Εργο-βιογραφικό Σημείωμα
Ο Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στην οδό Αγνώστου Στρατιώτου (Πλατεία Δικαστηρίων) της Θεσσαλονίκης στις 14 Νοεμβρίου του 1938. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες, ο πατέρας του, Νίκος, από το Σαλιχλί της Ιωνίας και η μητέρα του, Αριστούλα, από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Αποφοίτησε από το αμερικανικό κολλέγιο Ανατόλια το 1957, φοίτησε για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και, τελικά, σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αναλυτής συστημάτων και διαδικασιών και μεταφραστής-διερμηνέας στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη για να ασκήσει το επάγγελμα του μελετητή-συμβούλου επιχειρήσεων ως το 1999.
Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια, ως λογοτεχνικός συντάκτης των περιοδικών College News και Annual και, αργότερα, ως αρχισυντάκτης του περιοδικού των αποφοίτων, Anatolia Alumnus. To 1957 του απονεμήθηκε το 1ο βραβείο για το διήγημά του «Η ώρα της δημιουργίας» στον ετήσιο διαγωνισμό του Anatolian.
Ως σήμερα έχουν εκδοθεί συνολικά 38 βιβλία του, 22 ποιητικά και 16 πεζογραφίας (9 συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους). Στα ποιητικά του βιβλία περιλαμβάνονται μία συγκεντρωτική έκδοση, δύο αυτοανθολογήσεις και μία έκδοση με επιλεγμένα ποιήματα. Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλές εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί, κυρίως από πανεπιστημιακούς δασκάλους, σε δέκα ευρωπαϊκές γλώσσες, στις Η.Π.Α. και τον Καναδά, και έχουν περιληφθεί σε πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές ελληνικές και ξένες ανθολογίες καθώς και στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Μέσης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Νέα Πορεία επί 30 χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ¨70. Οργάνωσε και έλαβε μέρος σε πολλές λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Υπήρξε αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Β.Ε. και της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και μέλος του Δ. Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Το 1989 του απονεμήθηκε το Βραβείο Μυθιστορήματος Επιστημονικής Φαντασίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς για το παραμύθι του «Σοτοσαπόλ ο Χρυσοθήρας» και το 2009 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη», 2008. Δύο άλλα βιβλία του, ένα ποιητικό και ένα πεζογραφίας, ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω. Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ 58΄ λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ- Ελογοκρίθη- Η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου», που προβλήθηκε με επιτυχία στο 15ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Θεσσαλονίκης το 2015, σε αίθουσες βιβλιοθηκών, βιβλιοπωλεία και σχολεία καθώς και από την ΕΡΤ 3 το 2017.
Διατηρεί από το 2008 μία ανθολογία ποίησης στο ιστολόγιο ΄Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, στην οποία έχουν μέχρι τώρα ανθολογηθεί πάνω από 400 Έλληνες ποιητές με πάνω από 4.000 ποιήματα. Διατηρεί επίσης και τρία άλλα ιστολόγια με αυτοανθολογήσεις των ποιημάτων και διηγημάτων του και με διάφορα ενδιαφέροντα λογοτεχνικά θέματα και είναι μέλος του facebook.
Είναι ακόμη μέλος δύο Λεσχών Ανάγνωσης εν δημιούργησε το 2017 και συντονίζει από τότε τη μοναδική Λέσχη Ανάγνωσης της Ποίησης στη Στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Εργογραφία του Τόλη Νικηφόρου
ΠΟΙΗΣΗ
- Οι άταφοι –Θεσσαλονίκη 1966
- Αναρχικά –Θεσσαλονίκη 1979
- Ο μεθυσμένος ακροβάτης – Θεσσαλονίκη 1979
- Το μαγικό χαλί – Θεσσαλονίκη 1980
- Με τη φωτιά στα μάτια (συγκεντρωτική έκδοση των τριών προηγουμένων και της ανέκδοτης συλλογής Ελεύθερος σκοπευτής), Θεσσαλονίκη 1982
- Ο πλοηγός του απείρου – Θεσσαλονίκη 1986
- Ξένες χώρες –εκδ. «Νέα Πορεία», 1991
- Το διπλό άλφα της αγάπης – εκδ. «Νέα Πορεία» 1994, εκδ. «Παρατηρητής», 2002
- Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας – εκδ. «Νέα Πορεία»,1997 (βραχεία λίστα για βραβείο ποίησης περ. Διαβάζω)
- Χώμα στον ουρανό –εκδ. «Νέα Πορεία», 1998
- Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο – εκδ. «Νέα Πορεία», 1999
- Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται – εκδ. «Νέα Πορεία», 2002
