Ελληνική Γλώσσα

1/2/2021 | Ελληνική Καραμανληδική Γραφή

Η Ελληνική γραφή της Τουρκικής γλώσσας στην Καππαδοκία και από εκεί σ’ όλη την Τουρκία, αφού αναγνωρίστηκε ως επίσημη

Γράφει ο Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

Οι Τούρκοι υιοθέτησαν το λατινικό αλφάβητο το 1922. Πιο πριν στην Οθωμανική αυτοκρατορία μια μερίδα πληθυσμού – κυρίως στις επαρχίες – έγραφε στα τουρκικά. Πολλοί στα αστικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης έγραφαν στα ελληνικά, ενώ αρκετοί σε αγγλικά ή γαλλικά για εμπορικούς ή διπλωματικούς σκοπούς.

Στον 18ο αιώνα οι Έλληνες που ζούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας κινδύνευαν να λησμονήσουν την ελληνική γλώσσα και να χάσουν την εθνική ταυτότητά τους. Η επίσημη γλώσσα ήταν η τουρκική, οι δε Τούρκοι δεν τους επέτρεπαν να ομιλούν ή να γράφουν στα ελληνικά. Ο μόνος τρόπος για όσους ζούσαν σε απόμερες περιοχές στο εσωτερικό και μακριά από λιμάνια – και άρα δεν είχαν επαφή με τον έξω κόσμο – ήταν να διατηρούν τη εθνική συνείδηση τους και την αυτοτέλεια μόνο μέσω της θρησκείας.

Παρόλα αυτά, η γλωσσική αφομοίωση ήταν ένα φαινόμενο που αναμενόταν με το πέρασμα των χρόνων. Αυτό θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στον εξισλαμισμό τους. Και τότε οι κάτοικοι της ανατολικής Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας, οι λεγόμενοι Καραμανλήδες, επινόησαν μια ευφάνταστη λύση, χάρη στη δύναμη της Ελληνικής γλώσσας και ήταν η πιο κάτω περιγραφόμενη, που πέτυχε πλήρως και τους λύτρωσε:

Επινόησαν μία γραφή, που επονομάστηκε Καραμανλήδικη και συνδύαζε τουρκικά και ελληνικά. Στην πράξη ήταν η γραφή τουρκικών λέξεων και φράσεων με ελληνικούς φθόγγους. Έτσι, οι τουρκόφωνοι Έλληνες διάβαζαν μεν τούρκικα και τα κατανοούσαν, αλλά οπτικά – μπροστά στα μάτια των ίδιων και των Τούρκων – υπήρχε η Ελληνική γλώσσα με τα 24 γράμματά της. Μπρος στα μάτια τους υπήρχε ζωντανή η Ελληνική γραφή που αποτελεί μέρος της ταυτότητάς τους. Η γραφή αυτή, τα Καραμανλήδικα*, γνώρισε τεράστια απήχηση. Άρχισαν αμέσως να τυπώνονται βιβλία και εφημερίδες, ενώ λίγο αργότερα διδασκόταν στα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων.

Το πιο παλαιό – και γνωστό – Καραμανληδικό κείμενο είναι η λεγόμενη «Έκθεσις της χριστιανικής πίστεως», που τη συνέταξε και την εξέδωσε ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος. Τον 18o αιώνα εκδόθηκαν περίπου τριάντα βιβλία στην Καραμανλήδικη και είχαν θρησκευτικό περιεχόμενο. Είχαν τυπωθεί κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και ορισμένα στη Βενετία, τα πλείστα με συγγραφέα και εκδότη τον Σεραφείμ Πισίδιο, που στη συνέχεια εξελέγη Μητροπολίτης Αγκύρας. Επιπρόσθετα, το 1851 ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης άρχισε στην Κωνσταντινούπολη να εκδίδει την εφημερίδα ‘Ανατολή’. Αυτή συνέβαλε κατά πολύ στην ευρεία διάδοση της Καραμανλήδικης γραφής. Πλησιάζοντας προς τα τέλη του 19ου αιώνα, οι εκδόσεις στην Καραμανλήδικη είχαν πολλαπλάσια κυκλοφορία και τεράστια ποικιλία -με γραμματικές, ιστορικά και λογοτεχνικά έργα, ακόμα και αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 19ου αιώνα το τουρκικό κράτος υποχρεώθηκε να την αναγνωρίσει επίσημα ως γραφή. Μάλιστα το 1895 το Τουρκικό Υπουργείο Δημοσίας Εκπαίδευσης έδωσε επίσημη έγκριση στον Ι. Χλωρό να εκδώσει ελληνοτουρκικό λεξικό γραμμένο σε γραφή Καραμανλήδικη. Στην ίδια περίοδο οι Έλληνες που ζούσαν σε τουρκικά εδάφη μπορούσαν πια να μιλάνε ελληνικά με σχετική ελευθερία (και όχι μόνο στην Πόλη και στη Σμύρνη).

Ωστόσο, το τελευταίο Καραμανλήδικο έντυπο κυκλοφόρησε το 1921, λίγους μήνες πριν τη Μικρασιατική καταστροφή. Επίσης το 1923, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, οι περισσότεροι Έλληνες της Μικράς Ασίας μεταφέρθηκαν σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης – με βάση τη Συνθήκη για ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας. Σήμερα, μετά από έναν αιώνα η γραφή αποτελεί κομμάτι της Ιστορίας.

Ιστορικό και Γλωσσικό Δίδαγμα

Τα Καραμανλήδικα βιβλία, γραμμένα στα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες, εκδόθηκαν από τους Ορθοδόξους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας στα μεγάλα τυπογραφεία της Βενετίας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Παρά την Τουρκική καταπίεση των Ελλήνων της Τουρκίας, η χρήση και διάδοση της Καραμανλήδικης έδωσε την ευκαιρία σε όλους τους εκεί Έλληνες να διαβάζουν και να κατανοούν κείμενα γραμμένα με Ελληνικούς χαρακτήρες και να βλέπουν οπτικά την Ελληνική ταυτότητά τους.

Το ό,τι η Ελληνική γραφή αποδείχθηκε ακαταμάχητη και διαδόθηκε, ήταν για τους Έλληνες απόδειξη οφθαλμοφανής ότι η Ελληνική γλώσσα ήταν μια πολιτιστική κληρονομιά ακατάλυτη. Αυτή τους έκανε να νοιώθουν περήφανοι, να έχουν υψηλό φρόνιμα, να διακινούνται πιο άνετα στην προηγούμενα αφιλόξενη κοινωνικά και ν’ αντέχουν ευκολότερα τις καταπιέσεις που πιο πριν ήταν αβάσταχτες.

Έρευνα – Παρουσίαση: Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
επιστήμονας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, πρώην Καθηγητής ΑΕΙ Κύπρου, Πρόεδρος Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου