Κριτικές Προσεγγίσεις

Κριτική Προσέγγιση: «Έρως, Μύθος, Βάθος – 220 Χαïκού και 18 Τραγούδια», ποιητική συλλογή του Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη

ερως μυθος βαθος ιωσηφιδη

Ακούοντας τον όρο χαϊκού ο καθένας έχει στο νου μια εντύπωση, με λουλούδια, πουλάκια και πετούμενη ποιητική διάθεση, ευαισθησίες λεπτές, οπτικές κι ακουστικές εικόνες, «στο μαραμένο κλαδί κουρνιασμένο κοράκι- φθινοπωρινό σούρουπο», ζωγραφική στενά συνυφασμένη…

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης όμως με το βιβλίο του Έρως Μύθος Βάθος, ποιητική συλλογή με διακόσια είκοσι χαϊκού (από τις Εκδόσεις ΑΡΧΥΤΑΣ, 2020), επιβεβαιώνει κάτι άλλο, ελληνικό, πως το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, με ένα στέρεο ποιητικό αντρικό λόγο.

Δεκαεφτά συλλαβές, τρεις μικροί στίχοι, εφτά οχτώ λέξεις, και πέρασε το μήνυμα. Πίσω όμως από αυτό τον λακωνικό λόγο κρύβεται ο στοχασμός, η μελέτη, η πείρα, η ευαισθησία, η άσκηση, που τέθηκαν στον αποστακτήρα, για να δώσει σταλαματιά σταλαματιά το μήνυμα. Τούτο σημαίνει πως ο ποιητής δεν αρέσκεται στον πλαδαρό ρηχό λόγο ούτε στο χειμαρρώδες, αλλά στα έγκατα του εαυτού του απεκδύει το λόγο από τα περιττά και εμφανίζει απαστράπτουσα τη δωρική ομορφιά της αλήθειας. Απαιτητικό, άρα, το χαϊκού, στη συμπυκνωμένη σοφία ή στο συνταρακτικό συναίσθημα.

Το είδος είναι απαιτητικό, γιατί η κάθε λέξη πρέπει να φέρει ταυτόχρονα πολλαπλά μηνύματα- νοήματα και ν’ ανοίγει διάφορους δρόμους ερμηνείας πιστής όμως στο βασικό πνεύμα του ποιήματος.

Φυσικά όντα και φαινόμενα επιστρατεύονται, μεταφορές από τον κόσμο του πνεύματος και της τέχνης, αρχαίοι σοφοί, για να ικανοποιήσουν το πολυεδρικό των νοημάτων και το βραχύ των λόγων.

“Ου παντός πλειν εις Κόρινθον” και ου παντός γράφειν χαϊκού ή λακωνίζειν. Προπαιδεία πολλή χρειάζεται και χειρισμός της γλώσσας δεξιός.

Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη, Έρως, Μύθος, Βάθος και είναι αφιερωμένη στην Ερνεστίνα και στο Σολωμό, γονείς του ποιητή, και στη Λούλα και στον Παύλο, τα πεθερικά του, που σημαίνει την οφειλή στους γονείς, στις ρίζες και στην Ιστορία αλλά και σφραγίδα στην αγαπητική συνύπαρξη, που μας οδηγεί στην πρώτη ενότητα, τον Έρωτα.

Κάτω από αυτή την ενότητα περιλαμβάνονται ποιήματα με τον έρωτα σε διάφορες μορφές ή πτυχές, ως αγάπη, ως δύναμη, δημιουργία, αλλά και θεϊκόν τι, ως η γέννηση του Κυρίου, απόδειξη της αγάπης του στον άνθρωπο. Προ πάντων όμως ως υπέρβαση.

«Συγχωροχάρτι ο Άδης στον Έρωτα χαρίζει μόνο.»

Τέθηκε ήδη με το πρώτο χαϊκού η σφραγίδα της προσωπικότητας του ποιητή: η ενασχόλησή του με την Τέχνη που του δόθηκε ως χάρη τον οδήγησε στις συλλήψεις του αιωνίου, των αξιών και μεγάλων αληθειών. Ο Έρως υπερβαίνει τον Άδη, και, όντας αγνός και υψηλός, του συγχωρείται κάθε σκέψη και ενέργεια και πράξη, γιατί δεν οδηγεί στη διαμάχη, αλλά αντίθετα, ως κοσμογονική δύναμη ενώνει τα αντίθετα. Ο έρως ως δύναμη υπερβαίνουσα τα όρια, ανίκητος στην οποιαδήποτε μάχη, μπορεί να επιτελέσει θαύματα ως ο περιπατών επί υδάτων Κύριος. Ζώντας δε ελευθέρως , άνευ ορίων και επικινδύνως, κινδυνεύει αλλά δεν είναι αυτοκαταστροφικός, αφού πρέπει να διατηρηθεί εν ζωή. «Ήλθε ο Χάρος, είδε τον έρωτά μας, απήλθ’ άπρακτος.»

Αυτό το πλησίασμα των αντιθέτων δεν γίνεται χωρίς την υπερδύναμη που κρύβει ο Έρως μέσα του, με την οποία υπερβαίνει κάθε εμπόδιο. «Αγαπώντας σε βαδίζω επ’ υδάτων ως την ακτή σου.» Ποθητό τέρμα η ακτή και ο βαδίζων επί υδάτων, πιστός στη δύναμη του έρωτα, πορεύεται στο ιδεατό τέρμα.

Το επικίνδυνο της διαδρομής, ο κίνδυνος να χάσει ο ερών ή ερώμενος την ψυχή του με την εμπλοκή του στον άγνωστο άλλο, διαφαίνεται στο «Έρωτα ρίξε κλαδί να κρατηθώ σώος στον γκρεμό.» Το επικινδύνως ζην και πορεύεσθαι απαιτεί ανώτερες δυνάμεις, που κρατούν εν εγρηγόρσει τον ερωτευμένο και τον συνοδεύουν στην κρημνώδη πορεία.

Περιδιαβάζοντας κανείς στη συλλογή και πιάνοντας την άκρη μιας ιδέας, το μίτο στο λαβύρινθο, βρίσκει αμέσως το επόμενο χαϊκού που θα ταιριάσει, θα συμπληρώσει, θα επιβεβαιώσει τη σύλληψη του ποιητή και την ολοκληρωμένη προσπάθειά του στη σαγήνευση και εκτέλεση του σχεδίου του να αγκαλιάσει ένα τόσο βαθύ και πλατύ θέμα ως ο Έρως.

Συνεχίζουμε όμως την πορεία. Ο ποιητής μας βεβαιώνει πως ο ΄Ερως διασώζει από τους κινδύνους, για να επιτευχθεί το ποθούμενο.

«Ψυχές π’ αγαπούν βγάζουν στην πλάτη φτερά μπροστά στον γκρεμό.» Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το αντιφατικό των πραγμάτων, η θέση και η αντίθεση με την οποία είναι οπλισμένα τα πάντα, γι’ αυτό και η πείρα λέει: «Έρως άνεμος ελλιμενίζει σκάφος ή το τσακίζει.» Ομολογείται όμως γενικά η σύλληψη του έρωτα ως του απαραίτητου στη ζωή, ή της Αγάπης ως του άρτου ημών του επιούσιου.

Ο επιούσιος άρτος της αγάπης καθημέραν τρέφει τους πεινώντας αλλά και τον τρέφοντα. Δίνε παιδί μου να πλουτίσεις. «Δίνε, καρδιά μου, κι αν σε κάνουν θρύψαλα τα συνέχει φως.» Αυτή η θεϊκή αγάπη εκφράζεται σε διάφορα σημεία της συλλογής, «Η φάτνη, καρδιά, τ’ άχυρα, ίνες πλεκτού, να Τον θερμαίνουν.» που μεταφέρουν νοερά στη γέννηση του Θεανθρώπου στη φάτνη και στην καρδιά των πιστών. Πάσα η φύσις μέτοχος του θείου μυστηρίου της αγάπης. Και προπάντων ο άνθρωπος «Μαμά, φωνάζω. Σοφοί λεν πως εννοώ “Θε μου σου χρωστώ.”» ένα χαϊκού αποδοχής του θαύματος της γέννησης και ύπαρξης του ανθρώπου, της πορείας και διαφύλαξής του από αλλότριες δυνάμεις, κάτω από την παντοδυναμία του αγαθού Θεού, που ενανθρώπισε, δοκίμασε και ξέρει τα ανθρώπινα.

Αλλά ούτε η υψίστη των μητέρων αγνοείται «Παναγία σεπτή, στο κέντρο του Αυγούστου και της καρδιάς μας.» «Πανταχού παρών ο Θεός, με πρεσβευτές παιδιά και μάνες.» Το πιο συγκινητικό όμως είναι το εμπνευσμένο από τη γνωστή νουβέλα: «Καρδιά της μάνας ξερίζωσες. Κι έπεσες. Πονάς; Σε ρωτά.» όπου η υπέρβαση εαυτής, η θυσία για το παιδί και η προς αυτό στοργή φανερώνει την αυταπάρνηση ή την αυτοθυσία στις ποικίλες εκφάνσεις της ως ουσία της αγάπης.

Γι’ αυτό η πόρτα της Αγάπης είναι πάντα ανοικτή, για να δεχτεί και να φιλοξενήσει, για να προσφέρει και να φωτίσει. ‘Σαν άστρο περνά απ’ τον φεγγίτη η αγάπη στην καρδιά σου’, όπου το άστρο και πάλι, με τη συνύφανσή του με τη γέννηση του Κυρίου, ρίχνει τη μυστική θρησκευτική του χροιά στην επαναστατική για την εποχή που διακηρύχτηκε έννοια.

Συνεχίζοντας αυτή την πτυχή, με την ιερότητα του έρωτος, συνάπτεται το τρίστιχο Έρως ιερός «φάγετε και πίετε», Δείπνος Μυστικός. Κι ακόμα μια άλλη πτυχή παναθρώπινη, ο έρως της ελευθερίας, σε παγκόσμιες διαστάσεις και διαχρονικές, «Έρως λευτεριάς τώρα, ύστερα, πριχού, δω, εκεί, παντού» όπου έρως ελευθερίας είναι κάλεσμα στην αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, το ικάνειν εις το τέλος, τον σκοπό, τη θέωση ή τελείωση.

Η σφαιρική σύλληψη ενός θέματος τόσο αρχαίου με τόσο βάθος και πλάτος είναι αδύνατη, γι’ αυτό και θα παραμείνουμε σε μερικές πτυχές του, που οφθαλμοφανώς συλλαμβάνουμε και μπορούμε να αποτυπώσουμε στην πεζή μας ανάλυση.

Το πρώτο ζωγραφικό της ερωμένης είναι το «Πολύς άνεμος ξοδεύτηκε πάνω σου να σε σμιλέψει». Η χάρη κι η ομορφιά της αγαπημένης σμιλεύεται από τον άνεμο. Πίσω όμως από κάθε λέξη κρύβονται πολλά. Πρώτα πρώτα το σμιλεύω ως ρήμα παραπέμπει στη σμίλη του γλύπτη, άρα έχουμε ένα άγαλμα, το «εφ΄ ω τις αγάλλεται», ένα χάρμα οφθαλμών, το οποίο προήλθε από την επαφή με τη φύση ή από την φθαρτική επεξεργασία των στιγμών της ζωής που αφειδώλευτα ταυτοποιούνταν με γεγονότα βασανιστικά ή χαροποιά.
Ή «Με το χρυσό του σε χρύσωσε ο ήλιος΄ δύει κουρελής.» Δεν φτάνει το φως, η ζεστασιά, είναι και το χρυσάφι, ως το ύψιστο κόσμημα το οποίο απεκδύεται ο ήλιος, για να στολίσει την αγαπημένη. Πλην των αισθήσεων, ο ερών αναπτύσσει και άλλες δυνάμεις «Κι όμως σε νιώθω: Τυφλός την εικόνα σου, κουφός το άσμα σου.» ΄Η ακόμα το ζην εκτός τόπου και χρόνου, άρα στις διαστάσεις του ατόπου και αχρόνου: «Μαζί σου νιώθω τον αιώνα μου στιγμή κι αυτήν αιώνα.» Δεν είναι όμως μόνη η ομορφιά το ευ της μορφής, αλλά και τα συναισθήματα που επιδρούν στον κόσμο «Γελάς κι αλλάζουν όλα: δελφίνια πετούν, πουλιά κολυμπούν» όπως λέει κι ο Ερωτόκριτος «Μα όλα για μένα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραμάτων.»