- Ο πλοηγός του απείρου (ποιήματα 1966-2002) – εκδ. «Νέα Πορεία», 2004
- Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας – εκδ. «Μανδραγόρας», 2007
- Το μυστικό αλφάβητο – εκδ. «Μανδραγόρας», 2010
- Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα – εκδ. «Μανδραγόρας», 2012
- Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα (32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη, 1966-2013) – εκδ. «Μανδραγόρας», 2013
- Φωτεινά παράθυρα – εκδ. «Μανδραγόρας», 2014
- Ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου – 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη (1966-2015), εκδ. «Μανδραγόρας», 2015
- Φλόγα απ’ τη στάχτη, εκδ. Μανδραγόρας, 2017
- Ίχνη του δέους, επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017, Εκδόσεις Ρώμη, 2018
- Κόκκινες πηχτές σταγόνες, εκδ. Μανδραγόρας, 2019
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
- Αλμπατζάλ ή πώς βούλωσα τα μεγάφωνα –Θεσσαλονίκη 1971
- Εγνατία οδός – εκδ. «Νέα Πορεία», 1973
- Ονειροπολών εγκλήματα – Θεσσαλονίκη, 1976,1977
- Τα μάτια του πάνθηρα –εκδ. «Νέα Πορεία», 1996
- Νόστος – εκδ. «Νέα Πορεία», 2000 (βραχεία λίστα για βραβείο διηγήματος περ. Διαβάζω)
- Ο δρόμος για την Ουρανούπολη – εκδ. «Νεφέλη», 2008 (κρατικό βραβείο διηγήματος)
- Αγνώστου Στρατιώτου, εκδ. «Μανδραγόρας», 2016
- Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά – ιστορίες ποιημάτων, εκδ. Μανδραγόρας, 2018
- Η Λέσχη της Κόκκινης ή Γαλάζιας Αλεπούς, εκδ. Μανδραγόρας, 2020
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
- Η γοητεία των δευτερολέπτων – εκδ. «Νέα Πορεία», 2001
- Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα – εκδ. «Νεφέλη», 2005
- Η εξαίσια ηδονή του βιασμού – εκδ. «Νεφέλη», 2006
- Ερημο νησί στην άκρη του κόσμου – εκδ. «Νεφέλη», 2009
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ (για μεγάλους)
- Ένα παραμύθι για όλους – εκδ. «Πασχάλης», 1984
- Νόσιλκα –εκδ. Α.Σ.Ε.,1989
- Σοτοσαπόλ ο Χρυσοθήρας –εκδ. Ο.Μ.Ε.Π.,1996 (βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς)
Αφιερώματα στο έργο του Τόλη Νικηφόρου
- Περιοδικό Πάροδος, τεύχος 29, Ιούνιος 2009 (Γράφουν οι Π. Απέργης, Π. Αργυρόπουλος, Π. Γούτας, Α. Ζήρας, Γ.Χ. Θεοχάρης, Α. Κοϊδου, Δ. Κονιδάρης, Α. Κουτροκόη, Χ. Κουτσουμπέλη, Κ. Κρεμμύδας, Λ. Κωνσταντέλλου, Φ. Λαμπελέ, Ε.–Α. Λουκίδου, Α.Λυκεσάς, Δ. Χ. Μποσινάκης, Ν. Μυλόπουλος, Κ. Ριζάκης, Ζ. Σαμαρά, Μ. Σκουρολιάκου, Β. Τασιόπουλος, Γ. Τελχεμετζής και Π. Τζωρτζοπούλου).
- Περιοδικό Το Κοράλλι, τεύχος 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014 (γράφουν οι Π. Γκολίτσης, Π. Γούτας, Κ. Κρεμμύδας, Γ.Χ. Θεοχάρης, Τζ. Φορτούνη, Χ. Παπαγεωργίου, Χρ. Κρεμνιώτης, Μ. Πολίτου, Κ. Κούσουλα, Σ. Παπαχριστοφίλου, Τόλης Νικηφόρου).
- Περιοδικό Ο Σίσυφος. τεύχος 12-13 (2017) (Γράφουν οι Κ. Αδαλόγλου, Β. Βανίδη, Π. Γκολίτσης, Δ. Δημητριάδου, Θ. Καϊδόγλου, Β. Χ. Καμπατζά, Β. Καπλάνη, Κ. Κρεμμύδας, Δ. Χλωπτσιούδης, Α. Καρακόκκινος, Γ. Καρατζόγλου, Η. Κουτσούκος, Α.Ξηρογιάννη, Σ.Παπαχριστοφίλου, Φ. Συμεωνίδης).
- Περιοδικό Καρυοθραύστις, τεύχος 3, Δεκέμβριος 2019 ( Γράφουν οι Xρ. Βλάχου, Α. Γεωργοτά, Γ. Γιώσας, Δ. Δημητριάδου, Α. Διαβάτη, Ξ. Ζαχοπούλου, Δ. Κουβάτα, Μ. Κουγιουμτζή, Μ. Λάτσαρη, Α. Μυλωνά, Χρ. Παπακυριάκου, Δ. Γ. Παπαστεργίου, Μ. Πιτένης, Μ. Πολίτου, Κ.Θ. Ριζάκης, Τ. Νικηφόρου).
Βίντεο
Συνεντεύξεις
Απαγγελία
Συνεντεύξεις
Συνέντευξη Τόλη Νικηφόρου στο Περιοδικό Καρυοθραύστης, Δεκέμβριος 2019
Αγώνας για την επιβίωση και τη δημιουργία
Αφού δεν αυτοκτόνησα στα δεκαπέντε μου από απελπισία και αργότερα από κατάθλιψη, φαίνεται ότι το πάθος μου για ζωή και δημιουργία ήταν ισχυρότερο από τον θάνατο που είχε φωλιάσει μέσα μου από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Γιατί ήρθα στη ζωή ανεπιθύμητος και έπρεπε να ξεπεράσω χίλια δυο εμπόδια και απαγορεύσεις, τον ίδιο του τον εαυτό.
Ας πάρουμε όμως την ιστορία απ’ την αρχή. Ας πούμε με λίγα λόγια τα πιο σημαντικά απ’ όσα αναφέρω στα αυτοβιογραφικά βιβλία μου και σε πολλά ποιήματα. Στις συλλογές διηγημάτων Αγνώστου Στρατιώτου, 2016 για τα παιδικά μου χρόνια και Νόστος, 2000 για την εφηβεία μου, στο μυθιστόρημα Η γοητεία των δευτερολέπτων, 2001 για την περίοδο από τη δικτατορία ως τον μεγάλο σεισμό (1967-1978) και στη συλλογή διηγημάτων Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, 2008 για τη μεταπολίτευση ως τις αρχές του 21ου αιώνα.
Η ιστορία λοιπόν αρχίζει περί το 1932, όταν συναντήθηκαν στη Θεσσαλονίκη δυο παιδιά της προσφυγιάς. Ο Νίκος από το Σαλιχλί που είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, είχε πολεμήσει στη Μικρασιατική Εκστρατεία και είχε καταλήξει να κοιμάται στα παγκάκια του Λευκού Πύργου, και η Αριστούλα από τη Σωζόπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, που είχε χάσει τον πατέρα της πολύ μικρή και ζούσε με τη μητέρα και τη μεγάλη αδερφή της.
Πρώτα γεννήθηκε ο αδερφός μου το 1934 και μετά εγώ στην οδό Αγνώστου Στρατιώτου της Πλατείας Δικαστηρίων, τον Νοέμβρη του 1938. Στα τρία-τέσσερα μου χρόνια οι Γερμανοί επιτάξανε το διαμέρισμά μας και μας έστειλαν σ’ ένα ημιυπόγειο στην Παύλου Μελά, γωνία με Ζεύξιδος. Στη Ζεύξιδος πάτησε το σκυλάκι μου μια γερμανική μοτοσικλέτα και για το γεγονός αυτό έγραψα το διήγημα «Ο πρώτος θάνατος».
Μετά την απελευθέρωση, γυρίσαμε στο διαμέρισμα της Αγνώστου Στρατιώτου και, πριν προλάβει να μπει η ζωή μας σε κανονικό ρυθμό, οι γονείς μου χώρισαν στα έξι μου χρόνια και ξαναείδα τη μητέρα μου στα δεκαπέντε. Πήγαινα στο 22ο δημοτικό σχολείο, γωνία Αγίας Σοφίας και Φιλίππου. Σαρακοφαγωμένες σκάλες και 54 παιδιά ανά τρία ή τέσσερα σε κάθε θρανίο. Χαστούκι ή βίτσα σε κάθε παράπτωμα.
Την απέραντη και κακοτράχαλη τότε Πλατεία Δικαστηρίων τη θέριζε ο βαρδάρης χειμώνα καλοκαίρι. Παιδί της αλάνας και του βιβλίου εγώ, όπως γράφω στο ομώνυμο διήγημά, σκοτωνόμουν ολημέρα στα άγρια παιχνίδια της γειτονιάς και μετά γύριζα στο σπίτι για να χώσω τη μούρη μου σε ένα βιβλίο, εφημερίδα ή λαϊκό περιοδικό. Τα γόνατα και τα καλάμια μου είναι ακόμη σημαδεμένα από τις κλωτσιές.
Στο ραδιόφωνο άκουγα συνεπαρμένος το Σμυρναϊκό Συγκρότημα. Το ρεμπέτικο μίλησε από τότε βαθιά μες στην ψυχή μου, λες και δική μου πατρίδα ήταν η Σμύρνη που αναδυόταν τα βράδια από τις ιστορίες που μου έλεγε ο πατέρας μου για να κοιμηθώ.
Και διάβαζα, πάντα διάβαζα. Αναλογιζόμουν από μικρός τον θάνατο και τις στιγμές εκείνες βρισκόμουν σε απόλυτο αδιέξοδο. Τις νύχτες έβλεπα φρικτούς εφιάλτες και έψαχνα το χέρι του πατέρα μου δίπλα για να πάρω δύναμη. Αυτό το σκληρό, ροζιασμένο χέρι του πρακτικού μηχανικού ήταν ό,τι πιο τρυφερό γνώρισα στη ζωή μου.
Όταν τελείωσα το δημοτικό, ο μπαμπάς μου ζήτησε να δώσω εξετάσεις στο Ανατόλια για να μάθω αγγλικά. Έτσι βρέθηκα οικότροφος στην προκαταρκτική. Την εμπειρία μου εκεί περιγράφω στο διήγημα «Μόνος με άλλους έντεκα και την κουβέρτα πάνω απ’ το κεφάλι». Μοναξιά, πίκρα, ξένο περιβάλλον, δύσκολες αλλά όχι ανυπέρβλητες καταστάσεις για ένα σκληροτράχηλο παιδί της γειτονιάς.
Στη δευτέρα τάξη μπήκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Ανατόλια και μαγεύτηκα. Τότε κατάλαβα ποια ήταν η πατρίδα μου και ποιος ο προορισμός μου στη ζωή. Και αποφάσισα να διαβάσω όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης και ύστερα να γράφω κι εγώ ένα ράφι βιβλία. Την εμπειρία αυτή περιγράφω στο διήγημα «Ένας κόσμος μυστηριώδης και μαγευτικός».
Από τότε μέσα σε κάθε σχολικό βιβλίο, που υποτίθεται ότι διάβαζα, υπήρχε ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Άρχισα να γράφω τις καλύτερες εκθέσεις. Την ημέρα των γονέων, ο φιλόλογος μας είπε στον πατέρα μου «είναι ο καλύτερος» και ο Αμερικανός φιλόλογος «είναι τιμή μου να έχω μαθητές σαν τον γιο σας στην τάξη μου», ενώ ο καθηγητής της φυσικής και της χημείας «είπα στον γιο σας, αν δεν θέλει, να μην έρχεται στο μάθημά μου». Το αποτέλεσμα ήταν αφενός να αποστηθίσω το βιβλίο της χημείας για να περάσω στις εξετάσεις και αφετέρου να πάρω το πρώτο βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό με το διήγημά μου, «Η ώρα της δημιουργίας.
