικεφαλείς Αρχιερείς που µετέβησαν στην αγγλική πρωτεύουσα για προώθηση του Εθνικού Ζητήµατος της Κύπρου. Συµµετείχε ενεργά στους αγώνες του ελληνισµού για την απελευθέρωση των υποδούλων εδαφών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι δώδεκα δόκιµοι µοναχοί κατατάχτηκαν στον Ελληνικό Στρατό κατά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897 και άλλοι επτά στους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912, 1913. Συµµετείχε στο έρανο που έγινε το 1940, προσφέροντας στο Ελληνικό Προξενείο µεγάλο ποσό και στον εθνικό έρανο του 1944 για την οικονοµική ανόρθωση της Ελλάδας το ποσό των τριών χιλιάδων λιρών.

Πρωταρχικός ήταν και ο ρόλος της Μονής στον Εθνικό αγώνα της ΕΟΚΑ ,για να διεκδικήσουν την ελευθερία της Κύπρου από τους Άγγλους. Το 1955 στη διοργάνωση του Ενωτικού Δηµοψηφίσµατος σηµαντικό ρόλο έπαιξε ο πρώην Κυκκώτης Αρχιµανδρίτης, τότε Μτροπολίτης Κιτίου, Μακάριος, αργότερα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και Εθνάρχης Μακάριος Γ΄.

Στη διάρκεια του αγώνα ο Ηγούµενος της Μονής Κύκκου, Χρυσόστοµος, ήταν ο Γενικός Ταµίας της Οργάνωσης και είχε ακόµα την οικονοµική ενίσχυση των ανταρτικών οµάδων και την στήριξη των οικογενειών των συλληφθέντων ανταρτών.

Μέσα στο µοναστήρι βρήκαν καταφύγιο οι αντάρτες καθώς και στα δεκαπέντε κρησφύγετα που δηµιουργήθηκαν στη γύρω περιοχή. Τόσο το µοναστηριακό συγκρότηµα όσο και τα µετόχια και τα υποστατικά συµµετείχαν στην προετοιµασία και στην απόκρυψη του στρατιωτικού υλικού.

Σε έρευνες που πραγµατοποιήθηκαν από τους Άγγλους στη Μονή για την εξάρθρωση της ΕΟΚΑ και του Αρχηγού, Γεωργίου Γρίβα Διγενή, το Μάιο του 1956 στην προσπάθειά του να διαφύγει µέσα από επικίνδυνα µονοπάτια πολλές φορές αναφώνησε ήταν η Παναγία η Κυκκώτισσα που τους έσωσε.

Μετά το τέλος του αγώνα η Μονή του Κύκκου συνεχίζει τον αγώνα για εθνική δικαίωση, πνευµατική πρόοδο και ασκεί ένα σηµαντικό φιλανθρωπικό έργο. Η προσφορά της Μονής εντάθηκε µε την άνοδο στην ηγουµενία και µετέπειτα Ηγούµενου Μητροπολίτη Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου. Ο οποίος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προβολή του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Συγκρότησε το Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου Αρχείο µε σχετικά έγγραφα του Αγώνα, διαµόρφωσε ειδική αίθουσα στη Μονή Κύκκο σε Φωτογραφικό Μουσείο του Αγώνα. Κάλυψε τις δαπάνες δύο ντοκιµαντέρ του ΡΙΚ για τον Αγώνα του 1955 και χρηµατοδότησε τη συγγραφή βιβλίων.

Εµείς ευχαριστούµε ιδιαίτερα το γραφείο της Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου Τηλλυρίας για το υλικό που µας διέθεσε για τη σηµερινή µας εκδήλωση.

Πριν κλείσουµε τη σηµερινή µας εκδήλωση πρέπει να κάνουµε αναφορά και για τον τάφο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ του θρηκευτικού και πολιτικού ηγέτη που σηµάδευσε την σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Στην είσοδο για την πορεία προς το Θρονί της Παναγίας έχει στηθεί το άγαλµά του, για να µας υποδέχεται, όταν εισερχόµαστε και να µας αποχαιρετά, όταν φεύγουµε. Κοντά στο Θρονί τάφηκε ο Μακάριος σε χώρο που ο ίδιος επέλεξε για να βλέπει από ψηλά την αγαπηµένη του Κύπρο.

Τελειώνοντας του αφιερώνουµε αυτά τα λόγια, µε τα οποία ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης Κωνσταντίνος Τσάτσος αποχαιρέτησε τον Εθνάρχη Μακάριο: «Δεύτε πενθηφόροι λαοί, ενώπιον του σκηνώµατος του Μακαρίου, διότι ο Μακάριος ήταν η Κύπρος και η Κύπρος δεν πεθαίνει ποτέ».

Ελένη Καραγιάννη – Βαρνάβα
Φιλόλογος, Δοκιμιογράφος, Ερευνήτρια, Συγγραφέας 

(Απόσπασμα από το ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ του βιβλίου της με τίτλο ‘Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΥΠΡΟΣ’, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, 2019)