Η μουσική που εκπέμπει η αγαπημένη, «Άρπα δεν έχεις, μ’ ακούω τις χορδές σου σαν καρδιοχτύπι».

Ένα άλλο μοτίβο είναι η απουσία΄ με την απουσία ασφυκτιά, δεν αναπνέει, «Ω , χλωροφύλλη του δένδρου του έρωτα, οξυγόνωσ’ με» «Μόνος στη βροχή χορεύω με μια λιγνή ντάμα ομπρέλα». Η μοναξιά, ο δακρυσμένος ουρανός, αντίστοιχος στην ψυχή του, και συντροφιά μια ομπρέλα, αντί της κόρης, θυμίζει ίσως κινηματογραφικά έργα, όμως κατορθώνει να δώσει και το χορευτικό και το βροχερό, γιατί οι λέξεις φορτίζονται με όλη την σημασία τους.

Με την παρουσία όμως της ερωμένης πληρούται ο ερών και τα σύμπαντα. «Μέλισσα εσύ, άνθος εγώ με φιλί, φτιάχνουμε μέλι.»

Ο έρως δεν είναι μόνο ο πλάστης των νέων βλαστών αλλά και των ωραίων έργων τέχνης, τόκος εν τω καλώ, κατά το πλατωνικόν.

Η διάκριση σκοπού και αυτοσκοπού εδώ βρίσκει την απάντησή της: «Ποιος ανταμείβει την αγάπη; Ποιος άλλος παρά η ίδια;» Δεν αγαπάμε για να επιτύχουμε τίποτε άλλο εκτός από την ίδια την αγάπη, δεν την χρησιμοποιούμε ως μέσο αλλά ως τέλος, ως σκοπό, άρα αποτελεί αυτοσκοπό, άξιο για τον ίδιο τον εαυτό του.

Μια άλλη πτυχή που έρχεται στην επιφάνεια με τα ποιήματα του Ιωσήφ Ιωσηφίδη είναι τα ερωτήματα των ερωτευμένων σε λίγους στίχους. Η ρίζα των ερωτημάτων βρίσκεται στο πνευματικό ανέβασμα. Κατ΄ αρχάς ίσως προβληματίζει ο παραλληλισμός σοφών κι εραστών, η καταφυγή όμως στην έννοια του φιλείν την σοφία, των φιλοσόφων, οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα και στη νοηματική ταυτότητα των δυο ερωτηματικών χαϊκου: «Ναι; Μήπως; ΄Οχι; σαν αγαπάς δεν μέλει τι θ’ απαντήσεις» και το δεύτερο : «Από πού, προς πού, πότε, πώς, γιατί, ρωτούν σοφοί κι εραστές.»

Μεγαλύτερης σημασίας είναι στην περίπτωση αυτή τα ερωτηματικά παρά οι απαντήσεις. «Πονάς, τρέμεις; Τι; Τρεις συλλαβές, Α -γα -πη αρκούν ν’ αντέχεις.»

Η Πρώτη ενότητα των ποιημάτων χαϊκού του Ιωσήφ Ιωσηφίδη έδωσε και την απάντηση γιατί ο έρως να τεθεί πρώτος, αφού αυτός ενώνει τα διεστώτα, παράγει και προάγει την πνευματική ζωή και δημιουργία και ως συνεκτικός των πάντων περιέχει και δεν περιέχεται.

Ερχόμαστε στη β΄ ενότητα της συλλογής, με τίτλο, Μύθος.

Εμπνευσμένος από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη Τρελλή Ροδιά ανοίγει μ’ αυτήν ένα διάλογο από δέκα χαϊκού με υπότιτλο «δέκα μικροί μύθοι της τρελής ροδιάς» Λέξεις, εικόνες, σκέψεις συνομιλούν με το ποίημα ή με την τρελή ροδιά στην οποία με αγάπη απευθύνεται 81. Τρελή μου ροδιά, σαν γελάς φυσά νοτιάς στων νιών τα στήθη. Μια συνταρακτική δύναμη που αναστατώνει τους νέους, μια δύναμη αυτοπραγματούμενη, ολοκληρωμένη. 82. Κλαδί σού κόβουν κλέφτες, μπόρες, μα μπορείς ν’ ανδρώνεις άλλα.