Τα προηγούμενα χρόνια όμως είχαν συμβεί δραματικά γεγονότα. Ο πατέρας μου πτώχευσε στα 14 μου και ένα διάστημα προφυλακίστηκε. Πήγαινα και τον έβλεπα στις Επανορθωτικές Φυλακές, καταθλιπτική εμπειρία για έναν έφηβο. Όταν βγήκε με απαλλακτικό βούλευμα, ήμασταν ήδη πάμπτωχοι. Κατά συνέπεια, ο μπαμπάς δεν πλήρωνε τα δίδακτρα του Κολλεγίου και ο διαχειριστής με καλούσε κάθε τόσο στο γραφείο του και με ξευτέλιζε. Κι εγώ μετά κλωτσούσα τους τοίχους για να ξεθυμάνω.
Στα δεκαπέντε μου λοιπόν αναγκάστηκα να πάω να ζήσω με τη μητέρα μου και τη νέα της οικογένειά της στο Διοικητήριο. Στην αρχή αισθανόμουν ξένος, ξένος, ξένος. Έτρωγα με σκυμμένο το κεφάλι και ύστερα χωνόμουν στο δωμάτιό μου για να διαβάσω και να κοιμηθώ. Ένα βράδυ που με μάλωσε άσχημα η μαμά, βρόντηξα την πόρτα και γύριζα όλη τη νύχτα στο λιμάνι με τη σκέψη να πέσω στη βρωμερή θάλασσα και να πνιγώ. Τελικά γύρισα διστακτικά τα χαράματα και η μαμά δεν είπε κουβέντα, με έβαλε να φάω και να φύγω για το σχολείο. Σταδιακά όμως τα πράγματα έγιναν καλύτερα, σταδιακά η μητέρα μου έγινε για πρώτη φορά η μητέρα μου.
Στο σχολείο ήμουν ο αντάρτης. Εφτά χρόνια δεν πήρα ποτέ διαγωγή κοσμιωτάτη. Λίγο πριν την αποφοίτησή μας, με κάλεσε στο γραφείο του ο ιεραπόστολος πρόεδρος και μου είπε ότι θα μου έδιναν υποτροφία για την Αμερική, αν έπαυα να κάνω πολλές ουσιαστικά αδικαιολόγητες απουσίες. Και τι του απάντησα εγώ; Ότι δεν τους είχα ζητήσει υποτροφία. Τόσο αγριεμένος και αυτοκαταστροφικός ήμουν τότε.
Εκφώνησα λοιπόν τον λόγο των τελειόφοιτων και μετά ένα ωραίο καλοκαίρι στις σκηνές της Αγίας Τριάδας, έμαθα ότι είχα προσληφθεί στην τράπεζα. Ενώ οι συμμαθητές μου σπούδαζαν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, το αστέρι της τάξης κλείστηκε στο Νταχάου της τράπεζας, σε μια βλακώδη επαναληπτική εργασία, με τους χαφιέδες να περιπολούν και να καρφώνουν το παραμικρό και ο διευθυντής να με απειλεί και να επινοεί τιμωρίες. Δεν είχα πλέον δυνάμεις για τα μαθήματα στη Νομική. Διέκοψα την αναβολή μου και έφυγα στον στρατό.
Έκανα δυο μήνες στην Κόρινθο, έξι στη σκληρή σχολή πεζικού στο Ηράκλειο, τρεις μήνες στα βουνά του Κιλκίς ως διμοιρίτης τυφεκιοφόρων και μετά κατέβηκα στην Αθήνα για να παρακολουθήσω μαθήματα στη σχολή ξένων γλωσσών του Γ.Ε.Σ. στο κέντρο της Αθήνας. Αποφοίτησα πρώτος από το τμήμα διερμηνέων και τοποθετήθηκα στο γραφείο εκπαιδεύσεως ενώ έμενα στον ξενώνα αξιωματικών στου Γουδή.
Όταν απολύθηκα το 1961, βρήκα την οικογένεια της μητέρας μου στην οδό Αγίας Σοφίας και συνέχισα την εργασία μου στην τράπεζα. Εγκατέλειψα το πανεπιστήμιο και άρχισα μαθήματα δι’ αλληλογραφίας στη διοίκηση επιχειρήσεων από ένα πανεπιστήμιο των Η.Π.Α. Δυόμιση χρόνια αργότερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να εργαστώ την αμερικανική βιομηχανία αυτοκινήτων Chrysler. Εργάστηκα σκληρά, η απόδοσή μου εκτιμήθηκε και έφτασα σε ένα χρόνο να παίρνω τριπλάσιο μισθό από εκείνον της τράπεζας.
Τότε ήταν που αποφάσισα να ζήσω μόνος μου και νοίκιασα ένα διαμέρισμα στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Εκεί γνώρισα τη Σοφία το 1966, όταν ήταν να εκδώσω τους Άταφους, το πρώτο ποιητικό βιβλίο μου. Μιλήσαμε για τη ζωή μας ένα βράδυ στο παρκάκι της Χ.Α.Ν.Θ., εκείνη παι8ί πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία και εργαζόμενη φοιτήτρια της Νομικής, και αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί .
Η εταιρία Chrysler δεν συμφώνησε με την τότε κυβέρνηση και αποχώρησε από την Ελλάδα. Τότε δέχτηκα την πρόταση ενός αδερφικού μου φίλου να ανοίξουμε μεταφραστικό γραφείο στην Αθήνα και εγκατασταθήκαμε με τη Σοφία σε ένα διαμέρισμα της Μιχαλακοπούλου. Το γραφείο μας ήταν στην οδό Βουλής ενώ η Σοφία εργαζόταν σε μια εταιρία ερευνών αγοράς.