Λικνίζεις κορμό, ξελογιάσεις τους νέους, πηδούν τα σκότη.

Μια γυναικεία χάρη επαναστατική και ξελογιάστρα από τη μια ερωτική από την άλλη πνευματική δίνει δύναμη υπέρβασης του σκότους, ταξιδεύοντας τους ακόλουθούς της στο όνειρο. Τούτο δε εστί τόπος φαντασίας, ελεύθερης σύλληψης της ομορφιάς και βίωση παραδείσου. «Παιδί με κρατάς κι ο άνεμος μας παίρνει σ’ ονείρου βόλτα».

Προσηλωμένος στην ομορφιά της ο ποιητής νιώθει την ελκτική της δύναμη και την παιγνιώδη και ονειρώδη διάθεσή της. «Στη φυλλωσιά σου καλείς να παίξω κρυφτό με το φεγγάρι».

Το παίζειν από Ηρακλείτου μπορεί να είναι η αρχή της δημιουργίας, «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδὸς ἡ βασιληίη –.» Περισσότερο όμως από παιχνίδι ο ποιητής πιστεύει στη δημιουργική δύναμη του όντος που ωθεί, ανεβάζει, παρωθεί στο άνοιγμα των φτερών, είτε έρως είναι είτε ιδέα.

Σκάλα μού στήνεις ν’ ανέβω στην κορφή σου, ν’ ανοίξω φτερά.

Κάτω από αυτή την προοπτική, της τρελής ροδιάς ως έρωτος, μπορούμε να πούμε πως υποδορίως συνεχίζεται η διαπραγμάτευση της δημιουργικής δύναμης του έρωτα της πρώτης ενότητας, τώρα κάτω από άλλη πρωταγωνιστική μορφή, την τρελή ροδιά.

Ως δημιουργική δύναμη ωθεί στην παραγωγή λογοτεχνικών έργων, φέρνει στο φως τα κρυπτά στα βάθη των ψυχών και μεταλαμβάνει της αληθείας την οποία μεταποιεί σε λόγο.

Σκιρτώντας ψάλλεις, σαν Αμάλθεια καλείς το λάλον ύδωρ.

‘Ετσι η Μούσα τρελή ροδιά εκπληρώνει έναν υψηλό προορισμό της, ως φωτοδότης της ανθρωπότητας. «Στο φως ριγώντας γδύνεις ψυχή και σκύβεις να κοινωνήσεις».

Αν στην προηγούμενη ενότητα του Έρωτος είδαμε το κινδυνώδες και το κρημνικό στοιχείο της στενής οδού και του ρηξικέλευθου, παρόμοια εδώ η τρελή ροδιά 89. Να ! Φτερουγίζεις στον ώμο του ονείρου, τρελή μου ροδιά. Φτερουγίζει στον ώμο του ονείρου, βρίσκεται στο μεταξύ, έτοιμη να συλλάβει το ασύλληπτο και άφατο, εξ ου και το τελευταίο 90. Χάνω τη λαλιά σαν μοιάζεις σοφή Σιωπή με ήχους άστρων. Το αντιφατικό των μεγάλων αληθειών συνελήφθη και εκφράστηκε με τη Σιωπή, μια σύλληψη που μεταφέρει στο πνεύμα του δοκιμίου του Αλμπέρ Καμύ για το Παράλογο στο Μύθο του Σισύφου.

Για τον οποίο το ‘Σίσυφε μην κλαις, η πέτρα σου φθείρεται κατεβ’ ανέβα’.

Και ο διάλογος με τον Αλμπέρ Καμύ. Το Φθινόπωρο ζει σαν Άλλη Άνοιξη, * εντός κι ερήμην.

Η διαλεκτική του ανέβα κατέβα, της άνοιξης με το φθινόπωρο, το αντιφατικό των αληθειών και η δύναμη της αντίφασης να κρύβει μέσα της μεγάλες αλήθειες δίνονται πράγματι κλεισμένες σε κόκκο εκρηκτικό νοημάτων. Ποιος φθείρει και φθείρεται με το ανεβοκατέβασμα του Σίσυφου, πώς μέσα στην άνοιξη ζει το φθινόπωρο ή αντίθετα; Όπως στον τάφο ζει ο αναστησόμενος Κύριος, όπως στη γη ο θαμμένος σπόρος, που μας οδηγεί στις απαρχές των σκέψεων, των θρησκειών, των μεγάλων αληθειών.