Ήταν μια άτυχη χρονιά με αποκορύφωμα τη δικτατορία τον Απρίλιο του 1967. Είχα δεχτεί στο μεταξύ πρόταση από τον πρώην εργοδότη μου να εργαστώ στα κεντρικά γραφεία της Chrysler στο Λονδίνο. Όταν είχαμε βγάλει εισιτήρια του τραίνου για να φύγουμε τον Οκτώβριο του “67, μπήκαν ένα χάραμα οι ασφαλίτες στο σπίτι μας. Δεν βρήκαν αυτούς που έψαχναν, τους παραδώσαμε τα μαρξιστικά βιβλία μας και μας άφησαν τελικά να ταξιδέψουμε.
Σε μερικές μέρες λοιπόν φτάσαμε και εγκατασταθήκαμε στο Λονδίνο. Εργαστήκαμε τέσσερα χρόνια, αλλάξαμε τέσσερις κατοικίες και κάναμε πολλά ταξίδια. Συναρπαστική παγκόσμια πόλη, δύσκολη όμως ζωή, δύσκολη εργασία, ξένος τόπος. Εκεί κάναμε πρώτα πολιτικό και μετά θρησκευτικό γάμο, εκεί νιώσαμε βαθιά μέσα μας τι σημαίνει πατρίδα. Εκεί εκδηλώθηκε το άγχος και η κατάθλιψή μου, οι τάσεις αυτοκτονίας. Και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Πρώτα όμως κάναμε ένα παράνομο ταξίδι στη Ρουμανία για δει η Σοφία τους γονείς της, να τους γνωρίσω κι εγώ.
Με την επιστροφή μας, νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στη Ζεύξιδος κατά σύμπτωση και εγώ άρχισα να διδάσκω αγγλικά ενώ η Σοφία τελείωσε την άσκηση της και άρχισε τη δικηγορία. Και, φυσικά, εξέδωσα το δεύτερο βιβλίο μου, τη συλλογή διηγημάτων «Αλμπατζάλ ή πώς βούλωσα τα μεγάφωνα», 1971. Μετά ένα χρονικό διάστημα, άρχισα μακροχρόνια συνεργασία με την εταιρία συμβούλων επιχειρήσεων ICAP, ενώ η Σοφία άνοιξε το δικό της γραφείο. Και άρχισε η κανονική ροή έκδοσης των βιβλίων μου.
Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο πατέρας μου το 1972, φτωχός, έρημος και μόνος. Τον είχα βοηθήσει όσο μπορούσα από την Αγγλία και από εδώ και τώρα ήταν η ώρα του σπαραγμού. Η ώρα της μνήμης του στα βιβλία μου ως το τέλος και της δικής μου ζωής.
Το καλοκαίρι του 1972 πέρασα τη εκπαίδευση διοικητών λόχου στη Σχολή Πεζικού της Χαλκίδας και στη γενική επιστράτευση του 1974 ήμουν υποδιοικητής του λόχου βαρέων όπλων ενός τάγματος πεζικού στον Λοφίσκο. Δραματικές στιγμές ως τη λύτρωση με την κατάρρευση της δικτατορίας.
Στη μεταπολίτευση οργανώθηκα στην ανανεωτική αριστερά και, ως το τέλος της δεκαετίας του 1980, οργάνωσα και έλαβα μέρος σε εκατοντάδες λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Ένα διάστημα ήμουν ταυτόχρονα μέλος του Δ.Σ. τεσσάρων πολιτιστικών φορέων.
Νέο ενδιαφέρον, νέα ώθηση, νέα μαγεία στη ζωή μας έδωσε ο αθωότητα και η ομορφιά του γιου μας Νίκου το 1981. Τότε ήταν που νίκησα οριστικά την κατάθλιψη. Του έγραψα ποιήματα, παραμύθια, διηγήματα, του αφιέρωσα τη ζωή μου.
Συγκλονιστικά γεγονότα με επηρέασαν βαθιά περί το 1990. Πρώτα ο θάνατος της μητέρας μου. Τότε ένιωσα μέσα μου βαθιά ότι η μητέρα μου ήταν ο για πάντα χαμένος παράδεισος της ζωής μου. Μετά, η διαφθορά στην Ελλάδα και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τέλος, η όποια ωριμότητά μου. Ο κοινωνικός ποιητής άρχισε τώρα να οδεύει προς την υπαρξιακή ποίηση.
Και τα βιβλία μου συνέχισαν να εκδίδονται. Το 1996 έδωσα μια μεγάλη υπόσχεση στις υπερβατικές δυνάμεις. Για κάθε χρόνο που θα μου επέτρεπαν να παραμένω εδώ, εγώ θα τους έδινα ένα βιβλίο. 24 χρόνια αργότερα έχουν εκδοθεί 24 βιβλία μου ενώ δύο ακόμη παραμένουν ανέκδοτα.
Εργάστηκα στην ICAP ως σύμβουλος οργάνωσης επιχειρήσεων ως το τέλος του 1999 που βγήκα στη σύνταξη. Παρόλο που η εργασία μου ήταν καλά αμειβόμενη και για όλους τους άλλους πολύ ενδιαφέρουσα, για μένα ήταν καταναγκασμός. Μετά συνολικά 42 χρόνια βιοποριστικής εργασίας, αισθάνθηκα ότι είχα εξαγοράσει την ελευθερία μου και αφοσιώθηκα αποκλειστικά στη λογοτεχνία.
Μπορεί επίσης να αποσύρθηκα από τους κομματικούς φορείς αλλά παραμένω εξαιρετικά δραστήριος στον χώρο της λογοτεχνίας. Είμαι μέλος σε δύο λέσχες ανάγνωσης. έχω δημιουργήσει και συντονίζω τη μοναδική Λέσχη Ανάγνωσης της Ποίησης, διατηρώ μια ιστοσελίδα και τέσσερα ιστολόγια και είμαι μέλος του Facebook. Στις θεματικές ανθολογίες του ιστολογίου, Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, από το 2008 ως σήμερα περιλαμβάνονται περί τους 350 ποιητές με πάνω από 4.000 ποιήματα. Και βέβαια ανταποκρίνομαι σχεδόν σε κάθε πρόσκληση να επισκεφθώ σχολεία, λέσχες ανάγνωσης, βιβλιοθήκες, κάθε φορέα που με καλεί.
Ως τώρα έχουν εκδοθεί 37 βιβλία μου, 22 ποιητικά και 15 πεζογραφίας. Το 1989 μου απονεμήθηκε το βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς για το παραμύθι Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας ενώ το 2009 το κρατικό βραβείο διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Ο δρόμος για την Ουρανούπολη. Δύο ακόμη βιβλία μου ποίησης και πεζογραφίας ήταν στη βραχεία λίστα για τα αντίστοιχα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω. Αυτά χωρίς ποτέ να διεκδικήσω τίποτα, χωρίς να κάνω την παραμικρή κίνηση δημοσίων σχέσεων. Το αντίθετο μάλιστα. Για πολλά χρόνια ήμουν σε μαύρη λίστα για την ελευθεροστομία μου.
Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα Ντοκιμαντέρ 58’ λεπτών με τίτλο «Σ’ αγαπώ – Ελογοκρίθη – η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου» που προβλήθηκε με επιτυχία στο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε βιβλιοθήκες, σχολεία και αλλού. Το «σ’ αγαπώ-Ελογοκρίθη» προερχόταν από ένα τηλεγράφημα που μου είχε στείλει η Σοφία από την Έδεσσα το 1968 και έφερε της σφραγίδα και υπογραφή της λογοκρισίας. Το τηλεγράφημα αυτό το έκανα εξώφυλλο το 1980 στη συλλογή ποιημάτων Το μαγικό χαλί, 30 ερωτικά ποιήματα.
Πενήντα τρία χρόνια στη λογοτεχνία σημαίνουν πενήντα τρία χρόνια με τη Σοφία. Με τη Σοφία που καταξιώθηκε ως δικηγόρος, ήταν αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου και κέρδισε την εκτίμηση των συναδέλφων της, αριστερών και δεξιών, τη Σοφία που μου συμπαραστάθηκε σε κάθε βήμα. Χωρίς εκείνη είναι αμφίβολο αν καν θα είχα επιβιώσει.
Εκτός από συνολικά εφτά χρόνια, έζησα όλη μου τη ζωή στη Θεσσαλονίκη. Άρχισα με ανάμικτα συναισθήματα αγάπης και μίσους για τη συντηρητική μεταπολεμική πόλη, για να καταλήξω στην ανεπιφύλακτη αγάπη με τη συλλογή ποιημάτων μου «Το διπλό άλφα της αγάπης», 1994.Της έγραψα πολλά ποιήματα της έγραψα διηγήματα Όταν λέω πατρίδα, εννοώ τη Θεσσαλονίκη. ΄Την πόλη όπου έχω αλλάξει δέκα κατοικίες, όπου ο κάθε δρόμος, η κάθε πλατεία, η κάθε γωνιά σημαίνει κάτι για μένα Και οι πόλη όπου αναπαύονται οι αγαπημένοι μου νεκροί.
Είμαι βιωματικός ποιητής και πεζογράφος. Μετατρέπω τις εμπειρίες, τα πάθη και τα λάθη μου σε λογοτεχνία. Ακόμη και τα εντελώς φανταστικά βιβλία μου στο βίωμα βασίζονται. Η βασική μου παρόρμηση είναι ποιητική, ενώ η εναλλαγή της με την πεζογραφία μου δίνει την αναγκαία ανάσα για να συνεχίσω. Το σημαντικό είναι βέβαια ότι περιφρόνησα τις συστάσεις, τις απειλές και τους αποκλεισμούς, αγνόησα τις δυσκολίες και τα εμπόδια και έκανα αυτό που ήμουν ταγμένος να κάνω. Βγήκα στον δρόμο γυμνός και είπα την αλήθεια. Γεννήθηκα με ένα μολύβι στο χέρι, έζησα με ένα μολύβι στο χέρι και θέλω να πεθάνω με ένα μολύβι στο χέρι.
“Τόλης Νικηφόρου: Ακόμη και εκείνο που χαρακτηρίζεται ως φανταστικό, στο βίωμα βασίζεται.” Συνέντευξη του Τόλη Νικηφόρου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το περιοδικό Fractal.