Μια σειρά από κατηγορικές προσταγές θα’ λεγε κανείς βρίσκουμε στα

Ανακάλυψε πίστη μέσα σου, δάδα να καις Λερναίες.

Αύριο θα ’ναι Δευτέρα Παρουσία. Μην κλαις. Όργωνε!

Η γη σού γεννά πιο πολλά σαν ιδρώσεις παρά σαν βρέξει.

Η υπέρβαση των αντινομιών όντως βρίσκεται στην πίστη, γι’ αυτό όποιος την έχει καίει μ’ αυτήν πολυκέφαλα τέρατα, ένα των οποίων η αεργίη, το όνειδος, ως Ησίοδος φησίν. Γι’ αυτό και η αρχαία κατηγορική προστακτική Εργάζευ, βρίσκει ανταπόκριση στο χαϊκού του Ιωσήφ, ίδρωνε, όργωνε.

Μια ενότητα άλλη αποτελούν χαϊκού αφιερωμένα στον ήλιο, την πηγή του φωτός, της ομορφιάς, της μουσικής, του κύκλου που επανέρχεται.

Ήλιε, για στάσου ν’ αντιγράψουν υφάντρες το χρυσαφί σου.

Τα πουλιά μασούν ηλιαχτίδες και θρέφουν χορδές να λαλούν.

Δύει ο ήλιος. Σαν ανατέλλει φέρνει όσ’ απήγαγε.

Δύει ο ήλιος, χρυσώνει δίκτυα, κουπιά του μικρού ψαρά.

Το ακόλουθο θυμίζει το του Ηρακλείτου «Κόσμον τόνδε, τόν αυτών απάντων, ούτε τίς θεών, ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλά ήν αεί καί εστί καί έσται πύρ αείζωον απτόμενον μέτρα καί αποσβεννύμενο μέτρα.”

Ανάβει μέρα σβήνει μέρα ανάβει…Φως, ζω. Σκότος, ζω.

Και από τον κόσμο, στη φύση, «Η Φύση καλεί και βρίσκομαι εντός της
πριν φτάσω εκεί.» ή ακόμα «Σπάσε το τσόφλι, πιάσε τ’ ασπράδι μου, μπες,
φτάσε στον κρόκο».

Ο άνθρωπος ο ίδιος, ων πλάσμα φυσικό, βρίσκεται μέσα στη φύση, είναι μέρος ή μικρογραφία της φύσης και όμως ψάχνει να βρει το βαθύτερο μυστικό ή νόημά της, γι’ αυτό δεν μπορεί να μένει στην επιφάνεια, πρέπει να εμβαθύνει, να φτάσει στα όντως νοήματα παρ’ όλες τις δυσκολίες,

Παρθένο ρόδο, τ’ αγκάθια σου φύλακες τ’ αγνού κι ωραίου.

Στο τέλος όμως έχει συλληφθεί η μεγάλη αλήθεια της ανακύκλωσης και της αιωνιότητας.

Αναβιώ Κύκλε: γη, σπόρος, βλαστός, καρπός. Τ’ απόν δες: Παρόν!

Ίσως εδώ να ήταν το καλύτερο να σταματήσω την ανάλυση της δεύτερης ενότητας, αν δεν υπήρχαν μερικά ειδικού ενδιαφέροντος ποιήματα, που συγκινούν κάθε Έλληνα, από Μακρυγιάννη ως τη μάνα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ανθρώπων μιας πάστας αιωνιότητας, συνέχισης του γένους, χρέους στους άλλους.

Δεν υπάρχουνε ‘Απόδημοι Έλληνες’. Η Ελλάς παντού.