Κριτικές
Δείγματα
Οι άταφοι, IV
Ίχνη αγάπης θα ψηλαφήσω μέσα μου
όντας το κλάμα αδύνατο
των φωτεινών επιγραφών
τα δάκρυα θα μαζέψω
τις νύχτες που βρέχει
στα έρημα σοκάκια θα πλανηθώ
δίχως πουκάμισο και χίμαιρες
κατάμονος και ταπεινός
ποτάμια να οργώσουν τα στήθος μου
με το πικρό μαστίγιο του ανέμου
εξαγνισμένος την αυγή
να κινήσω για σένα
είναι καιρός που ανέλπιδα σε αποζητώ
κι απόψε
με κεραύνωσε το όραμα της αγάπης σου
και μέθυσα
ποια γαλάζια σημαία ονείρου
φτεροκοπάει στη σκέψη μας
ποια ελπίδα
ποιες πασχαλιές λησμονημένες
ανθίσανε πέρα απ’ τη θάλασσα και μυρώσανε
και στην άκρη μας καλούν του κόσμου
ένα σιδερένιο καράβι
στην πλατεία μας περιμένει
καρφωμένο
με λεπρούς ναύτες χωρίς μάτια
αμίλητοι θα ταξιδέψουμε
η ζωή μας θα γλιστράει δίπλα
αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης
(από το μεγάλο ποίημα Οι άταφοι, 1966)
‘Eνα παιδί
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ’ τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στον χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
τη γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θα ‘ρθει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν τη ίδια στιγμή κάποιος κλαίει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θα’ θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του
(από τη συλλογή Αναρχικά, 1979)
Το τραγούδι του έρωτα
Eίμαι πλασμένος από μαύρο χώμα
ανθίζω όπως η μυγδαλιά το καταχείμωνο
φέρνω πολύτιμο μέσα στις φλέβες μου
αυτής της ίδιας γης το σπέρμα
φιλάω μία-μία της άκρες των δαχτύλων σου
διατρέχω με τα χείλη μου
το κάθε εκατοστό του δέρματός σου
αγγίζω ψηλαφώ ορθώνω τις σκληρές θηλές σου
ψάχνω τις εσοχές σου με τη γλώσσα μου
τις εξοχές σου με τις μύτες των δοντιών
βρίσκομαι πάνω, πλάι, κάτω σου
εισβάλλω μένω ακίνητος
σαν κορυφή βουνού
που την τυλίγει ο μπαμπακένιος ουρανός
νιώθω να πάλλεσαι σαν τρυφερή χορδή
να χαλαρώνεις και να σφίγγεσαι
ν’ αποτραβιέσαι και να δίνεσαι
εισπνέω αχόρταγα το άρωμα
μετράω τους σπονδύλους σου
αδειάζω βίαια τη ραχοκοκαλιά μου
τον νωτιαίο μου μυελό
λούζομαι μέσα στα δάκρυα των μαλλιών σου
είμαι ένα πυρωμένο σίδερο
που ανεξίτηλο χαράζει στη μήτρα σου το μέλλον
κάθε σου ηδονικός σπασμός
μια οιμωγή του κόσμου που γεννιέται
είμαι η ίδια η ζωή
και είμαι αθάνατος
(από τη συλλογή Ο μεθυσμένος ακροβάτης, 1979)
Γυναίκα
Κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει
κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια
κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές
κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ’ το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας
κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης
στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
και με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο
περήφανοι
ασυμβίβαστοι
ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία
(από τη συλλογή Το μαγικό χαλί, 1980)
Ο θάνατος του ποιητή, 3
Η μοίρα είναι βαρύτερη από τη θέλησή μου
θα φύγω μόνος
ν’ ακολουθήσω τους μυστικούς μου δρόμους
να ταξιδέψω στ’ άστρα
να φλέγομαι μετεωρίτης στον αιώνα
σ’ άγνωστες διαστάσεις
όταν γυρίζω
να γίνω μια κλωστή στο φόρεμά σου
μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου
στο δάκρυ σου ένας κόκκος αλάτι
εσύ δεν θα το ξέρεις
όταν γυρίζω
ψωμί να γίνω για τα παιδιά της Αφρικής
σημαία, όπλο, ελπίδα για το αύριο
εσύ δεν θα το ξέρεις
εσύ θα με κρατάς στη μνήμη σου ακέραιο
και θα με ψάχνεις στη στροφή του δρόμου
παλεύοντας ένα μάταιο αγώνα με τη βεβαιότητα
όταν γυρίζω
εσύ θα με φιλάς στα μάτια
μα δεν θα με γνωρίζεις
(από τη συλλογή Ελεύθερος σκοπευτής, 1982)
Κασταλία πηγή
Γαλάζιο σύννεφο
μικρό πουλί
δώρο της τύχης και της άνοιξης
σαν Ινδιάνος ονομάζω το παιδί μου
ζεστή φωτιά
αρκούδας γούνα απαλή
ανθισμένο καλύβι σ’ ένα κόσμο ερημιάς
σαν Εσκιμώος ονομάζω το παιδί μου
πρωινή δροσιά του χόρτου
φτερουγίζει στο μέτωπό του
η ανάσα του σαν κόκκινο μπαλόνι
υψώνει επίκληση στον ουρανό
με δέος η απεραντοσύνη
αγγίζει τα δυο του χρόνια
κι εγώ ισοβίτης από τοίχο σε τοίχο
τα βήματά μου που μετρούσα
λούζομαι τώρα στις μυστικές του λέξεις
με τα νύχια στην πέτρα ζωγραφίζω το φως
(από τη συλλογή Ο πλοηγός του απείρου, 1986)
Καταγωγή
Τι να’ χει απογίνει ο πατέρας
ατμός θαλασσινού νερού
κι ύστερα σύννεφο που ταξιδεύει ανατολικά
αφράτο χώμα μήπως
της γλάστρας στο περβάζι
λουλούδι που ανθίζει
αλλάζει χρώμα και μαραίνεται
ή μήπως άγγιγμα
εκεί που δεν υπάρχει χέρι
δάκρυ αλμυρό
εκεί που δεν υπάρχει μάτι
σπάνια χαμόγελο
που διαγράφεται αχνό στην πρωινή ομίχλη
σε ξένη χώρα γύρισε ο πατέρας
σε χώρα άγνωστη μα και παράξενα οικεία
κει που πηγάζει απρόσιτο το φως
και μεταγγίζεται στο βλέμμα των παιδιών
και μέσα σε οδυνηρή διαφάνεια
μου γνέφει
(από τη συλλογή Ξένες χώρες, 1991)
Λέξεις αμετανόητες
Τα χρόνια μου έζησα εξόριστος
ένας μισοσβησμένος στίχος
σ’ αρχαία μετόπη της γενέθλιας πόλης
μέσα στο κάθε κύτταρό μου
ήταν γραμμένη η προαιώνια ουτοπία
έτσι ακριβώς όπως την είχε ονομάσει
ο καθημερινός τριγύρω θάνατος
πάντα ταξίδευα
αφού ο βαρδάρης σου με γέννησε
και το άλφα της αγάπης σου
με σφράγισε πατρίδα
αφήνοντας ορθάνοιχτες τις πύλες μου
ποτέ το ψέμα δεν προσκύνησα
την ποίηση δεν εγκατέλειψα
τα κάστρα στο γαλάζιο όταν προσεύχονται
πέρα ως πέρα φωταγωγημένα
από τα μάτια των παιδιών
(από τη συλλογή Το διπλό άλφα της αγάπης, 1994)
Όταν πεθαίνει ένα παιδί, 1
Αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα
ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου
όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει
(από τη συλλογή Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας, 1997)
Και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
Όταν το κάτι αυτό
το οτιδήποτε
για μένα θα τελειώσει
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει
το ύψιλον στα μυστικά, στη νύχτα, στην ψυχή
η απαλή καμπύλη στο αύριο
το χι στο χάδι ή στο χώμα της πατρίδας σας
όταν το κάτι αυτό
το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει
στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει
θα σας αγγίζει απαλά
θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο
(από τη συλλογή Χώμα στον ουρανό, 1998)
Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα
Ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα
(από τη συλλογή Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999)
Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
Nα ‘μασταν, λέει
τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.
ή μήπως να ‘μασταν
εκεί ψηλά τα κεραμίδια πλάι στην καπνοδόχο
την ώρα πού όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει
να φύτρωναν κόκκινα
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας
στα μάτια μας ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ’ τον πόνο και τον θάνατο.
να ‘μασταν, λέει
με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
(από τη συλλογή Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002)
N’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
N’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα
νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια
(από τη συλλογή Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007)
Να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
Σ’ ένα δωμάτιο παλιό, μοναχικό
σ’ ένα δωμάτιο γκρίζο
να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
και το κόκκινο,
να μου διαβάζεις ήχους, μουσικές,
να μου διαβάζεις ποιήματα
στο μισοσκόταδο τα μάτια σου να λάμπουν
να κελαρύζει, να μοσκοβολάει η φωνή σου
να πλημμυρίζει το δωμάτιο λέξεις μυστικές
που αχνίζουν και θαμπώνουν τα παγωμένα τζάμια
στα χείλη σου να ανθίζει
ένα χαμόγελο κρυφό
όπως πετούμενο που ξαφνικά φτερούγισε
σε ερειπωμένο σπίτι
ή ο ξενιτεμένος που επιτέλους γύρισε
στη μία και μοναδική πατρίδα του
να μου διαβάζεις ποιήματα
και να μ’ αγγίζεις με το φως
με κείνο το αχνό λησμονημένο όνειρο
(από τη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο, 2010)
Mια κιμωλία στον μαυροπίνακα
Ξαναδιαβάζω τα ποιήματά μου
χρόνια μετά βυθίζομαι στα χρώματα
στη μουσική των λέξεων
έκπληκτος διακρίνω
να αναδύονται γρίφοι και αινίγματα
εκστατικά φωνήεντα
που θέλγεται το άγνωστο να μου υπαγορεύει
κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα
αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα
μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά
ανάμεσα στα δάχτυλα του
(από τη συλλογή Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, 2012)
Ύμνος ερωτικός
Κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά κι ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι
ένα μολύβι που κουρνιάζει
ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη
και κάτω απ’ τον αντίχειρά μου
έτοιμο
να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί
ένα μολύβι που ποτέ δεν ζήλεψε
την άψυχη παρέμβαση των πλήκτρων
γνωρίζει πως εμείς οι τρεις
τις ίδιες ρίζες έχουμε
κοινή καταγωγή το δάσος
και φτερουγίζει στο άγγιγμά μου
μέσα στα μάτια μου θυμάται
το δέντρο που ήταν κάποτε
και δακρυσμένο σηκώνει απ’ το χαρτί
τα φύλλα του στον ουρανό
(από τη συλλογή Φωτεινά παράθυρα, 2014)
Γιορτάζω
Δεν θ’ απομείνει
οuτ’ ένας στίχος
μια λέξη
ελάχιστο ένα ίχνος
στην κινούμενη άμμο
υμνώ λοιπόν το φως
μπροστά στην προαιώνια νύχτα
γιορτάζω
το δευτερόλεπτο της ύπαρξης
γράφοντας δακρυσμένα ποιήματα
κάθε βιβλίο μου
στην άβυσσο του τίποτα
είναι ένα πείσμα
μια περηφάνια
μια χειραψία με τη ματαιότητα
και το ανεξιχνίαστο μέλλον
(από τη συλλογή Φλόγα απ’ τη στάχτη, 2017)
Και όμως
Μέσα στα ερείπια
πάνω στους τάφους
κόκκινες και γαλάζιες σημαίες
θ’ ανεμίσουν
η άνοιξη εκθαμβωτικά
και πάλι θα χαμογελάσει
και όμως
οι νέοι και πάλι
θ’ ανακαλύψουν τις ξεχασμένες λέξεις
εκστατικά
θα τις προφέρουν
με την ίδια ελπίδα
την ίδια πάντα βεβαιότητα
και όμως
μέσα απ’ τις στάχτες
ανίκητη η ζωή
θα πάρει και πάλι
τον προαιώνιο δρόμο της
σαν να ‘ναι η πρώτη φορά
σαν τίποτα
να μην έχει προδοθεί
τίποτα
να μην έχει χαθεί για πάντα
(από τη συλλογή Κόκκινες πηχτές σταγόνες, 2019)
Αποσπάσματα