Θεριά μας χτυπούν, δεν νικούν. Τρων από μας και μένει μαγιά. *
* Στρατηγός Μακρυγιάννης προς τον Γάλλο ναύαρχο Derigny

Γιος ήρως νεκρός. ‘Πατρίς, χαλάλι ο γιος μου’ Όρθια. Δεν κλαις. *

* Γράφει η Αντωνού, μητέρα του ήρωα της Κύπρου, Γρηγόρη Αυξεντίου, Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ: «… Χαλάλιν της Πατρίδος μου / ο γιος μου, η ζωή μου, / τζι αφού εν επαραδόθηκεν τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν / ας έσιει την ευτζήν μου»

Στο τέλος ο Ιωσήφ αποτελεί αντίγραφο του ποιήματός του
«Κεφάλι ψηλά χαρταετέ, μα πάτα στη γη με σπάγκο».
Προσγειωμένος άνθρωπος, μα υψιπέτης.

Γ’ Ενότητα : Βάθος

Η τρίτη ενότητα, Βάθος, χρειάζεται περισσότερη μελέτη και καταβύθιση στην αρχαία σοφία, αφού οι ρίζες ανήκουν στα πανάρχαια εκείνα χρόνια και στους σοφούς προγόνους. Παράλληλα νοήματα βρίσκουμε στα κείμενα ή στα αποφθέγματα των προπατόρων, που διαιωνίζονται με την ποίηση και την επαναφορά τους στη σημερινή ζωή.

Η ενότητα αρχίζει με ένα ωραίο χαϊκού, ενδεικτικό της βεβαιότητας πως, για να φτάσει ένας στο βάθος των εννοιών και της αλήθειας, για να συλλάβει μεγάλες αλήθειες και συναισθηματικές καταστάσεις, πρέπει να υποστεί πολλή την τριβή με το θέμα, να εμβαθύνει και να κοπιάσει, να ματώσει.

Όσο σε λιώνουν Ανθέ, τόσο πιο πολύ ευωδιάζεις.

Ότι βρισκόμαστε στην Ιδέα των πραγμάτων κοντά , φαίνεται από το πιο κάτω

Τα κάλλη γερνούν, οι καλλονές ξεβάφουν, το Κάλλος διαρκεί.

Όπου το κάλλος είναι η αιώνια ιδέα, η άφθαρτη, γιατί βρίσκεται σε άλλο κόσμο, τον νοητό.

Το αθέατο Κάλλος βλέπω με τρίτο μάτι, των αισθήσεων.

Σ’ αυτό τον αιώνιο κόσμο έφθασαν μεγάλοι δάσκαλοι, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, για τους οποίους ίσως και να ισχύει το

Διδάσκοντάς σε διδάσκομαι δυο φορές, στοχάζομαι τρεις.

Μόνο ένας καλός δάσκαλος μπορούσε να το γράψει, που έχει ήδη βιώσει πως καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς κάτι, είναι να το διδάξει.

Πείρα ζωής αποπνέει το : ‘Πριν τον εχθρό ας χτυπώ τ’ αδύνατα του εαυτού μου.’

“ Τό νικᾶν ἑαυτόν πασῶν τῶν νικῶν ἡ ἀρίστη καί ἡ μεγίστη ”. = Τό νά νικᾶμε τόν ἑαυτόν μας εἶναι ἀπ’ ὅλες τίς νίκες ἡ ἄριστη καί ἡ μέγιστη ( Πλάτων ).

“ Οὐδείς ἐλεύθερος μή κρατῶν ἑαυτοῦ ( Κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος, ἐφ’ ὅσον δέν συγκρατεῖ τόν ἑαυτόν του ). ( Πλάτων ). Και παράλληλο και ταυτόσημο,

Τέλειος κανείς. Μα λάθη λιγοστεύω καθημερινά.

Οπότε σίγουρα ο ποιητής μας δεν ανήκει στην τάξη των «Απείρως νάνοι πάσχουν από έπαρση απείρως ψηλή». Εδώ πια ξεκάθαρα βρισκόμαστε στο καταστάλαγμα της σοφίας των ανθρώπων και το χαϊκού είναι μια μορφή ποιητική που μπορεί άνετα να αποδώσει αυτή τη συμπύκνωση νοημάτων και λόγων.

Όπως λέει κι ο Μένανδρος: Μη δια πολλών ολίγα λέγειν, αλλά δι ‘ ολίγων πολλά
Να μην λέγης ολίγα πράγματα δια πολλών λόγων αλλά πολλά δια ολίγων

Με το του Δημοσθένη «Δει δη τας πόλεις ουκ αναθήμασιν, αλλά ταις των οικούντων αρεταίς κοσμείν.» Πρέπει λοιπόν να διακοσμούμε τις πόλεις όχι με μνημεία αλλά με τις αρετές των κατοίκων, ερχόμαστε στο χαϊκού « Στέκεις Αρετή. H πόλη μου δεν θέλει άλλα μνημεία».

Για το παρακάτω θυμόμαστε το κατά Αμμώνιο Αριστοτελικό * Φίλος Πλάτων φιλτάτη η αλήθεια, και το γραφόμενο στην υποσημείωση κατά Ιωσήφ* Διάλογος με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. « Φίλε σε τιμώ, μα πιο πολύ το δίκιο σοφό των πολλών».

Ένα φιλοσοφικό παράδοξο, τη χελώνα και το λαγό ή τον Αχιλλέα και τη χελώνα μαζί με τον κυπριακό λόγο για τους πρώτους που θα γίνουν έσχατοι και τους έσχατους που γίνονται πρώτοι ανακαλεί το «Λαγός έσχατος, χελώνα πρώτη, θέμα πίστης το θαύμα».

Το αυτό και το μικρά ζύμη μικρόν φύραμα ζυμεί. «Μικρό προζύμι, μέγα έργο πέτυχες, άπειρους άρτους».

Ένας ποιητής με σφαιρική ματιά δεν μπορεί να μη βλέπει την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις της στον ίδιο τον άνθρωπο.

Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος κατακρίνεται επίσης σε τόνο προφητικό.

Χτυπούν τη Φύση, μα μες στα δάκρυά της έρμοι θα πνιγούν.

Σκύβει και θρηνεί η καλαμιά στον κάμπο, κι σεις μεθάτε.

Πίσω από το «Κάτω απ’ τη γη ο σπόρος βλέπει. Στη γη με φως συ βλέπεις;» Κρύβεται η αριστοτελική εντελέχεια. Το κάθε τι έχει μέσα του το σκοπό του. Ο σπόρος μέσα στη γη ξέρει πως πρέπει να οδηγήσει στον καρπό, αλλά ο ποιητής θέτει το ερώτημα, ο άνθρωπος βλέπει αυτό τον σκοπό της ζωής του, να τελειωθεί και να καρποφορήσει;

Ποινή σου, ψεύτη, το που δεν πιστεύεις πια κανένα, ποτέ.

Η τιμωρία του ψεύτη δεν είναι ότι δεν τον πιστεύουν, αλλά ότι αυτός δεν μπορεί να πιστέψει κανέναν, λέει ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω.

Ευτυχισμένοι, όλοι ίδιοι. Δυστυχείς, * καθείς και δράμα.μ

* Διάλογος με τον Leon N. Tolstoy -στο έργο ‘Anna Karenina’

Ζωγραφική εστί σιγώσα ποίησις «…Ποίησις δε, φθεγγομένη ζωγραφία». Eπίγραμμα του Λουκιανού και προσθέτει ο Ιωσήφ

Στίχος άλαλος ο πίνακας, κι ο στίχος πίνακα λαλιά.

Στόχος μου βέβαια δεν είναι να βρω τα παράλληλα στην ελληνική ή ξένη γραμματεία. Οι ιδέες ως αιώνιες κι ακατάλυτες βρίσκουν τον τρόπο τους να επανέρχονται στη ζωή μας και να εμπνέουν ποιητές κι αναγνώστες. Το τελευταίο της συλλογής:

200. Άνω τελεία η θανή· διασκελισμός μείζων εν όψει.

Η ζωή συνεχίζεται στον αιώνα, γιατί έχει τη διάσταση της αιωνιότητας, που κερδίζουν οι άνθρωποι του πνεύματος, ως οι εν κόσμω δημιουργοί.

Ευχαριστώ τον ποιητή Ιωσήφ Ιωσηφίδη που μου έδωσε τη χαρά της μελέτης και παρουσίασης της συλλογής του. Η συλλογή αυτή θα συμβάλει στην ενδυνάμωση της σκέψης, στον εμπλουτισμό του εσωτερικού μας κόσμου.

Παπαντωνίου Στέλιος

Στέλιος Παπαντωνίου
Φιλόλογος, συγγραφέας, κριτικός